ΣΤΙΣ 2 ΜΑΡΤΙΟΥ ΤΟΥ 1991, ο Σερζ Γκενσμπούρ έπεσε να κοιμηθεί στο κρεβάτι του στον δεύτερο όροφο του σπιτιού του στο νούμερο 5 της οδού Verneuil στο Παρίσι και δεν ξύπνησε ποτέ. Ήταν 62 ετών. Για ολόκληρη τη Γαλλία, ο θάνατός του ήταν ταυτόχρονα σοκαριστικός και αναμενόμενος. Ο Γκενσμπούρ κυριαρχούσε στο γαλλικό πολιτιστικό τοπίο σαν κλονισμένος κολοσσός. «Ήταν ο δικός μας Απολινέρ, ο δικός μας Μποντλέρ», δήλωσε τότε ο Γάλλος Πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν.
Το πτώμα του Γκενσμπούρ ανακαλύφθηκε το επόμενο απόγευμα από το μοντέλο και ηθοποιό Bambou, την τελευταία του σύντροφο, η οποία όμως δεν ζούσε πλέον μαζί του. Η κόρη του, η Σαρλότ άκουσε την είδηση στην τηλεόραση και έσπευσε στο σπίτι. «Ήταν νεκρός, παγωμένος, και κανείς δεν τον είχε αγγίξει - δεν νομίζω ότι η Bambou το τόλμησε», θυμάται σήμερα η Σαρλότ Γκενσμπούρ. «Δεν έκανα καν ερωτήσεις, απλά ξάπλωσα δίπλα του. Ένας πιο λογικός άνθρωπος θα μπορούσε να πει: Όχι, αυτό δεν γίνεται. Αλλά ήμουν 19 ετών και κανείς δεν μπορούσε να μου πει τι να κάνω. Ήταν ο πατέρας μου».
Η Σαρλότ λέει ότι ξεκίνησε να ονειρεύεται να ανοίξει το σπίτι των παιδικών της χρόνων στο κοινό αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα της. Χρειάστηκαν περισσότερες από τρεις δεκαετίες για να το πραγματοποιήσει.
Η Σαρλότ λέει ότι ξεκίνησε να ονειρεύεται να ανοίξει το σπίτι των παιδικών της χρόνων στο κοινό αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα της. Χρειάστηκαν περισσότερες από τρεις δεκαετίες για να το πραγματοποιήσει. Οι πρώτοι επισκέπτες θα φτάσουν στις 20 Σεπτεμβρίου σε ομάδες των 10 ατόμων ανά μισή ώρα. Τα εισιτήρια για τις πρώτες 30.000 θέσεις εξαντλήθηκαν αμέσως μετά την ανακοίνωση της ημερομηνίας έναρξης.
«Δεν είναι τυχαίο ότι χρειάστηκαν 32 χρόνια», λέει. «Η σχέση μου με τον πατέρα μου κατά τη διάρκεια αυτών των ετών ήταν τόσο περίπλοκη - να μην μπορώ να τον θρηνήσω πραγματικά, να βρίσκομαι σε ένα σπίτι που πάντα με φέρνει πίσω στο 1991, όπου έχω την αίσθηση ότι μπορεί να επιστρέψει. Δεν είμαι τρελή, αλλά αρνήθηκα ακόμη και να ακούσω τη μουσική του ή να δω φωτογραφίες ή βίντεο του. Αυτά τα τελευταία χρόνια, είχα την αίσθηση ότι είχα καταντήσει μεσίτρια που πήγαινε τον κόσμο να δει την κρεβατοκάμαρά του. Έφτασα στα όρια της αμετροέπειάς μου. Δεν μπορώ να το κάνω πια. Έδωσα ό,τι μπορούσα να δώσω».
Ο πατέρας του Γκεσνμπούρ ήταν εκείνος που ανακάλυψε το σπίτι το 1967. Ο Γιόζεφ Γκενσμπιούρ ήταν ένας κλασικά εκπαιδευμένος μουσικός που έβγαζε τα προς το ζην τραγουδώντας και παίζοντας πιάνο στα μπαρ του Παρισιού, από τότε που διέφυγε από την σοβιετική Ρωσία μαζί με τη μητέρα του Σερζ, Όλια. Ο ίδιος ο Σερζ ζούσε τότε σε ένα είδος κοιτώνα για καλλιτέχνες μετά τον χωρισμό του από τη δεύτερη σύζυγό του και είχε αναθέσει στον πατέρα του να του βρει μια κατάλληλη κατοικία σε ένα κεντρικό μέρος της πόλης. Ο Γιόζεφ είδε μια αγγελία στην εφημερίδα Figaro για ένα μικρό «hôtel particulier» στην οδό Verneuil, στο 7ο διαμέρισμα του Παρισιού και τηλεφώνησε αμέσως στον γιο του.
Ως νεαρός φοιτητής τέχνης, ο Σερζ Γκεσνμπούρ είχε περάσει μια νύχτα στο διαμέρισμα του Σαλβαντόρ Νταλί στην οδό l'Université και είχε εντυπωσιαστεί από τη επιμελημένη ατμόσφαιρα παραμέλησης. Στο ίδιο πνεύμα ξεκίνησε να χτίζει μια ερωτική φωλιά για νυχτοπούλια, όπως έλεγε.
Ακριβώς όπως είχε κάνει ο Νταλί, κρέμασε μαύρο ύφασμα στους τοίχους και έψαξε σκληρά για να βρει ένα ψυγείο με γυάλινη πόρτα για τη μικροσκοπική κουζίνα και την σωστή μπανιέρα με χαμηλή κλίση, αν και δεν έκανε σχεδόν ποτέ μπάνιο. (Ένας μπιντές εξυπηρετούσε τις όποιες ανάγκες του Γκεσνμπούρ για προσωπική υγιεινή – μόνο οι βρώμικοι άνθρωποι πλένονται», έλεγε). Στο τέλος, ήταν εξαιρετικά περήφανος για αυτό που είχε δημιουργήσει. «Μοιάζει με χάος», έλεγε, «αλλά στην πραγματικότητα, όλα είναι υπολογισμένα σύμφωνα με πολύ συγκεκριμένους ρυθμούς: εδώ διαγώνιες, εδώ καμπύλες, ποτέ παράλληλες γραμμές».
«Ο πατέρας μου ζούσε έντονα τις προκλήσεις του», λέει η Σαρλότ. «Δεν προσπαθώ να τον δικαιολογήσω, αλλά νομίζω ότι αυτές βρίσκονταν πίσω από τη ντροπαλότητά του, τη μετριοφροσύνη του και την αμηχανία του για τη ζωή. Μερικές φορές, έχω την αίσθηση ότι ήταν η εκδίκηση ενός ανθρώπου που οι άνθρωποι τον θεωρούσαν, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, όχι όμορφο. Μας έλεγε: ‘Ήμουν άσχημος για τόσα πολλά χρόνια. Τώρα ο τροχός γύρισε’».
Λίγο πριν πεθάνει, ο Σερζ πρότεινε στη Σαρλότ να μετακομίσει στο σπίτι. Ήταν συντετριμμένη μετά από μια αποτυχημένη ερωτική σχέση. «Με μάζεψε σε χίλια κομμάτια. Δεν ήμουν καλά και δεν ήξερα πόσο άρρωστος ήταν. Βλέπω από την ατζέντα μου ότι είχαμε δειπνήσει στις 28 Φεβρουαρίου. Θα μου έδινε τα κλειδιά του σπιτιού – μια τεράστια υπόθεση γι' αυτόν, γιατί είχε επιλέξει να ζει εντελώς μόνος του. Είπε ότι χρειαζόμασταν και οι δύο επισκευή . Μου πρόσφερε μια ζωή στο πλευρό του. Δύο ημέρες αργότερα ήταν νεκρός».
Με στοιχεία από The Wall Street Journal