ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ, τα λεπτοδουλεμένα χαρακτηριστικά της Ντέμπι Χάρι έχουν αποτυπωθεί σε πορτρέτα από καλλιτέχνες, όπως ο Άντι Γουόρχολ που έγινε προσωπικός της φίλος (της είχε διοργανώσει μάλιστα κι ένα πάρτι στο Studio 54 το 1979 για να γιορτάσει την κυκλοφορία του άλμπουμ Heart of Glass) και ο Ρόμπερτ Μάπλθορπ.
Ο Κρις Στάιν επίσης, ο κιθαρίστας με τον οποίο ίδρυσε τους Blondie το 1974 (και που ήταν ο ερωτικός της σύντροφος για πάνω από μια δεκαετία), είναι ένας ταλαντούχος φωτογράφος εκτός από μουσικός και την έχει απαθανατίσει κατά καιρούς στις πιο ειλικρινές της στιγμές. Μερικούς μήνες πριν κλείσει τα 80, μια από τις πιο φωτογραφημένες γυναίκες στο ροκ, είναι περιζήτητη όσο ποτέ: συναυλίες, βιβλία και μια θέση στην πρώτη γραμμή της μόδας.
Τη στιγμή που η Χάρι είχε δει μόνο στο κινητό της τις φωτογραφίες από τη νέα καμπάνια της Gucci στην οποία πρωταγωνιστεί, έμοιαζε εντελώς χαλαρή με δημοσιοποίησή τους. Δεν είναι για εκείνη ο παρανοϊκός έλεγχος στον οποίο επιδίδονται άλλες διασημότητες προκειμένου να διαφυλάξουν και να επιμεληθούν την πολύτιμη προσωπική τους εικόνα. Βοηθάει φυσικά το γεγονός ότι οι φωτογραφίες είναι τραβηγμένες από τη Ναν Γκόλντιν, την διάσημη εικαστικό και ακτιβίστρια που η Χάρι θαυμάζει απεριόριστα.
Σύντομα βυθίστηκε στην υπόγεια μουσική σκηνή του νεοϋορκέζικου downtown, χρειάστηκαν όμως άλλα εννέα χρόνια πειραματισμών προτού ιδρύσει τους Blondie με τον Κρις Στάιν, το 1974 και μερικά ακόμα πριν το Heart of Glass φτάσει στο νούμερο ένα του καταλόγου επιτυχιών στις ΗΠΑ το 1979.
«Χρειάζεται χημεία για να δημιουργηθεί μια σπουδαία φωτογραφία», λέει. «Μόλις το έχεις αυτό –μαζί με καλό φωτισμό– μπορείς να χαλαρώσεις». Για την καμπάνια της Gucci, η Γκόλντιν τη φωτογράφισε μέσα σε ένα ταξί, στο Λονδίνο. «Είναι ένας αρκετά περιορισμένος χώρος», λέει η Χάρι, «όμως η Ναν είναι εξαιρετική και αξιαγάπητη». Η Χάρι βρίσκει πολλούς ανθρώπους αξιαγάπητους, αλλά δεν φοβάται να υποδείξει και τους ανατριχιαστικούς ανθρώπους και τα διάφορα αρπακτικά, όπως έκανε σε διάφορα σημεία στο Face It, την βαθιά ειλικρινή αυτοβιογραφία της που κυκλοφόρησε το 2019.
Δηλώνει ιδιαίτερα ευτυχής για την συνεργασία με την Gucci που δημιούργησε μια τσάντα που φέρει το όνομά της. «Είναι τιμή μου, είναι πραγματικά κολακευτικό, αν και δεν ξέρω αν ο Σάμπατο (ντε Σάρνο, ο creative director της Gucci) με σκεφτόταν πραγματικά όταν σχεδίαζε την τσάντα Blondie, ή αν την ονόμασε έτσι εκ των υστέρων». (Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα αρχειακό σχέδιο της Gucci από τη δεκαετίας του ‘70, το οποίο παρουσιάστηκε εκ νέου κατά τη διάρκεια της έκθεσης Cruise 2025 της Gucci στην Tate Modern, τον Μάιο του 2024).
Γεννημένη ως Angela Trimble το 1945 στη Φλόριντα, υιοθετήθηκε σε ηλικία τριών μηνών από τον Ρίτσαρντ και την Κάθριν Χάρι, ιδιοκτήτες καταστήματος δώρων στο Νιου Τζέρσεϊ και μετονομάστηκε σε Ντέμπορα Αν Χάρι. Παρότι όμως μεγάλωσε σε μεσοαστικό προάστιο, παραμένει πάντα ζόρικο παιδί της πόλης (της Νέας Υόρκης) μια σκληρή Νεοϋορκέζα, που κάποτε φλέρταρε για λίγο και με τον χιπισμό, αλλά αυτό το φλερτ δεν κράτησε. Σύντομα βυθίστηκε στην υπόγεια μουσική σκηνή του νεοϋορκέζικου downtown, χρειάστηκαν όμως άλλα εννέα χρόνια πειραματισμών προτού ιδρύσει τους Blondie με τον Κρις Στάιν, το 1974 και μερικά ακόμα πριν το Heart of Glass φτάσει στο νούμερο ένα του καταλόγου επιτυχιών στις ΗΠΑ το 1979.
Σαράντα χρόνια αργότερα η Μάιλι Σάιρους θα κυκλοφορούσε μια διασκευή του κομματιού τονίζοντας παράλληλα στις συνεντεύξεις της το χρέος που οφείλει η γενιά της στην Ντέμπι Χάρι. Ενώ οι σημερινοί επιφανείς μουσικοί βγάζουν δισεκατομμύρια και μοιάζουν να είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνοι για τις αυτοκρατορίες που έχουν στήσει, η Χάρι και ο Στάιν, όπως κι άλλοι καλλιτέχνες εκείνης της εποχής, εξαπατήθηκαν από τον μάνατζερ τους στις αρχές της δεκαετίας του '80, υπογράφοντας μια σειρά από κακές συμφωνίες που τελικά οδήγησαν στην κατάσχεση της περιουσίας τους από την εφορία ως αποζημίωση για απλήρωτους φόρους.
Ένα συγκρότημα που πούλησε 50 εκατομμύρια δίσκους δεν κατάφερε να εξασφαλίσει για τα μέλη του μια άνετη ζωή. Μετά τη διάλυση των Blondie το 1982, η Ντέμπι Χάρι συνέχισε να εργάζεται για τα προς το ζην, ξεκινώντας μια σόλο καριέρα στη μουσική αλλά και την υποκριτική, η οποία δεν έχει σταματήσει σχεδόν καθόλου μέχρι σήμερα.
Την ρωτάμε αν εύχεται ποτέ να είχε γεννηθεί ποτέ αργότερα ή αν θεωρεί ότι η σημερινή αγοραία ποπ κουλτούρα παραείναι ξενέρωτη για τα γούστα της. «Αναρωτιέμαι γι' αυτό καμιά φορά» μας λέει. «Και πραγματικά δεν έχω απάντηση. Αυτό που μ’ απασχολεί όμως περισσότερο είναι πού βρίσκεται η σημερινή αντικουλτούρα. Η τεχνολογία μπορεί να μας προσφέρει τόσες δυνατότητες, από την άλλη όμως έχουμε πρόσβαση σε τόσα πολλά τώρα αλλά τίποτα δεν έχει χρόνο να ζυμωθεί μέσα μας».
Την απασχολεί η ηλικία της; «Σκέφτομαι καμιά φορά, πώς έχω γεράσει τόσο πολύ, πώς έφτασα σ’ αυτή την ηλικία; Μάλλον επειδή ήμουν τυχερή, τελικά». (Το 2010 είχε πει σε έναν Αυστραλό δημοσιογράφο ότι περίπου οι μισοί από τους ανθρώπους με τους οποίους έκανε παρέα στη δεκαετία του '70 και στις αρχές της δεκαετίας του '80 είναι νεκροί). Ακούγεται το ίδιο αντισυμβατική όπως πάντα. Η ψυχραιμία της για τα χαμένα εκατομμύρια, τα καμένα διαμερίσματα, τις διαρρήξεις, τον εθισμό στα ναρκωτικά, είναι ενθαρρυντική και αποκαλύπτει ένα ιδιαίτερο σθένος. «Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ανησυχώ κι εγώ, έντονα, μερικές φορές», λέει. Αλλά είμαι αρκετά δυνατή. Το σύνθημά μου είναι πάντα "προχωράμε". Δεν το συνιστώ αυτό για όλους, αλλά για μένα λειτουργεί».
Με στοιχεία από The Telegraph