Πηγαίνοντας να συναντήσω τον Σταύρο Σιόλα στο Γκάζι, σκέφτομαι ότι είναι ένας από τους λίγους συνθέτες που τα τραγούδια του είναι τόσο διαφορετικά το ένα από το άλλο, τραγούδια που παίζονται εδώ και χρόνια διαρκώς στα ραδιόφωνα. «Της Άρνης το νερό», ο «Γεροπλάτανος, τα «Διόδια» και τελευταία του επιτυχία "Σαν Χουάν", κανένα από αυτά δεν τα λες εύκολα τραγούδια. Τον συναντάω στη γειτονιά όπου μεγάλωσε και μου κάνει και μια ξενάγηση στο μέρος στο οποίο έπαιζε μικρός, που τώρα είναι έρημο, με τα μαγαζιά κλειστά και την πιο πολύβουη πλατεία της Αθήνας ήσυχη όσο ποτέ άλλοτε.
— Ήσουν κοινωνικό παιδί, είχες παρέες;
Ήμουν κλειστό παιδί, φορούσα μαύρα και ήθελα να είμαι αόρατος στο σχολείο. Καθόμουν σε μια άκρη και παρατηρούσα.
— Τι μουσική άκουγες;
Ακούγαμε στα ραδιόφωνα τις επιτυχίες της εποχής, Γλυκερία, Νταλάρα, και έλεγα ότι η αγαπημένη μου ήταν η Βίκυ Μοσχολιού. Και τώρα το λέω, αλλά τώρα ξέρω γιατί. Δεν ακούγαμε κάτι συγκεκριμένο. Δεν έκανα μουσική από μικρός. Όταν έφευγαν οι γονείς μου, έπαιζα μόνος μου θέατρο και τραγουδούσα στον καθρέφτη, αλλά δεν είχα σκεφτεί να γίνω ούτε ηθοποιός ούτε τραγουδιστής.
— Τι τραγουδούσες;
Wham.
Εγώ άρχισα να καταλαβαίνω τη σχέση μου με τη μουσική όταν κατάλαβα ότι αυτό που μουρμουρίζω δεν είναι κανενός, είναι δικό μου. Έτσι έγραψα και τραγούδια, μουρμουρίζοντας.
— Και το θέατρο, οι εξετάσεις στη σχολή πώς προέκυψαν;
Ξεκίνησα να δώσω εξετάσεις τέταρτη δέσμη, οικονομικά, και μια φιλόλογος, που με συμπαθούσε και με είχε προσέξει, μου είπε να κάνω κάτι σχετικό με την τέχνη και αποφάσισα να δώσω εξετάσεις σε δραματική σχολή.
— Οι γονείς σου τι είπαν;
Δεν τους άρεσε, δεν τρελάθηκαν, αλλά ο γλυκός μου ο πατέρας το πλήρωσε, εννοώ πλήρωσε τα δίδακτρα για να πάω να σπουδάσω αυτό που ήθελα. Πλήρωσε και την προετοιμασία, γιατί δεν μπήκα με την πρώτη. Πήγα να δώσω εξετάσεις την πρώτη χρονιά στο Εθνικό και είχα σκηνοθετήσει τον εαυτό μου να πηγαινοέρχομαι λέγοντας έναν μονόλογο από τον «Υπηρέτη δυο αφεντάδων». Πήγα-ήρθα καμιά δεκαριά φορές, δεν μπόρεσα να ανοίξω το στόμα μου, δεν μίλησα ποτέ, ούτε καν να τραγουδήσω δεν μπορούσα, μουγγάθηκα κι έφυγα όπως πήγα. Ετοιμάστηκα και ξανάδωσα την επόμενη χρονιά και μπήκα στο Τέχνης.
— Τη σχέση σου με τη μουσική την κατάλαβες όταν ήσουν στη σχολή;
Είχα τον Κώστα Χρονόπουλο καθηγητή, διανοούμενο με συναίσθηση και ενόραση, και μου είπε ότι έπρεπε να κάνω μουσική. Εγώ τραγουδούσα μόνος μου πάντα. Άκουγαν μια φωνή σαν να ψέλνει. Σκέψου ότι όταν πήγαμε πενταήμερη στην Κύπρο με το σχολείο και ακουγόταν η φωνή του μουεζίνη από ένα τζαμί, φώναζαν «σκάσε, Σιόλα», νόμιζαν ότι τραγουδούσα πρωί-πρωί. Όργανο δεν ήξερα, έκανα αργότερα πιάνο, ούτι, βυζαντινή μουσική, πολυφωνικά Ηπείρου, φωνή στο Ελληνικό Ωδείο, αλλά θεωρώ τον εαυτό μου αυτοδίδακτο.
— Τη σχέση σου με τη μουσική πώς την κατάλαβες εσύ, πέρα από αυτά που σου έλεγαν οι άλλοι;
Εγώ άρχισα να καταλαβαίνω τη σχέση μου με τη μουσική όταν κατάλαβα ότι αυτό που μουρμουρίζω δεν είναι κανενός, είναι δικό μου. Έτσι έγραψα και τραγούδια, μουρμουρίζοντας.
— Τι σε ενδιέφερε να γράψεις;
Δεν μπορώ να το απαντήσω ακριβώς αυτό. Έπαιρνα αυτό που με αφορούσε για να φτιάξω κάτι δικό μου, δεν ήθελα να υπηρετήσω ένα είδος ‒ αυτό ήθελα από την αρχή, αυτό κάνω και τώρα. Δηλαδή υπάρχουν σε αυτό που γράφω τα στοιχεία απ’ όλα τα τραγούδια που άκουγα και έχουν εγγραφεί μέσα μου και με έχουν συγκινήσει και αυτή την ίδια συγκίνηση που έχω νιώσει προσπαθώ να τη μεταφέρω στους άλλους. Με την ίδια λειτουργία συγκινούμε εμείς οι δημιουργοί τους άλλους.
— Αν σε ρωτήσω σήμερα ποια είναι η φιλοδοξία σου, τι θα πεις;
Εμένα δεν με ενδιαφέρει να με γνωρίζουν παρά μόνο για τη μουσική και τη δουλειά μου. Βεβαίως και παίρνει ο καθένας μας θέση και στη ζωή του και στην κοινωνία, αλλά δεν με νοιάζει η ατάκα, να λες κάτι για να σε προσέχουν, βαριέμαι. Πρέπει να είσαι λίγο φιλόδοξος για να παλέψεις αυτό που αγαπάς, αλλά δεν με λες και φιλόδοξο, δεν θα κάνω κάτι για να γίνω πιο γνωστός, που θα με πιέσει ή δεν θα έχει νόημα.
— Μου λες πώς αποφάσισες να πας στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης;
Πριν πάω στο φεστιβάλ, είχα κάνει έναν δίσκο με τον Γιάννη Πετρίδη και τον Κώστα Ζουγρή στη Virgin, όπου είχαν ακούσει ένα CD που είχα στείλει, δεν με ήξεραν. Και έκαναν σε ένα νέο άνθρωπο, που δεν γνώριζαν καν τι θα κάνει στο μέλλον, κανονική παραγωγή, ξόδεψαν, επένδυσαν ‒ αυτά ακούγονται εξωπραγματικά σήμερα. Εγώ τότε ήμουν και λίγο στον κόσμο μου, δεν το καταλάβαινα, δεν είχα συναίσθηση. Σκέψου ότι πήρα το συμβόλαιο που υπέγραψα, πήγα στην τουαλέτα πριν φύγω από την εταιρεία και το ξέχασα επάνω στο καζανάκι.
Σταύρος Σιόλας, Βιολέτα Ίκαρη - Φωνές Θιάσου
— Έκανε επιτυχία ο δίσκος;
Έκανε, με τον «Γεροπλάτανο», που δεν έχει σταματήσει να ακούγεται από τότε που βγήκε μέχρι σήμερα. Και μετά, όταν έγινε η αναβίωση του φεστιβάλ στη Θεσσαλονίκη, είχα ένα τραγούδι για την «Αγγέλα» του Σεβαστίκογλου που θα κάναμε στο ΔΗΠΗΘΕ Αιγαίου με τον Κώστα Καπελώνη και είπα «γιατί όχι;». Και το ’στειλα. Όχι ότι είχα ελπίδες με ένα μοιρολόι. Αλλά με πήραν και τελικά κέρδισε και δύο βραβεία, πράγμα για το οποίο είμαι ευγνώμων. Είχα μια ευκαιρία, αλλιώς ποιος ξέρει πού θα βολόδερνα! Και μια και μιλάμε για το φεστιβάλ, είναι κρίμα να μην υπάρχει ένας τέτοιος θεσμός και να υπάρχουν μόνο οι μουσικές «ακαδημίες» στην τηλεόραση.
— Σου έφερε επιτυχία, αναγνωρισιμότητα το βραβείο;
Ήταν η πρώτη χρονιά της αναβίωσης του φεστιβάλ και στη Θεσσαλονίκη, ας πούμε, σε ήξεραν όλοι. Πήρα ένα λεωφορείο και άκουγα μια παρέα να λέει «ρε συ, αυτός είναι» και έναν άλλο να απαντάει «αποκλείεται, αν ήταν αυτός, θα έμπαινε στο λεωφορείο;». Αυτό δείχνει και μια εικόνα που έχουμε για τους τραγουδιστές, ότι, εκτός από διάσημοι, είναι και πλούσιοι.
— Πώς πήγε μια καριέρα που ξεκίνησε με τον «Γεροπλάτανο» και συνεχίστηκε με το «Νερό της Άρνης»;
Κοίταξε, αν έκανα αυτά που ήθελαν, μέχρι να πεθάνω θα έλεγα μοιρολόγια. Ένα σύστημα, είτε δισκογραφία λέγεται είτε όπως αλλιώς, θέλει να σε εντάξει, να σε βάλει σε μια κατηγορία, για να διευκολυνθεί. Στη δική μου περίπτωση δεν μπορούσαν να διαχειριστούν ούτε το τραγούδι ούτε εμένα. Αν ξεκινούσα σήμερα, ίσως υπήρχε περισσότερος χώρος λόγω Ίντερνετ. Δηλαδή ένιωθα σαν να είχα ζήσει το δεκαπεντάλεπτο της δημοσιότητας και έβλεπα την αμηχανία που υπήρχε.
Ο Σταύρος Σιόλας τραγουδάει «Της Άρνης το Νερό» στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, 2006.
— Σε ανησύχησε αυτό;
Όχι, το περίμενα, μου είχε αναγνωριστεί και το τραγούδι και η υπέρβαση, αλλά θα ήθελαν να κάνω συνεχώς αυτό. Με τον επόμενο δίσκο έφτασα στο άλλο άκρο, το παράκανα, γιατί δεν ήθελα να επαναλάβω τον εαυτό μου, να γίνω μονότονος.
— Σου κόστισε;
Μου κόστισε, γιατί δεν έκανα έναν δίσκο με μοιρολόγια, αποκεί υποτίθεται με ήξερε το κοινό. Αλλά δεν με πείραξε, συνέχισα να κάνω και να πειραματίζομαι με αυτό που θέλω κι έτσι τα τραγούδια μου είναι διαφορετικά το ένα από το άλλο, δηλαδή όπως με ενδιαφέρει να κάνω τραγούδια. Και πρέπει να ομολογήσω ότι δεν είναι εύκολα τραγούδια, ούτε έχουν εύκολο στίχο. Αν είναι να έρθει η επιτυχία, θα έρθει, δεν μπορεί να σκέφτεσαι την επιτυχία όταν γράφεις, να κυνηγάς την ουρά σου και να βασανίζεσαι αν θα αρέσεις στον πολύ κόσμο. Για μένα, ένας συνθέτης έχει σοβαρή παρουσία όταν μπορεί να κάνει διαφορετικά τραγούδια, που όλα όμως έχουν ένα στίγμα και συνδέονται, χωρίς να είναι επαναλήψεις το ένα του άλλου, κόπιες.
— Εσύ επιδιώκεις να γράφεις διαφορετικά τραγούδια;
Δεν έχω αποφασίσει να κάνω διαφορετικά τραγούδια, προκύπτει από τον τρόπο που δημιουργούνται. Δηλαδή, παίρνω ένα κείμενο, μου έρχεται ένας στίχος που με συγκινεί, είναι η ιστορία, η εξομολόγηση ενός ήρωα. Πρέπει να υπηρετήσω αυτό που διαβάζω και με συγκίνησε. Έτσι προκύπτει το τραγούδι και η ατμόσφαιρα και το είδος του. Ούτε το ύφος της μουσικής μου είναι προαποφασισμένο. Είναι κάπως ιδεοληπτικό να υπηρετείς ένα είδος, σαν να είναι εμμονή, ατζέντα. Έτσι δεν θα μπορούσα να γράψω ούτε νότα.
— Με το τραγούδι σήμερα τι γίνεται;
Έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα σήμερα, το ελληνικό τραγούδι είναι εγκλωβισμένο και δεν μπορεί να ανανεωθεί. Αυτό οφείλεται κυρίως στην πρόσβαση, που στα μέσα είναι κλειδωμένη εδώ και χρόνια. Από την άλλη, το YouTube δεν μπορεί να βοηθήσει, είναι ένα χάος, αν κάποιος δεν σου υποδείξει ένα τραγούδι, δεν το παίρνεις είδηση και τα νέα παιδιά, οι νέοι άνθρωποι, δεν έχουν τρόπο, βήμα, να παρουσιάσουν έργο. Στο ραδιόφωνο καινούργια τραγούδια επιτρέπονται σε πολύ μικρή ποσόστωση, έτσι φτάνουν στ’ αυτιά σου πολύ-πολύ λίγα από αυτά που βγαίνουν. Οι δισκογραφικές εταιρείες όχι μόνο δεν πληρώνουν, αλλά ζητάνε και λεφτά μόνο για να σου παραχωρήσουν το label τους, τις πλατφόρμες για να ανεβάσεις τραγούδια. Δηλαδή, ένας άνθρωπος πρέπει να πληρώσει, να κάνει όλη την παραγωγή και μετά να πληρώσει και το πρόμο, που είναι πανάκριβο.
— Το κοινό πώς το αντιλαμβάνεται όλο αυτό;
Το κοινό, και βάζω και τον εαυτό μου μέσα, έχει μια λαγνεία με το παρελθόν, μια νοσταλγική σχέση με τους μεγάλους μας τραγουδιστές, από την οποία δύσκολα θα αποκολληθεί. Παρ’ όλα αυτά, μπορείς, νομίζω, να εκπαιδεύσεις το κοινό που έχει ανάγκη για καινούργια πράγματα, και τραγούδια και ύφος και πρόσωπα και φωνές. Είναι επικίνδυνο όταν δεν συμβαίνει αυτό, γιατί βαλτώνει το τραγούδι. Νομίζω πως έχει βαλτώσει ήδη, χρειάζονται να ακουστούν καινούργιοι δημιουργοί και να ανανεωθεί. Γιατί οι νέοι δημιουργοί δυσκολεύονται πολύ και το έδαφος δεν είναι εύφορο.
— Η καραντίνα αποτυπώθηκε με κάποιον τρόπο στα τραγούδια σου;
Ένα τραγούδι έχω γράψει που το συνδέω με την κοινωνική κατάσταση, αλλά μέσα στην κρίση, λίγο παλιότερα, την «Προσμονή». Δεν καταγράφω την πραγματικότητα μέσα από τα τραγούδια μου, δεν μου αρέσει ο ρεαλισμός, τον ζούμε καθημερινά κι εγώ θέλω να ξεφεύγω από αυτό, να ταξιδεύω, γιατί η πραγματικότητα μας τσακίζει, δεν με εμπνέει. Αυτό δεν σημαίνει ότι η κρίση ή η πανδημία δεν με επηρεάζουν. Με επηρεάζουν, αλλά δεν αφήνω να με καταστρέψουν κιόλας.
— Είσαι αισιόδοξος;
Αν θεωρήσεις ότι υπάρχει δρόμος και κάθε εμπόδιο μπορείς να το υπερνικήσεις, είμαι αισιόδοξος.
Προσμονή
Η τελευταία δισκογραφική δουλειά του Σταύρου Σιόλα έχει τον τίτλο "Φωνές Θιάσου" και αποτελείται κυρίως από ντουέτα.