Είναι μοναδική περίπτωση η Björk στη σύγχρονη μουσική. Στα τριάντα πέντε χρόνια που την παρακολουθώ, από το «Birthday» των Sugarcubes, το τραγούδι που την έβγαλε από την Ισλανδία και μιλάει για τις ερωτικές φαντασιώσεις μιας πεντάχρονης με τους πενηντάρηδες υπαλλήλους στο μπακάλικο δίπλα στο σπίτι της, η οποία «καπνίζει πούρα και φυλάει αράχνες μέσα στις τσέπες της», μέχρι σήμερα, που πολλοί θεωρούν ότι είναι ένα βήμα προτού βυθιστεί στη δυστοπία του Metaverse, είχε μια καλλιτεχνική πορεία πρωτοφανή για τη σύγχρονη ποπ.
Έδωσε τη δική της εκδοχή του ροκ γκρουπ με τους Sugarcubes, ανακάλυψε τη χορευτική κουλτούρα του Λονδίνου, ξεκινώντας μια νέα καριέρα με τη βοήθεια του Nellee Hooper στο «Debut» και από το «Medulla» και μετά άρχισε να ξεπερνάει τα όρια της ποπ, φτιάχνοντας μια ιδιοσυγκρασιακή περσόνα που μεταμορφώνεται σιγά-σιγά σε έργο τέχνης. Η ίδια, όχι απλά η μουσική της.
Μέσα σε αυτή την εξέλιξη, που συνειδητά ή ασυνείδητα την έκανε να θυμίζει πλάσμα από το Animorph, επέλεξε να αποκαλύψει τις βαθύτερες πτυχές του εαυτού της, παίζοντας με είδη και στυλ που ήταν πάντα αβανγκάρντ, αλλά το έκανε με έναν τρόπο τόσο επώδυνο και προσωπικό, που μεγάλο μέρος του κοινού δυσκολεύεται πλέον να την παρακολουθήσει.
Η Björk μεταφέρθηκε σε μια νεφελώδη ουτοπία εγκλωβισμένη στις καλλιτεχνικές αναζητήσεις της, στα συναισθήματά της και στην ισλανδική της ιδιοσυγκρασία που έκανε τη μουσική της ελιτίστικη, απόμακρη και απρόσιτη.
Εξερευνώντας τα όριά της μέσα από τον απέραντο έρωτά της (για τον Matthew Barney), έφτιαξε το magnum opus της με το «Vespertine», αποκαλύπτοντας μια απίστευτα εύθραυστη και ευάλωτη δημιουργό, ενώ στο «Vulnicura» σπάραξε με τον χωρισμό τους, στο «Biophilia» έκανε μια διατριβή για το σύμπαν και στο «Utopia» διεκδίκησε τον παράδεισο μιας μητριαρχικής κοινωνίας με ένα άλμπουμ που ήταν περισσότερο πολιτικό statement παρά μουσική.
Δεν είναι το καλύτερο άλμπουμ της Björk, δεν είναι το πιο εύκολο, είναι σκοτεινό και εσωστρεφές και για λίγους και μυημένους, όπως όλα τα τελευταία της, δύσκολα το ακούς ολόκληρο και ακόμα πιο δύσκολα ξαναγυρνάς στα τραγούδια του, αλλά είναι το πρώτο εδώ και αρκετά χρόνια όπου δεν ακούγεται σαν μια αλλοπαρμένη που προσπαθεί να γίνει επιστήμονας του ήχου, προσεγγίζοντάς τον με έναν τρόπο ακαδημαϊκό.
Η Björk δεν ακολουθούσε ποτέ τα σημεία των καιρών, ήταν ένα βήμα πιο μπροστά απ' όλους και απ' όλα, ένα βήμα πιο μπροστά στον ήχο, στις ενορχηστρώσεις, στη μόδα, δημιουργώντας ολόκληρη τάση στο στυλ και τη σκηνική παρουσία. Μεταμορφώθηκε σταδιακά σε ένα εικαστικό αριστούργημα, αλλά κάποια στιγμή η αισθητική την κατάπιε. Λίγο μετά το «Volta» κάπου «χάθηκε».
Μπορεί να απογειώθηκε καλλιτεχνικά και να είναι όντως πρωτοποριακή, αλλά έγινε ψυχρή και άχαρη σαν έκθεμα σε γκαλερί μοντέρνας τέχνης, που το θαυμάζεις, το εκτιμάς, αλλά δεν σε συγκινεί, δεν σε κάνει να ανατριχιάσεις. Το μόνο που δεν άλλαξε ποτέ είναι η χαρακτηριστική, ιδιαίτερη φωνή της και τα τονισμένα «ρ» στις λέξεις.
Αυτό που έκανε την περίοδο του «Vespertine», που εξανθρώπισε τον ηλεκτρονικό ήχο και έκανε ποίηση τον ερωτικό παροξυσμό της, είναι ανεπανάληπτο, αλλά επειδή είναι η Björk, αυτό το αεικίνητο, νευρικό πλάσμα που δεν σταματάει ούτε στιγμή να πειραματίζεται και να δημιουργεί, και θα είναι η ίδια Björk όσα χρόνια και να περάσουν («μέχρι την τελευταία ανάσα της, όσο ζει και αντέχει να φτιάχνει μουσική», όπως λέει στη συνέντευξη στο «Pitchfork»), δεν μπορείς να είσαι σίγουρος ότι δεν θα το ξεπεράσει.
Και με το «Fossora», που μόλις κυκλοφόρησε, επιχειρεί να κάνει ακριβώς αυτό, να ξεπεράσει τον εαυτό της.
Ancestress
Στην πολύ δυναμική επιστροφή της μετά από πέντε χρόνων διάλειμμα απ’ τις κυκλοφορίες παρουσιάζεται αρκετά γειωμένη, ορφανή από μητέρα και με όλα τα παιδιά της να έχουν εγκαταλείψει την εστία του σπιτιού για να ακολουθήσουν τον δικό τους δρόμο.
Το δέκατο άλμπουμ της είναι ένα άλμπουμ ψυχαναλυτικό, στο οποίο αναζητάει την ιστορία της και τον τρόπο που συνδέoνται τρεις γενιές της οικογένειάς της, κυρίως όμως είναι ένα άλμπουμ που έφτιαξε μέσα στην καραντίνα, κλεισμένη στο σπίτι της, στο Ρέικιαβικ, έχοντας την άνεση χρόνου να ασχοληθεί με τον εαυτό της. «Ήταν η πρώτη φορά μετά από καιρό που είχα χρόνο να βγάλω τα πράγματά μου από τη βαλίτσα και να κρύψω και τη βαλίτσα», αναφέρει, γιατί μέχρι τότε ήταν σε μια αέναη μετακόμιση, από μεγαλούπολη σε μεγαλούπολη.
Οι περιορισμοί στις μετακινήσεις και ο αναγκαστικός εγκλεισμός τής έδωσαν την ευκαιρία να ασχοληθεί με την οικογένειά της, να βρει τρόπο να κάνει την καθημερινή ρουτίνα πιο υποφερτή, να θρηνήσει τον θάνατο της μητέρας της, να επεξεργαστεί την ιδέα ότι πρέπει να αποχωριστεί τα παιδιά της επειδή μεγάλωσαν και φεύγουν απ’ το σπίτι.
Η μητέρα της πέθανε το 2018 μετά από πολύχρονη μάχη με την αρρώστια, αλλά χρειάστηκε καιρός για αποδεχτεί την απώλεια και να την αποχαιρετήσει, κι αυτό κάνει σε αυτό το άλμπουμ, αποτίνει φόρο τιμής στη χίπισσα που τη μεγάλωσε με απόλυτη ελευθερία και την έκανε να αυτονομηθεί από πολύ νωρίς και στο ελεύθερο πνεύμα της που θα την ακολουθεί μέχρι να πεθάνει.
Στο «Ancestress» θρηνεί με έναν τρόπο που θυμίζει τα ηπειρώτικα μοιρολόγια: απευθύνεται στη νεκρή μάνα της, αναφέροντας μικρές λεπτομέρειες που κάνουν το τραγούδι ανυπόφορα οδυνηρό, σε έναν μονόλογο που καταλήγει στη διαπίστωση: «βλέπεις με τα δικά σου μάτια, αλλά ακούς με της μάνας σου, υπάρχει φόβος να απορροφηθεί η μία από την άλλη». «Αυτό το τραγούδι είναι ένα γράμμα στη μητέρα μου», γράφει στο Facebook, «η ιστορία της όπως τη βλέπω εγώ, γράφεται με χρονολογική σειρά, η πρώτη στροφή είναι για την παιδική μου ηλικία κ.λπ.
Πολύ πρόσφατα ανακάλυψα ότι αυτό το τραγούδι είναι εμπνευσμένο κατά κάποιον τρόπο από το ισλανδικό τραγούδι "grafskrift", το οποίο είναι μια πολύ άμεση πατριαρχική αφήγηση για τη ζωή κάποιας, ίσως ήθελα να την προσεγγίσω με έναν πιο φεμινιστικό τρόπο, τη βιολογική και συναισθηματική της ιστορία, όχι το επάγγελμά της, τους συντρόφους της ή τις ημερομηνίες γέννησης και θανάτου της. Για είκοσι χρόνια δεν μπορούσα να παρακολουθήσω κηδείες, καθώς κάτι σε αυτές με απωθούσε.
Πιθανόν έπαιξε μεγάλο ρόλο το ότι, έχοντας ζήσει χιλιάδες συναυλίες, μάλλον έχω μια πολύ συγκεκριμένη ιδέα για το πώς πρέπει να είναι μια τελετή, πώς θα έπρεπε να ακούγεται, για τη μουσική δομή της, τα λόγια, και όλον αυτόν τον καιρό ανακάλυψα ότι όλες οι κηδείες θα έπρεπε να γίνονται έξω. Έβρισκα προσβλητικό που το πνεύμα κάποιου έπρεπε να φύγει μέσα από ένα τόσο κλειστοφοβικό περιβάλλον, όπως είναι μια εκκλησία». Στο τραγούδι συμμετέχει και ο γιος της Sidri Eldon.
Και στο «Sorrowful Soil» τραγουδάει με συνοδεία τις φωνές των Hamrahlíðarkórinn «μέσα στο θλιμμένο χώμα, σκάβονται οι ρίζες μας», αναφερόμενη πάλι σε εκείνη τη μηδενίστρια μάνα που έφυγε νωρίς. Οι στίχοι της είναι για άλλη μια φορά αλλόκοτοι, με έναν ρεαλισμό που κάποιες στιγμές δημιουργεί αμηχανία: «Μια γυναίκα στη ζωή της παράγει τετρακόσια αυγά, αλλά μόνο δύο ή τρία φωλιάζουν, υφασμένα με τη δύναμη ζωής της μητέρας» τραγουδάει πάνω από μια μελωδία που θυμίζει θρησκευτικό ύμνο.
Το «Fossora» κάνει μια βαθιά κατάδυση στην ψυχή, σκάβοντας, όπως λέει και ο τίτλος του («Fossora» είναι το θηλυκό της λατινικής λέξης για τον σκαφτιά), αλλά είναι κι ένα άλμπουμ για την αναζήτηση της ελπίδας (ακόμα και στον θάνατο), τα μανιτάρια, τη μητριαρχία, τους προγόνους και τους απογόνους της, για τη γη της φωτιάς και του πάγου που τους συνδέει.
«Είναι ένα άλμπουμ που δείχνει τη ζωή σε έναν ονειρικό κόσμο, όπου όμως περπατάς και κάνεις απλά, καθημερινά πράγματα, π.χ. συναντάς τους φίλους σου, τρως και κλάνεις» λέει στη συνέντευξή της στην «Guardian». «Είχα να μείνω τόσο πολύ στο σπίτι από τότε που ήμουν δεκάξι και, ντρέπομαι που το λέω, έτρωγα κρέμα σοκολάτα κάθε μέρα».
Το άλμπουμ, που ανοίγει με ένα μεταλλαγμένο ρεγκετόν με κλαρινέτα, τίτλο δανεισμένο από την ελληνική λέξη «άτοπος» και είναι εμπνευσμένο από το βιβλίο του Ρολάν Μπαρτ «Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου», φαίνεται να είναι χορευτικό και πιο χαρούμενο από το «Utopia», αλλά το σκληρό γερμανικό τέκνο που την έκανε να χορεύει μέσα στην καραντίνα στα σπιτικά πάρτι της εμφανίζεται μόνο φευγαλέα, κάποιες στιγμές που αφήνει να φανεί η συνεργασία της με τους Gabber Modus Operandi, δυο Ινδονήσιους πανκ που συνδυάζουν τα παραδοσιακά κρουστά με γερμανικό gabber, footwork και θόρυβο.
Το «Atopos» είναι ένα ερωτικό τραγούδι με έντονο ρυθμό που αποδυναμώνεται και σβήνει και μετά επανέρχεται εξαντλητικά, με στίχους που λένε «αν δεν αναπτυχθούμε προς τα έξω, προς την αγάπη, θα διαλυθούμε προς τα μέσα, προς την καταστροφή». Είναι εντελώς αντιραδιοφωνικό, αντι-ποπ, μάλλον ακατάλληλο για single, αλλά, παραδόξως, και το πιο δημοφιλές κομμάτι του άλμπουμ.
Atopos
Κάθε φορά που ακούς το «Fossora» εκτιμάς όλο και περισσότερο τι έχει επιχειρήσει να κάνει, ένα άλμπουμ διαφορετικό, γειωμένο, πιο ανθρώπινο και προσιτό, αλλά, δυστυχώς, δεν το πετυχαίνει ακριβώς. Αυτό που κάνει πλέον είναι πολύ προσωπικό και αναγνωρίσιμο, έτσι είναι αδύνατο να μην επαναλαμβάνεται, να μην ανακυκλώνει τον τρόπο που τραγουδάει, τη δομή των κομματιών, τον ήχο.
Στο «Fossora» αναπόφευκτα υπάρχουν όλα τα στοιχεία από τα προηγούμενα άλμπουμ της (γι’ αυτό και έχεις την εντύπωση ότι σχεδόν όλα τα κομμάτια τα έχεις ξανακούσει), με χορωδιακά μέρη, acapella, κλαρινέτα, τρομπόνια, κρουστά και gabber ή, έστω, τη δική της εκδοχή για το hardcore techno.
Η Björk είναι pop icon, πάντα ήταν, αλλά πλέον είναι μόνο για τις στυλιστικές επιλογές της, το μακιγιάζ, τα ρούχα και τις απίθανες συνθέσεις στο εξώφυλλο και την καμπάνια προώθησης του άλμπουμ, όχι για τη μουσική της.
Η μουσική της σήμερα είναι πιο κοντά στην κλασική. Από το «Fungal City» (με τη συνεισφορά του serpentwithfeet) και μετά οι ιδιόρρυθμοι συνδυασμοί ορχηστρικών χρωμάτων του Στραβίνσκι συνοδεύουν τη φωνή της σε μερικές από τις πιο σπαρακτικές στιγμές της – που μπορούσαν να είναι και στιγμές του Danny Elfman σε ένα σκοτεινό μιούζικαλ. Συγγενεύει περισσότερο με τον Στραβίνσκι και τον Μάλερ παρά με την Beyonce. «Άσε τις μεταμφιέσεις και κάνε ξανά ποπ μουσική», της γράφουν στα σχόλια.
Το φινάλε, με την κόρη της Ísadóra Bjarkardóttir Barney να τη συνοδεύει στο «Her mother’s house», είναι συγκινητικό, ίσως η καλύτερη στιγμή του δίσκου, με την Björk να τραγουδάει «το διάστημα στη φωνή σου δείχνει την κλίμακα της συμπόνιας σου, ο τόνος της φωνής σου αποκαλύπτει τον χώρο που δίνεις στους άλλους» και να συνεχίζουν μαζί στο ρεφρέν «όσο πιο πολύ σε αγαπώ (όσο πιο πολύ με αγαπάς), τόσο πιο δυνατή γίνεσαι (τόσο πιο δυνατή γίνομαι), και τόσο λιγότερο με χρειάζεσαι (και σε χρειάζομαι λιγότερο κι εγώ). Όσο πιο πολύ σε αγαπώ (όσο πιο πολύ με αγαπάς), τόσο καλύτερα θα επιβιώσεις (τόσο καλύτερα θα επιβιώσω), όσο πιο πολλή ελευθερία σού δώσω (τόσο πιο πολλή ελευθερία θα μου δώσεις). Όταν το σπίτι μιας μάνας έχει χώρο για κάθε παιδί, αυτό περιγράφει μόνο το εσωτερικό της καρδιάς της».
Δεν είναι το καλύτερο άλμπουμ της Björk, δεν είναι το πιο εύκολο, είναι σκοτεινό και εσωστρεφές και για λίγους και μυημένους, όπως όλα τα τελευταία της, δύσκολα το ακούς ολόκληρο και ακόμα πιο δύσκολα ξαναγυρνάς στα τραγούδια του, αλλά είναι το πρώτο εδώ και αρκετά χρόνια όπου δεν ακούγεται σαν μια αλλοπαρμένη που προσπαθεί να γίνει επιστήμονας του ήχου, προσεγγίζοντάς τον με έναν τρόπο ακαδημαϊκό.
Δεν μπορεί να ξαναγίνει η Björk του «Post» και του «Debut», αλλά αυτήν τη φορά έφτιαξε το πιο γήινο άλμπουμ της από την εποχή του «Vespertine», το πιο υποφερτό και το πιο ανθρώπινο. Μπορεί οι ποπ μέρες της να έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, αλλά στο «Fossora» είναι λιγότερο έργο τέχνης η ίδια και ρίχνει το βάρος στη μουσική της, κι αυτό δεν είναι και λίγο…
Ovule