Ουδείς αμφισβητεί σήμερα τον Νίκο Σκαλκώτα ως συνθέτη. Η αξία του έχει αναγνωριστεί διεθνώς. Χαρακτηριστικό το ότι ο διάσημος μαέστρος και πιανίστας Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ τον αποκαλεί «μείζονα εκπρόσωπο του ευρωπαϊκού πολιτισμού» και αφιερώνει στο έργο του σειρά συναυλιών, μεταξύ άλλων με την περίφημη Philharmonie του Βερολίνου, μια πρωτοβουλία που υλοποιήθηκε με τη σύμπραξη θρύλων της μουσικής όπως ο Λεωνίδας Καβάκος.
Αποκρυπτογραφώντας τον βίο αυτού του ιδιοφυούς μουσικού είναι σαφές ότι υπήρξαν άνθρωποι που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην πορεία του, συνοδοιπόροι αλλά και πολέμιοι.
Εμείς, προσπαθώντας να κατανοήσουμε την προσωπικότητα και το έργο του Νίκου Σκαλκώτα, επιχειρούμε ένα οδοιπορικό με ψυχογραφικές φιλοδοξίες και κεντρικό ερώτημα: Ποιος ο ρόλος των «άλλων» στη ζωή και τη δημιουργία του;
Παιδί-Θαύμα
Προερχόμενος από οικογένεια με μουσική παράδοση, ο Σκαλκώτας αποδείχθηκε ταλαντούχος ήδη από την παιδική ηλικία, καθώς στα 5 μόλις χρόνια του κατασκεύασε το πρώτο βιολί και ξεκίνησε να παίζει.
Ο πατέρας του Αλέκος, ο οποίος ήταν φλαουτίστας, ανέλαβε να διδάξει τον μικρό Νίκο που αποδείχτηκε μάλλον απείθαρχος με αποτέλεσμα να επιστρατευτεί ο θείος του, εξαιρετικός μουσικός και αυστηρότερος δάσκαλος, Κώστας Σκαλκώτος.
Η πρόοδος ήταν εντυπωσιακή, εξού και η οικογένεια συσκέφθηκε και απεφάνθη το αυτονόητο, ότι η πρωτεύουσα θα έδινε περισσότερες ευκαιρίες στον Νίκο. Λίγους μήνες μετά, το 1909, μετακομίζουν στην Αθήνα.
Το 1914, γράφεται στο Ωδείο Αθηνών στην τάξη του καλύτερου δασκάλου βιολιού της εποχής, του Tony Schultze. Έξι χρόνια αργότερα, μόλις στα 16 του, αποφοιτούσε με τη σπανιότατη διάκριση του πρώτου βραβείου και χρυσού μεταλλίου, ερμηνεύοντας στις εξετάσεις μοναδικά το «Κονσέρτο για βιολί» του Μπετόβεν.
Όταν κερδίζει την υποτροφία Συγγρού αλλά και την Αβερώφειο Υποτροφία για ανώτερες σπουδές βιολιού στο Βερολίνο, έχει κάνει ήδη τις πρώτες απόπειρες σύνθεσης.
Αθήνα-Βερολίνο
Πηγαίνοντας στο Βερολίνο το 1921, έρχεται σε επαφή με κορυφαίους καθηγητές: Αρχικά βρίσκεται στο τμήμα του περίφημου Γερμανού βιολονίστα Willy Hess ενώ αργότερα επιλέγει να σπουδάσει δίπλα στον –πολυγραφότατο συνθέτη και καθηγητή ανώτερων θεωρητικών– Robert Kahn, ο οποίος ουσιαστικά λειτουργεί για τον Σκαλκώτα ως ο «πρώτος καθηγητής σύνθεσης», όπως σημειώνει ο ίδιος στο βιογραφικό του Γαλλικού Ινστιτούτου.
Έχοντας πλέον αποφασίσει να στραφεί στη σύνθεση, παρακολουθεί από τα τέλη του 1923 έως το 1925 μαθήματα με τον –γνωστό, μεταξύ άλλων, μετέπειτα για την «Όπερα της πεντάρας»– Kurt Weill, δίπλα στον οποίο γράφει τα πρώτα ολοκληρωμένα έργα του.
Ο ίδιος ο Weill τον συστήνει ως εξαιρετική περίπτωση στον έμπειρο Phillipp Jarnach, ο οποίος συμβάλλει μεν στην εξέλιξη του νεαρού συνθέτη αλλά δεν καταφέρνει να επηρεάσει τα βασικά γνωρίσματα της ήδη διαμορφωμένης, έντονης, μουσικής του προσωπικότητας.
Στο Βερολίνο, ο Σκαλκώτας δημιουργεί επίσης σημαντικές προσωπικές σχέσεις. Καταρχάς με τη Mathilde Temko (με την οποία μπορεί να μην παντρεύτηκαν ποτέ αλλά συζούσαν ως σύζυγοι και απέκτησαν δύο παιδιά) αλλά και με συνθέτες, μουσικούς της ελληνικής παροικίας, όπως οι Γιάννης Κωνσταντινίδης, Νέλλη Ασκητοπούλου, Σοφία Ποιμενίδου αλλά και το ζεύγος Σκόκου.
Δίπλα τους ο Σκαλκώτας γίνεται περισσότερο εξωστρεφής ενώ φαίνεται να απολαμβάνει την παρέα αλλά και τις εκδρομές που οργανώνουν σε πόλεις της Ευρώπης.
Η αποδοχή του Σένμπεργκ
Παράλληλα, στα 23 χρόνια του μεταπηδά από την τάξη του Phillipp Jarnach στα σεμινάρια του Arnold Schoenberg, γνωστού για το υψηλό επίπεδο διδασκαλίας αλλά και τις μεγάλες απαιτήσεις από τους μαθητές του, για τους οποίους είχε πει: «Η αυστηρότητα των απαιτήσεών μου ήταν τόση, ώστε ελάχιστοι από τους εκατοντάδες των μαθητών μου έγιναν συνθέτες. Berg, Webern, Σκαλκώτας (και επτά ακόμα ονόματα)... Εγώ τουλάχιστον μόνο γι' αυτούς έχω ακούσει ότι τα κατάφεραν».
Δίπλα στον σπουδαίο, ριζοσπαστικό δάσκαλο, ο Σκαλκώτας εξερευνά την ατονικότητα και τον δωδεκαφθογγισμό αλλά παράλληλα μαθαίνει να σέβεται την παράδοση, ως πηγή και βάση για τη ριζική ανανέωση της μουσικής.
Λέγεται, άλλωστε, ότι ο Schoenberg μπορούσε να διαγνώσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και γνωρίσματα των μαθητών του και επέλεγε να τα ενισχύει, προτρέποντάς τους να ανακαλύψουν τη δική τους προσωπικότητα ως συνθέτες.
Έτσι, ο Νίκος Σκαλκώτας εξελίσσει το προσωπικό του στυλ γραφής και τα έργα του ερμηνεύονται πλέον στις περίφημες συναυλίες της τάξης, τις οποίες παρακολουθεί με ενδιαφέρον η αφρόκρεμα της κλασικής και συμφωνικής μουσικής στο Βερολίνο.
Η περίοδος της μαθητείας του δίπλα στον πρωτοπόρο Schoenberg (1927-1931) αποτελεί την πιο άνετη οικονομικά, δημιουργική αλλά και εξωστρεφή φάση που είχε περάσει έως τότε ο Έλληνας συνθέτης.
Η γενναία υποτροφία του Εμμ. Μπενάκη του έδωσε τη δυνατότητα όχι μόνο να παραμείνει στη Γερμανία αλλά και να δημιουργήσει μια αξιόλογη μουσική βιβλιοθήκη. Η σχέση του με τη σύντροφό του Temko κυλούσε ομαλά ενώ η αναγνώριση του συνθετικού του έργου μεταξύ των συμμαθητών αλλά και του κοινού τού έδινε μεγάλη αυτοπεποίθηση, διευρύνοντας τον κύκλο γνωριμιών του.
Επιστροφή στις ρίζες
Τίποτα δεν προμήνυε τις εξελίξεις του καλοκαιριού του 1931. Η μαθητεία δίπλα στον Schoenberg ολοκληρώνεται και ενώ το επόμενο βήμα διαφαίνεται λαμπρό, η υποτροφία ξαφνικά διακόπτεται και τον πνίγουν τα οικονομικά προβλήματα.
Ο Σκαλκώτας κλείνεται στον εαυτό του και –κυριολεκτικά– ζητά από όλους τους φίλους να κόψουν κάθε επαφή μαζί του. Το ίδιο απαιτεί και από τη Γερμανίδα σύντροφό του, μητέρα της Άρτεμης και ενός βρέφος που χάθηκε στη γέννα.
Στο εξής σταματά να ανοίγει τις επιστολές και να απαντά στις παρακλήσεις να ξαναβρεθούν. Τη συναισθηματική αυτή κατάρρευση ακολουθεί και μια περίοδος 4 ετών δημιουργικής σιωπής.
Το 1933 φεύγει οριστικά για την Αθήνα χωρίς να ενημερώσει ούτε καν τη σπιτονοικοκυρά του. Αφήνει, όμως, πίσω τη σημαντική του βιβλιοθήκη, όλα τα μουσικά του χειρόγραφα (πολλά από τα οποία ανασύνθεσε αργότερα από μνήμης) αλλά και τα περισσότερα υπάρχοντά του.
Αρχικά αισιόδοξος ότι στην πατρίδα τον περιμένει μια καλύτερη τύχη, καθώς πολλοί παλιοί γνωστοί από το Βερολίνο βρίσκονταν πια σε καίριες θέσεις, δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα που αντιμετωπίζει.
Το μουσικό κατεστημένο της εποχής γνωρίζει πολύ καλά τις εξαιρετικές του ικανότητές. Ότι δηλαδή, όπως γράφει ο Γιάννης Παπαϊωάννου στον Α' τόμο του βιβλίου του για τον Νίκο Σκαλκώτα, «μπορούσε να συνθέτει στο υψηλότερο επίπεδο, να διασκευάζει και να ενορχηστρώνει, να διευθύνει ορχήστρα (και άλλα σύνολα), να παίζει κατά υπερθετικό τρόπο βιολί, επίσης πιάνο, να διδάσκει κ.ο.κ.».
Πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι ήταν ακριβώς αυτά τα εντυπωσιακά προσόντα που έκαναν τους παλιούς φίλους να αισθανθούν ότι απειλούνται και να οργανώσουν τη λεγόμενη «μεγάλη συμπαιγνία» εναντίον του, «εξορίζοντάς» τον τελικά στα τελευταία αναλόγια των Ορχηστρών (Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, Ορχήστρα Λυρικής, Ορχήστρα Ραδιοφωνίας) για να κερδίζει τα προς το ζην.
Η συνεχής απόρριψη από το μουσικό κατεστημένο σε συνδυασμό με τις οικονομικές δυσκολίες τον οδηγούν σε βαθιά μελαγχολία. Αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε ίσως κατάθλιψη ή ψυχοσωματικά προβλήματα τον ρίχνει για καιρό στο κρεβάτι χωρίς κάποιο παθολογικό αίτιο.
Εκείνη την εποχή φουντώνουν οι φήμες ότι είναι τρελός και η μουσική του παλαβή, ακαταλαβίστικη, αντίθετη προς όλους τους κανόνες της «καλής μουσικής».
Ατέλειωτη έμπνευση - Άδοξο τέλος
Ο πατέρας του, Αλέκος, προσπαθώντας να τον εμψυχώσει του προτείνει να συνθέσει μερικούς ελληνικούς χορούς για Ορχήστρα. Για καλή μας τύχη, θα τον ακούσει και το 1934/35 θα ξεκινήσει να συνθέτει τους περίφημους «36 Ελληνικούς Χορούς».
Ακολουθεί μια περίοδος μεγάλης παραγωγικότητας καθώς μέχρι το 1945 συνθέτει έργα που ξεπερνούν τα 100. Σταδιακά, ανακτά μέρος της χαμένης του κοινωνικής ζωής ξεκινώντας να συναντιέται με ορισμένους συναδέλφους της ορχήστρας σε συνοικιακά ταβερνάκια, χωρίς όμως ποτέ να γίνει δεκτός στους κύκλους της «σοβαρής» μουσικής της εποχής.
Το 1946 παντρεύεται την πιανίστρια Μαρία Παγκαλή κι έναν χρόνο αργότερα έρχεται στη ζωή ο γιος τους Αλέκος, που διακρίθηκε ως ζωγράφος. Ακολουθεί μια νέα περίοδος δημιουργικής σιωπής, αλλά από το 1949 αρχίζει να συνθέτει με τους παλιούς του ρυθμούς νέα έργα ενώ παράλληλα ενορχηστρώνει παλαιότερα.
Δύο ημέρες πριν από τη γέννηση του δεύτερου γιου του, ο οποίος φέρει το όνομά του και υπήρξε πρωταθλητής Ελλάδος στο σκάκι, ο Νίκος Σκαλκώτας αφήνει την τελευταία του πνοή από μια περιεσφιγμένη κήλη την οποία είχε αμελήσει, απορροφημένος από τη δημιουργική διαδικασία.
Μάλιστα λέγεται ότι την προηγούμενη του θανάτου του επισκέφθηκε το Δημοτικό Νοσοκομείο του Δήμου Αθηναίων για να εξεταστεί. Περίμενε στην ουρά ώσπου το ιατρείο έκλεισε στη μία, οπότε έφυγε για να επιστρέψει την επομένη.
Δεν εκμεταλλεύτηκε ούτε τη γνωριμία με τον γιατρό (από τον καιρό του Βερολίνου) για να περάσει μπροστά στην ουρά, ούτε είχε την οικονομική δυνατότητα να επισκεφτεί έναν ιδιώτη γιατρό, καθώς είχε ήδη κλείσει θέση στο μαιευτήριο για την ετοιμόγεννη γυναίκα του.
Όταν το βράδυ τον έπιασαν οι πόνοι τύλιξε το στόμα του με πετσέτες για να μην τον ακούσει η γυναίκα του, ταραχτεί και θέσει σε κίνδυνο το αγέννητο παιδί τους.
Έτσι άδοξα έφυγε από τη ζωή ο Νίκος Σκαλκώτας, έχοντας βιώσει την περιφρόνηση από τους ομότεχνούς του στην Ελλάδα, τραυματίζοντας τον εύθραυστο ψυχισμό του.
Τι ειρωνεία όμως... Ο θάνατός του –20 Σεπτέμβρη του 1949– στη χώρα που τρώει τα παιδιά της, θα άνοιγε ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια στη μουσική ιστορία μας με τις ευλογίες σύσσωμης της μουσικής διανόησης, που έκτοτε αποθεώνει τη δημιουργική του πρωτοπορία.
Info
Αφιέρωμα στο Έτος Σκαλκώτα
Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2019, 20:30
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης
σχόλια