Η φετινή Record Store Day (RSD), η παγκόσμια ημέρα των δισκοπωλείων και κατ’ επέκταση των δίσκων βινυλίου 33 1/3 και 45 στροφών, θα γιορταστεί σε δύο δόσεις. Η πρώτη είναι σήμερα, 12 Ιουνίου, ενώ η δεύτερη θα είναι στις 17 Ιουλίου.
Με αφορμή την RSD θα ανατρέξουμε στο παρελθόν, στο 1951, για να δούμε τι εντύπωση είχαν δημιουργήσει, τότε, οι νέοι δίσκοι βινυλίου, σε όσους είχαν συνηθίσει την προηγούμενη τεχνολογία – των δίσκων, που ήταν κατασκευασμένοι από ένα μίγμα γομαλάκας (σέλακ) και που έστριβαν, στα γραμμόφωνα και τα ραδιογραμμόφωνα, στις 78 στροφές.
Σ’ αυτό το ταξίδι στο παρελθόν θα μας οδηγήσει ένα χρονογράφημα της εκδότριας και δημοσιογράφου Ελένης Βλάχου (1911-1995), που είχε δημοσιευθεί, πριν από 70 χρόνια, στην εφημερίδα «Καθημερινή».
Πριν, όμως απ’ αυτό, ας δούμε μερικά βασικά ιστορικά στοιχεία για τους δίσκους βινυλίου, όπως καταγράφονται στο βιβλίο του Νίκου Πατηνιώτη «Ιστορία της Μουσικής Παραγωγής / Οι εταιρείες, οι τεχνολογίες και τα πρόσωπα που άλλαξαν τον ήχο» [fagotto books, 2017]. Διαβάζουμε, αρχικά, σε σχέση με τους πρώτους 10ιντσους δίσκους βινυλίου 33 1/3 στροφών:
«Στις 21 Ιουνίου 1948 ο Edward Wallerstein (1891-1970), διευθυντής του τμήματος ανάπτυξης νέων τεχνολογιών της Columbia Records, παρουσίασε για πρώτη φορά στο κοινό το νέο μέσο αποθήκευσης, σε μια κατάμεστη από κόσμο αίθουσα του ξενοδοχείου Waldorf Astoria. Ο νέος δίσκος της Columbia είχε διάμετρο 10 ιντσών (25,4 εκ., στρογγυλοποιημένα 25 εκ.) και χρειαζόταν 33 1/3 σταθερές στροφές ανά λεπτό.
Το 1951, εποχή όπου οι δίσκοι βινυλίου αρχίζουν να κατακτούν, σιγά-σιγά, την «παγκόσμια αγορά», στην Ελλάδα είναι ακόμη άγνωστοι, καθώς το εργοστάσιο της Columbia, στον Περισσό, εξακολουθούσε να τυπώνει μόνον δίσκους 78 στροφών.
Μολονότι οι αρχικές εντυπώσεις του ειδικού κοινού που παρακολούθησε την παρουσίαση δεν ήταν οι αναμενόμενες, προς το τέλος της επίδειξης, και έπειτα από 4 περίπου ώρες ακροάσεων διαφόρων μουσικών δειγμάτων, το κλίμα αντιστράφηκε, καθώς όλοι έμοιαζαν να έχουν πειστεί πλέον για τον εμπορικό θρίαμβο, που διαφαινόταν μέσω της νέας τεχνολογίας.
Όλοι συνειδητοποίησαν ότι η επιλογή του πολυβινυλοχλωριδίου ή απλά βινυλίου, αντί της γνωστής γομαλάκας, ως υλικού κατασκευής είχε αυξήσει τη συνολική χωρητικότητα του μέσου στα 15 λεπτά ανά πλευρά. Παράλληλα, η απουσία του χαρακτηριστικού θορύβου “hiss noise” προσέδιδε ακόμη μεγαλύτερη αξία στην ηχητική αναπαραγωγή.
Η επίτευξη της αύξησης της χωρητικότητας οφειλόταν, αποκλειστικά, στην τεχνολογία των “μικροαυλακώσεων” (microgroove), η οποία εξασφάλιζε από 224 έως 330 στενές αυλακώσεις ανά πλευρά, σε αντίθεση με εκείνες του δίσκου γραμμοφώνου που έφταναν περίπου τις 85».
Τον επόμενο μήνα (Ιούλιος 1948) η Columbia θα παρουσίαζε και τον πρώτο δίσκο βινυλίου 12 ιντσών αυτή τη φορά, και 33 1/3 στροφών εννοείται, το γνωστό μας σήμερα LP.
Τι γινόταν, όμως, με τους δίσκους βινυλίου 45 στροφών ή επτάιντσα ή singles ή σαρανταπεντάρια; Πότε εμφανίστηκαν αυτοί οι δίσκοι για πρώτη φορά; Και πάλι από το βιβλίο του Νίκου Πατηνιώτη:
«Έναν χρόνο μετά την επίσημη παρουσίαση του πρώτου LP από την Columbia η εταιρεία RCA-Victor –η οποία τηρούσε σιγήν ιχθύος έως τότε– ανταπάντησε με έναν μικρότερο δίσκο βινυλίου, συνολικής διαμέτρου 7 ιντσών (17,78 εκ., στρογγυλοποιημένα 17,5 εκ.) και 45 στροφών. Μολονότι οι συγκεκριμένοι δίσκοι βασίζονταν στην προγενέστερη τεχνολογία microgroove, οι ηχητικές προδιαγραφές αναπαραγωγής τους ήταν διαφοροποιημένες σε σχέση με αυτές των LP, ενώ η συνολική τους χωρητικότητα ανά πλευρά έφτανε τα 4 λεπτά, και βέβαια δεν είχαν δυνατότητα αναπαραγωγής σε πλατό γραμμοφώνου 78 στροφών».
Το 1951, εποχή όπου οι δίσκοι βινυλίου αρχίζουν να κατακτούν, σιγά-σιγά, την «παγκόσμια αγορά», στην Ελλάδα είναι ακόμη άγνωστοι, καθώς το εργοστάσιο της Columbia, στον Περισσό, εξακολουθούσε να τυπώνει μόνον δίσκους 78 στροφών.
Βεβαίως, κάποια στιγμή, θα έκαναν την εμφάνισή τους οι «εισαγωγής», αλλά ελληνικής κατασκευής 45άρια και LP θα «κόβονταν» μετά το 1955 (πρώτα 7ιντσα EP, μετά 7ιντσα singles και τελευταία 10ιντσα και 12ιντσα LP), όταν θα εκσυγχρονίζονταν σταδιακώς οι εγκαταστάσεις της Columbia.
Άρα, λοιπόν, το 1951, ήταν μια πολύ πρώιμη εποχή για τους δίσκους βινυλίου στην Ελλάδα – παρότι κάποιοι μουσικόφιλοι θα τους ανακάλυπταν στο εξωτερικό. Μια τέτοια εμπειρία περιγράφει η Ελένη Βλάχου στο χρονογράφημά της, στην «Καθημερινή» του 1951, όταν επισκέφθηκε ένα δισκοπωλείο στην Νέα Υόρκη, ερχόμενη για πρώτη φορά σε επαφή με το νέο προϊόν.
ΔΙΣΚΟΙ 1951
– Έχετε τραγούδια της Εντίθ Πιάφ σε δίσκους γραμμοφώνου;
Στο μεγάλο μαγαζί της Νέας Υόρκης ο υπάλληλος μού απαντά μυστηριωδώς:
– Βεβαίως. Τα θέλετε επάνω σε σελάκ ή σε Κολούμπια με τις 33 1/3 στροφές. Γιατί η Βίκτωρ με τις 45 στροφές δεν τα έχει εκδώσει...
– Τα θέλω –επιμένω ζαλισμένα– επάνω σε δίσκους. Δίσκους για ραδιογραμμόφωνο.
– Για παλιό; Στάνταρντ;
– Τι θα πει παλιό; Κοτζάμ έπιπλο, που έχει και μηχάνημα αυτομάτου αλλαγής δίσκων. Καινούργιο και σπουδαίο...
– Με 78 στροφές δεν γυρίζει ο δίσκος σας;
– Νομίζω...
– Ε, είναι το παλιό. Δεν παίζει τις καινούργιες πλάκες. Όπου να είναι θα είναι σχεδόν άχρηστο.
Με το χαμόγελο μού διαλύει κάθε υπερηφάνεια για την ιδιοκτησία μου.
– Κοιτάτε... (εξακολουθεί).
Και βγάζει από το συρτάρι ένα στρογγυλό γυαλιστερό δίσκο, μικρό σαν πιατάκι τού γλυκού και τον πετάει στο πάτωμα. Μου τον δίνει. Είναι ελαφρός σαν χαρτί.
– Αυτές είναι οι πλάκες της εταιρείας Βίκτωρ. Έχουν θαυμάσια μουσική απόδοση, δεν σπάνε, δεν χαλάνε, είναι φθηνές, αιώνιες, δεν πιάνουν τόπο. Αλλά παίζουν μόνο σε γραμμόφωνο, που γυρίζει με 45 στροφές στο λεπτό...
– Θαυμάσιες... ομολόγησα. Ιδίως για ταξιδιώτη που θέλει να τις μεταφέρει αεροπορικώς...
– Χμ! Όχι και τόσο... (με διακόπτει). Σας τις έδειξα, αλλά δεν είναι σπουδαίες. Αυτές εδώ κοιτάτε. Της Κολούμπια.
– Ίδιες μοιάζουν, μόνον που είναι μεγάλες σαν τις παλιές... Όχι;
Έβαλε την λεπτή, ελαφριά πλάκα σε ένα μηχάνημα και μια πλούσια, θερμή μουσική γέμισε την κάμαρα. Θαυμάσιος ήχος, καθαρός, δυνατός, γεμάτος. Μια μεγάλη ορχήστρα έπαιζε ένα βαλς του Στράους, όλο πλούσιο, φωτεινό, χαρούμενο ρυθμό. Ένα βαλς, κι ύστερα άλλο και τρίτο και τέταρτο.
– Πόση ώρα παίζει;
– Η κάθε πλάκα 30 λεπτά της ώρας! Φανταστείτε: η Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν ολόκληρη επάνω σε ένα μόνο δίσκο. Καμιά διακοπή πλέον... Θέλετε σοβαρή μουσική; Μουσική χορού; Με οκτώ δίσκους «μικροχαραγμένους» Κολούμπια έχετε με το αυτόματο μηχάνημα αλλαγής δίσκων τέσσερις ώρες αδιάκοπης μουσικής. Έχουμε δίσκους με ελαφριά μουσική τσιγγάνικη για γεύμα, διαλογές, ρεσιτάλ, συναυλίες, οπερέτες ολόκληρες σε μια μόνη πλάκα...
– Και γιατί δεν μπορώ να τους παίξω στο παλιό γραμμόφωνο;
– Γιατί αυτοί οι δίσκοι θέλουν μηχάνημα ακόμη πιο σιγανό, με 33 στροφές το λεπτό. Εσείς με το παλιό σας γραμμόφωνο μόνο δίσκους σέλακ μπορείτε να μεταχειρισθείτε. Άλλωστε, πολύς κόσμος ακόμη αγοράζει δίσκους σέλακ.
Και δήθεν άρχισε να με παρηγορεί. Του κάκου. Είχα μπει στο μαγαζί κάτοχος ενός συγχρονισμένου και πολύτιμου μηχανήματος και μέσα σε λίγα λεπτά είχα βρεθεί με μιαν άχρηστη ξεπερασμένη ιδιοκτησία, με ένα οργανέτο, μια γκραν-κάσα, ένα αντιπαθές αδέξιο κουτί. Έφυγα, πολύ αργότερα, με διάφορα σιδερικά τα οποία είχαν ως προορισμό να το συγχρονίσουν. Με κυλίνδρους, ροδίτσες, ελατήρια, βίδες, μυστήρια και φυλλάδια γεμάτα πυκνογραμμένες οδηγίες.
Πάντως, μπορώ να σας πω ότι μέχρι στιγμής η εφαρμογή δεν έχει προχωρήσει. Ο γνωστός μου μηχανικός, που το εφαρμόζει, επιμένει ότι το κύριο σιδερικό δεν χρειάζεται... «Δεν ξέρουν αυτοί οι Αμερικάνοι», μου λέει εμπιστευτικά. Αυτά εδώ δουλεύουν περίφημα, χωρίς αυτά τα «λεβιέ-ταχύτητας».
Το κοιτάζει με οικειότητα. Και ας είναι το πρώτο που βλέπει και ας μην έχει δουλέψει ακόμη...
Να δούμε!!