ΤΟΝ ΜΑΡΤΙΟ ΤΟΥ 2018, η ισλανδική κυβέρνηση κατηγόρησε τους Sigur Rós για φοροδιαφυγή ύψους 151 εκατ. κορόνων (γύρω στο ένα εκατομμύριο ευρώ) μεταξύ 2010 και 2014. Το συγκρότημα επικαλέστηκε λογιστικό λάθος και αποπλήρωσε το χρέος συν τους τόκους, αλλά αντιμετώπισε μια δεύτερη δίωξη για το ίδιο αδίκημα το 2020, η οποία δέσμευσε τα περιουσιακά τους στοιχεία. Όλοι τους έχουν πλέον αθωωθεί, αλλά ο frontman του γκρουπ Jón Þór “Jónsi” Birgisson απαλλάχτηκε τελικά μόλις τον περασμένο Μάρτιο.
Και δεν ήταν μόνο αυτό. Τον Σεπτέμβριο του 2018, η καλλιτέχνιδα Meagan Boyd κατηγόρησε δημοσίως τον ντράμερ Orri Páll Dýrason για σεξουαλική επίθεση πέντε χρόνια νωρίτερα. Ο Dýrason αρνήθηκε τις κατηγορίες, αλλά παραιτήθηκε λίγες μέρες αργότερα, μειώνοντας προσωρινά τους Sigur Rós σε ένα υπερατλαντικό δίδυμο του Birgisson και του μπασίστα Georg "Goggi" Hólm (για το νέο τους άλμπουμ και την φετινή περιοδεία της μπάντας επέστρεψε και ο αρχικός κιμπορντίστας Kjartan Sveinsson που είχε φύγει το 2013).
Όταν οι Sigur Rós σχηματίστηκαν το 1994 ως έφηβοι ακόμα, λέει ο Birgisson, έκαναν μουσική επειδή «αυτό σου δίνει έναν σκοπό να ζεις και να είσαι ευτυχισμένος».
Μέσα σε όλα αυτά, ο Birgisson χώρισε από τον Alex Somers, τον επί 16 χρόνια σύντροφό του και τακτικό καλλιτεχνικό συνεργάτη του. Ένα συγκρότημα του οποίου η μουσική ενέπνεε ουράνιους συνειρμούς έμοιαζε να πέφτει στη γη με βαρύ γδούπο. «Ο κύριος σκοπός μας είναι η μουσική, αλλά προφανώς υπάρχει αυτό το πράγμα που λέγεται ζωή και ό,τι συμβαίνει γύρω της, και πρέπει να το αντιμετωπίσεις», λέει σήμερα ο Hólm.
Όταν οι Sigur Rós σχηματίστηκαν το 1994 ως έφηβοι ακόμα, λέει ο Birgisson, έκαναν μουσική επειδή «αυτό σου δίνει έναν σκοπό να ζεις και να είσαι ευτυχισμένος». Ως ένα μη αγγλόφωνο post-rock συγκρότημα από ένα «μικροσκοπικό νησάκι στη μέση του πουθενά», δεν περίμεναν ότι θα γέμιζαν το Madison Square Garden, αλλά το δεύτερο άλμπουμ τους, το Ágætis byrjun του 1999, εξελίχθηκε σε φαινόμενο από στόμα σε στόμα, ενώ ανάμεσα στους υμνητές του ήταν οι Radiohead και ο David Bowie. Αυτό που συνέβη στη συνέχεια είναι η γνωστή ιστορία: ένα νεαρό συγκρότημα κάνει μουσική για την ευχαρίστησή του, και ξαφνικά γίνεται μια ταξιδιωτική επιχείρηση.
«Εύκολα μπορείς να χάσεις τον εαυτό σου», λέει ο Hólm. «Γυρνάς όλο τον κόσμο μέσα σε αυτή τη φούσκα που λέγεται Sigur Rós. Στο τέλος της δεκαετίας του 2000, όλοι μας καταρρεύσαμε λίγο. Απλά δεν το παραδεχόμασταν».
Η μπάντα βρέθηκε να παίζει σε αρένες και να εμφανίζεται στους Simpsons και στο Game of Thrones, αλλά οι πρόβες με στόχο την δημιουργία νέου άλμπουμ σταμάτησαν το 2017, περίπου την εποχή που ο Birgisson μετακόμισε ‘κρυφά’ στο Λος Άντζελες με σκοπό να αλλάξει παραστάσεις. «Ήθελα κάτι ηλιόλουστο και φωτεινό σε σύγκριση με το σκοτεινό και καταθλιπτικό της πατρίδας», λέει.
Η σχέση του συγκροτήματος με την Ισλανδία είναι περίπλοκη. Ως το πιο διάσημο εξαγώγιμο προϊόν της χώρας μετά την Björk, τους ρωτούσαν συνεχώς για τους παγετώνες και τη μαγεία των ξωτικών. «Προφανώς το ότι κάναμε φωτογραφήσεις φορώντας όλοι το ίδιο καπέλο, μοιάζοντας με ξωτικά, αυτό δεν βοήθησε», παραδέχεται ο Hólm. «Έγινε ελαφρώς ενοχλητικό, αλλά υπάρχει και το στοιχείο της αλήθειας σε όλο αυτό. Τις προάλλες έβγαλα βόλτα τα σκυλιά μου στην εξοχή ακούγοντας το νέο άλμπουμ στα ακουστικά μου και σκέφτηκα, ουάου, πραγματικά ακούγεται σαν αυτό που βλέπω μπροστά μου».
Ο “Jónsi” Birgisson από τη μεριά του λέει ότι η απόσταση του επέτρεψε να ρομαντικοποιήσει την πατρίδα του σε στίχους που περιγράφει ως «μια καρτ ποστάλ στην Ισλανδία». Σκέφτεται μάλιστα να εγκαταλείψει το Λος Άντζελες. «Η Αμερική είναι τόσο τρελή», λέει. «Τα δικαιώματα των τρανς και των γκέι έχουν καταπατηθεί τόσο πολύ πρόσφατα. Είναι τρομακτικό να το βλέπεις. Σε όλο τον κόσμο, επίσης, νιώθει κανείς ότι πηγαίνουμε προς τα πίσω…Προσπαθούμε να μείνουμε έξω από την πολιτική, απλά για να κάνουμε τη μουσική όσο το δυνατόν πιο ουδέτερη, αλλά αυτή είναι η κατάσταση του κόσμου που ζούμε τώρα: κλιματική αλλαγή και doomscrolling. Βλέπεις όλους τους ψυχοπαθείς να ξοδεύουν τρελά ποσά για να πάνε στο διάστημα, ενώ θα μπορούσαν να σώσουν τον πλανήτη μας. Είναι τόσο απίστευτα γελοίο!»
Μεγαλώνοντας, η μπάντα έχει επιστρέψει κατά κάποιο τρόπο στις εφηβικές της καταβολές, όταν η δημιουργία μουσικής ήταν επιλογή και όχι υποχρέωση. «Για μένα, όταν τελειώσουμε αυτή την περιοδεία, αυτό ήταν, τα λέμε σε μερικά χρόνια», λέει χαρούμενα ο Sveinsson. «Δεν με νοιάζει. Δεν μπορώ να προβλέψω τίποτα μετά από αυτό, αλλά ποιος ξέρει; Η ζωή μερικές φορές έχει άλλα σχέδια».
Με στοιχεία από τον Guardian