Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ βρετανo-γαλλίδας τραγουδίστριας και ηθοποιού Jane Birkin, στις 16 Ιουλίου, στα 76 χρόνια της, επανέφερε στην επικαιρότητα ένα θρυλικό τραγούδι από τα late sixties, το πασίγνωστο “Je t'aime... moi non plus”.
Το τραγούδι ήταν συντεθειμένο από τον σύντροφό της, τον γάλλο τραγουδοποιό, ηθοποιό κ.λπ. Serge Gainsbourg (1928-1991), ο οποίος το γράφει και το ηχογραφεί, για πρώτη φορά, στο τέλος του 1967, με την Brigitte Bardot στη φωνή και με ενορχήστρωση επιμελημένη από τον Michel Colombier. Η εκδοχή αυτή θα αποσυρθεί στην εποχή της, για να ακουστεί για πρώτη φορά, επίσημα, μόλις το 1986, σ’ ένα δισκάκι της Philips.
Όταν, το 1968, η Jane Birkin με τον Serge Gainsbourg θα αντάμωναν στα γυρίσματα της ταινίας “Slogan” του Pierre Grimblat, δεν θα δημιουργείτο μόνον η μεταξύ τους ερωτική σχέση, αλλά θα έπεφτε στην πορεία και η ιδέα της επανηχογράφησης του τραγουδιού.
Όταν, το 1968, η Jane Birkin με τον Serge Gainsbourg θα αντάμωναν στα γυρίσματα της ταινίας “Slogan” του Pierre Grimblat, δεν θα δημιουργείτο μόνον η μεταξύ τους ερωτική σχέση, αλλά θα έπεφτε στην πορεία και η ιδέα της επανηχογράφησης του τραγουδιού. Πράγμα που θα συνέβαινε, τελικά, προς το τέλος εκείνης της χρονιάς, στο Λονδίνο, στα Marble Arch Studios, με το τραγούδι να κυκλοφορεί επίσημα, για πρώτη φορά, τον Φεβρουάριο του 1969, σ’ ένα 45άρι της Fontana (παράλληλη ετικέτα της Philips), με πίσω πλευρά το “Jane B.” (που ήταν διασκευασμένος Σοπέν), σε ενορχήστρωση του Arthur Greenslade.
Το τραγούδι στους στίχους του περιγράφει την ερωτική πράξη, κάτι που, κατά τον Gainsbourg, θα έπρεπε να τονιστεί και από τα φωνητικά της Jane Birkin, η οποία εκτός από το να τραγουδά-σπικάρει, επιδίδεται και σε βαθείς αναστεναγμούς, μικρές κραυγές, ηδονικές ανάσες κ.λπ. επιτείνοντας το απροκάλυπτο ερωτικό περιεχόμενο του κομματιού.
Παρ’ όλη την ερωτική απελευθέρωση που έχει επιφέρει σε διάφορους τομείς η άνθηση της ποπ κουλτούρας, η κοινωνία δεν παύει να είναι στη βάση της πουριτανική και είναι η «βάση» εκείνη που ακούει στο “Je t'aime... moi non plus” τα δήθεν έκλυτα ήθη της νεολαίας, που θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να αντιμετωπιστούν. Στο βιβλίο της “Munkey Diaries / 1957-1982” [Weidenfeld & Nicolson, 2020] η Jane Birkin θυμάται, μάλιστα, όταν είχαν πάει το τραγούδι στη γαλλική Phonogram (το δείγμα, που είχαν φέρει, μαζί με τον Gainsbourg, από το Λονδίνο), τον ιθύνοντα νου της εταιρείας Georges Meyerstein-Maigret να τους λέει το αμίμητο, αστειευόμενος:
«Παιδιά, κοιτάτε... Είμαι έτοιμος να πάω φυλακή, αλλά όχι για ένα 45άρι. Γυρίστε πίσω στο Λονδίνο και ετοιμάστε μου ένα LP».
Και ετοιμάστηκε το LP στη βρετανική πρωτεύουσα (Νοέμβριος-Δεκέμβριος του 1968), για να κυκλοφορήσει και αυτό τον Ιούνιο του ’69, με το “Je t'aime... moi non plus” ως lead track.
Serge Gainsbourg & Jane Birkin - Je t'aime... moi non plus/Original videoclip (Fontana 1969)
Το καλοκαίρι του ’69 το τραγούδι ακούγεται πλέον αρκετά στη Γαλλία, αφού κάποιοι ραδιοφωνικοί σταθμοί το μεταδίδουν κι έτσι το ανακαλύπτει ο κόσμος. Το ραδιόφωνο είναι το πιο βασικό μέσο μετάδοσης των τραγουδιών, κι αν ένα τραγούδι «κόβεται» από το ραδιόφωνο δεν μπορεί να κάνει «επιτυχία». Αυτός είναι ο κανόνας.
Σε πολλές χώρες το τραγούδι αντιμετωπίζει προβλήματα με τις ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές αναμεταδόσεις του, αλλά στην Ιταλία τα πράγματα μοιάζει να ξεφεύγουν. Σ’ ένα μονόστηλο της «Μακεδονίας» από τις 29 Αυγ. 1969 διαβάζουμε:
«Κατεσχέθησαν 569 δίσκοι του τραγουδιού “Σ’ αγαπώ” εις το Μιλάνον / Τα λόγια είναι πολύ τολμηρά». Για να συνεχίσει το άρθρο:
«Κατεσχέθησαν υπό της αστυνομίας 569 αντίγραφα του γαλλικού δίσκου “Σ’ αγαπώ... εγώ όμως όχι” με την κατηγορίαν ότι προσβάλλει την δημοσίαν αιδώ. Βάσει της διαταγής της αστυνομίας του Μιλάνου θα κατάσχωνται οπουδήποτε και αν ευρεθούν, εις ολόκληρην την Ιταλίαν. Ο δίσκος αναφέρει ερωτικούς λυρισμούς και στεναγμούς πάθους, ευρίσκεται δε μεταξύ των έξι καλύτερων ιταλικών τραγουδιών. Η επιδρομή της αστυνομίας εγένετο εις τας εγκαταστάσεις των παραγωγών δίσκων Φώνογκραμ του Μιλάνου, αλλά ακαθόριστος αριθμός δίσκων κατεσχέθη και εις διάφορα καταστήματα. Την παρελθούσα εβδομάδα η εφημερίς του Βατικανού “Ρωμαίος Παρατηρητής” επήνεσε την απόφαση του ραδιοφώνου και της τηλεοράσεως της Ιταλίας να απαγορεύσουν το τραγούδι αυτό εκ των προγραμμάτων. Το τραγούδι γραμμένο από τον Γάλλον Σερζ Γκαινσμπούργκ και εκτελούμενον υπό του ιδίου και της Αγγλίδος Τζαίην Μπίρκιν συγκαταλέγεται επίσης μεταξύ των δέκα πρώτων εις το Άμστερνταμ».
Αν αυτά συνέβαιναν στην Ελλάδα της δικτατορίας θα μπορούσε να φάνταζαν κάπως... αναμενόμενα – το ότι συνέβησαν, όμως, σε μια δημοκρατική χώρα της Δύσης, μοιάζει εκ πρώτης παράξενο. Δεν είναι όμως.
Με το να επιβραβεύσει η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία τη μη-αναμετάδοση του τραγουδιού μπορεί να ενθάρρυνε τα γιουρούσια κάποιων ζηλωτών καραμπινιέρων σε δισκάδικα και αποθήκες, παράλληλα, όμως, με το να προσδώσει ένα τέτοιο βάρος στην υπόθεση, δεν γινόταν παρά να οδηγήσει τον κόσμο στα καταστήματα... για να βρει, ν’ αγοράσει και ν’ ακούσει το δίσκο. Το λέει και η Jane Birkin στο βιβλίο της... πως ο Gainsbourg θεωρούσε τον Πάπα κάπως σαν τον μεγαλύτερο προμότερ του “Je t'aime... moi non plus”... και δεν είχε άδικο.
Βεβαίως από την μεμονωμένη (και όχι γενικευμένη) κατάσχεση των δίσκων, που είναι ένα δυνητικά πιθανό γεγονός, έως εκείνα τα ακραία και τελείως ασυνάρτητα που γράφτηκαν (και στα ελληνικά μίντια) πως το τραγούδι απαγορεύτηκε από το Βατικανό (η Εκκλησία δεν έχει κανένα δικαίωμα να απαγορεύει τραγούδια, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να τα καταγγέλλει ως «ανήθικα»), πως ο επικεφαλής της ιταλικής Phonogram οδηγήθηκε στη φυλακή ή πως τον αφόρισε ο Πάπας(!) κ.λπ., υπάρχει τεράστια απόσταση.
Όμως, παρά την «πόρτα» που τρώει το “Je t'aime... moi non plus” και στο BBC κατορθώνει το ακατόρθωτο (και για το γεγονός πως ήταν γαλλικό τραγούδι). Όχι απλώς να μπει στο βρετανικό Top-50, αλλά σταδιακά να πιάσει και κορυφή! – και μάλιστα με 45άρια δύο διαφορετικών ετικετών(!), της Fontana και της Major Minor, αφού ο Gainsbourg θα υπέγραφε σύντομα με την δεύτερη εταιρεία.
Το δισκάκι της Fontana μπαίνει στο βρετανικό chart στις 23 Αυγούστου 1969, φθάνοντας έως την θέση #2, στις 27 Σεπτεμβρίου (παραμένοντας στο chart για 10 εβδομάδες), ενώ το δισκάκι της Major Minor θα έμπαινε στο chart στις 4 Οκτωβρίου 1969, για να γίνει Νο #1 στις 11 του ίδιου μήνα (παραμένοντας στο chart για 12 εβδομάδες).
Για κάποιες εβδομάδες του Οκτωβρίου, με άλλα λόγια, και τα δύο αγγλικά δισκάκια θα βρίσκονταν στο Top-50! Αναλογιζόμενοι τις ιδιαιτερότητες του τραγουδιού (μη-μεταδόσιμο από διάφορα ραδιοτηλεοπτικά μίντια και γαλλικό) θα λέγαμε πως όλα τούτα ακούγονται απίστευτα!
Εκείνη την εποχή, λογικά στα μέσα φθινοπώρου του 1969 ή ίσως και νωρίτερα, το “Je t'aime... moi non plus” με την Jane Birkin και τον Serge Gainsbourg τυπώνεται και σε ελληνικό δισκάκι, σε ετικέτα Fontana! Περίεργο; Καθόλου σε πρώτη φάση. Καθώς μια τέτοια επιτυχία δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητη την Ελλαδίσκ (μετέπειτα Phonogram, PolyGram κ.λπ.). Κόβεται λοιπόν το δισκάκι, αλλά το τρώει η μαρμάγκα, αφού δεν υπάρχει περίπτωση να μεταδοθεί από το ραδιόφωνο και να το μάθει ο κόσμος.
Για να προλάβουμε τυχόν απορίες να πούμε πως η λογοκρισία (στους στίχους) δεν περιλάμβανε τα ξένα τραγούδια, αλλά μόνο τα ελληνικά. Αυτά περνούσαν από τις επιτροπές, για να πάρουν έγκριση. Με τα ξένα τραγούδια δεν ασχολιόταν η λογοκρισία. Δεν την ενδιέφεραν. (Και να ήθελε να τα λογοκρίνει εξάλλου, δεν μπορούσε). Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως κυκλοφορούσαν «όλα» τα ξένα τραγούδια στη χώρα. Οι εταιρείες αποφάσιζαν να κυκλοφορήσουν ό,τι νόμιζαν πως θα έχει επιτυχία και θα πουλήσει. Έτσι, και με βάση αυτό το σκεπτικό, όταν ένα τραγούδι ακουγόταν σε όλη την Ευρώπη δεν θα μπορούσε να το αγνοήσουν – ακόμη και αν αυτό δεν είχε πιθανότητες ν’ ακουστεί στο ραδιόφωνο (όπως το “Je t'aime... moi non plus”).
Περαιτέρω, εκείνη την εποχή (τέλη ’69) δεν κυκλοφορούσαν μουσικά περιοδικά στη χώρα πλην του «Μοντέρνο Τραγούδι και Τηλεόρασις», που είχε λίαν περιορισμένες δυνατότητες πληροφόρησης. Τούτο σημαίνει πως δύσκολα κάποιος θα μάθαινε ακόμη και για την ύπαρξη της ελληνικής έκδοσης τού “Je t'aime... moi non plus”, πράγμα που, πρακτικά, σημαίνει πως το τραγούδι ήταν καταδικασμένο στην αφάνεια. Μέχρι πότε αυτό, χοντρικά;
Ίσως μέχρι τις 27 Φεβρουαρίου 1970, όταν κυκλοφορεί το τεύχος #82 του περιοδικού «Επίκαιρα» με την... Τζαίην Μπίρκιν στο εξώφυλλο(!), με ανώνυμο άρθρο εντός υπό τον τίτλο «Αναστενάζοντας κατέκτησε την δόξα...»(!) και με υπότιτλο... «“Δεν περίμενα ποτέ”, λέει, “ότι ένα τόσο απλό πράγμα θα προκαλούσε τόσο θόρυβο”. Αλλά τώρα η Τζαίην έχει ευρύτερα ενδιαφέροντα, συνεχίζοντας εμπράκτως τη μάχη της κατά του πουριτανισμού...». Στο άρθρο διαβάζουμε, ανάμεσα σε άλλα, και τα εξής:
«Αυτή τραγουδάει με γλυκιά κοριτσίστικη φωνή σε γαλλική γλώσσα, με αγγλική προφορά, σιγανά, απαλά “ζε τ’αιμ” δηλαδή “σ’ αγαπώ”, και αυτός απαντά, επίσης σιγανά, γαλλιστί, χωρίς όμως ξενική προφορά, κάτι σαν “εγώ, όμως, όχι!”. Αυτή τραγουδάει “ω, έρωτά μου” και αυτός λέγει “πηγαινοέρχομαι σαν ένα κύμα”. Η κοπέλα αναπνέει και φυσάει, στενάζει ηδονικά, όχι μια, αλλά είκοσι μια φορές. Και ο δίσκος των 7 ιντσών, που εσημείωσε καταπληκτική επιτυχία στον κόσμο ολόκληρο, αποδίδει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ερωτικού πάθους με κάθε λεπτομέρεια... Χάρη σ’ αυτούς τους... αφειδείς στεναγμούς ο αισθηματικός δίσκος του αγγλο-γαλλικού καλλιτεχνικού ζεύγους Τζαίην Μπίρκιν-Σερζ Γκαινσμπούργκ γνώρισε καταπληκτική εμπορική επιτυχία. Περί τις 1.700.000 κόπιες επωλήθησαν από τον Φεβρουάριο του παρελθόντος έτους, οπότε εκυκλοφόρησαν για πρώτη φορά».
Ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του, στη Γαλλία, το τραγούδι “Je t'aime... moi non plus” αρχίζει να γίνεται περισσότερο γνωστό στην Ελλάδα και κάπως έτσι, τον Απρίλιο του 1970, το βλέπουμε να προβάλλει για πρώτη φορά στο ελληνικό Top-30 (που δημοσιεύει το περιοδικό «Μοντέρνο Τραγούδι και Τηλεόρασις») και μάλιστα στην θέση #9. Τι είχε συμβεί;
O έξυπνος παραγωγός Αντώνης Πλωμαρίτης, που «έτρεχε» τα labels Athénée, Melody, Popular, Lucky κ.λπ. τυπώνει ένα (ελληνικό) δισκάκι κάποιων Ιταλών ονόματι Ι Combos, που διασκευάζουν το “Je t'aime... moi non plus” στα ιταλικά, αλλά χωρίς τους ερωτικούς αναστεναγμούς – και είναι αυτό το «κατάλληλο» 45άρι, που προωθείται από τα δισκάδικα στην πελατεία τους.
Το δισκάκι των Combos κυκλοφορεί στην Ιταλία το 1969 με τα κομμάτια “Je t'aime... moi non plus / Il primo giorno di primavera” [Combo Record] και στην Ελλάδα με τα κομμάτια “Je t'aime... moi non plus / Lo straniero” [Melody] κάποια στιγμή προς το τέλος του ’69.
Τέλος πάντων η διασκευή του τραγουδιού με τους Combos τον Απρίλιο του ’70 βρίσκεται στη θέση #9, του ελληνικού Top-30, όπως προείπαμε, φθάνει μέχρι τη θέση #5 τον Ιούνιο, για να βγει από το Top μετά τον Αύγουστο. Δηλαδή την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1970 το τραγούδι ακουγόταν πολύ στην Ελλάδα, αλλά από τους Combos και όχι από το ζεύγος Jane Birkin-Serge Gainsbourg.
COMBOS I JE T AIME MOI NON PLUS
Άλλες εκτελέσεις του κομματιού ακούγονταν στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο; Βεβαίως. Η μία είχε τίτλο “Love at first sight” [International Polydor Production, 1969] ήταν ορχηστρική, άρα «κατάλληλη» και ανήκε στην βρετανική Baker Street Philharmonic, ενώ η άλλη, επίσης «κατάλληλη», με τον κανονικό τίτλο της, παρουσιαζόταν από την περίφημη ορχήστρα του Paul Mauriat στο άλμπουμ της “Je T'Aime... Moi Non Plus” [Philips, 1969] – αν και προσωπικώς έχω τη βάσιμη υποψία πως ο δίσκος αυτός θα πρέπει να κυκλοφόρησε στην Ελλάδα αργότερα (στις αρχές των σέβεντις). Λεπτομέρειες...
Μάλιστα σ’ ένα επόμενο τεύχος των «Επικαίρων» (καλοκαίρι του 1970) υπάρχει κι άλλο σχετικό άρθρο κάτω από τον τίτλο «Μετά το “Σ’ αγαπώ, εγώ όχι” / Ερωτικοί Δίσκοι: αστρονομικές πωλήσεις / Βιομηχανία αναστεναγμών και βογγητών με νότες!...», στο οποίο παρουσιάζονται κι άλλα γαλλικά ερωτικά τραγούδια της εποχής, σαν το “Fait chaud” της Orchestre Bernard Gérard, κομμάτια με την Catherine Sauvage, την Nicoletta, τον Frédéric Lecoultre κ.ά.
Η γενικότερη ανοχή-προβολή, και σ’ αυτά τα θέματα, που σχετίζονταν με την «σεξουαλική απελευθέρωση», προχωρούσε με άλματα (και) στην Ελλάδα – και οι αιτίες ήταν πολλές. Το καλοκαίρι του ’69 δεν είχε ουδεμία σχέση με το καλοκαίρι του ’70...