Demon Cleaner
Από τα συγκροτήματα που μεγάλωσαν εμπορικά μετά τη διάλυσή τους, οι Kyuss έχουν πλέον ισχυρή θέση στον σκληρό αμερικανικό ήχο και ο John Garcia θεωρείται μια από τις πιο αναγνωρίσιμες φωνές της σκηνής. Από κοντά είναι πολύ φιλικός, δεν βγάζει καθόλου την «αντρίλα» που τον χαρακτηρίζει στη σκηνή, μιλάει πολύ και μοιάζει χαρούμενος που περιοδεύει με την παλιά του μπάντα. «Όταν ήρθα στην Ελλάδα πέρσι για συναυλία με το σχήμα Garcia plays Kyuss, δ εν φ ανταζόμουν πως θα ήμουν εδώ τώρα με τα παιδιά. Πίστευα πως θα περιοδεύσουμε για έναν μήνα ακόμα και μετά θα τελείωνα το project Garcia vs Garcia που δουλεύω εδώ και αρκετό καιρό. Ακόμα προσπαθώ να το τελειώσω, γιατί στο ενδιάμεσο προέκυψε η επανένωση της μπάντας». Όταν συμφώνησαν να παίξουν ξανά μαζί δεν είχαν καταλάβει ούτε οι ίδιοι πόση ζήτηση θα είχαν. Πιθανότατα, η ρητή άρνηση του ηγέτη της μπάντας Josh Homme να παίξει ξανά μαζί τους έβαζε φρένο στο ενδιαφέρον του κόσμου να τους δει ζωντανά. «Αρχικά, συμφωνήσαμε για 20-22 συναυλίες, αλλά δεν σταμάτησαν να έρχονται προσφορές και γι’ άλλες εμφανίσεις, οπότε αποφασίσαμε πως θα ήταν ηλίθιο να μην παίξουμε περισσότερο. Ευτυχώς, πέρα από το γεγονός πως είμαι μεγαλύτερος, σοφότερος και πιο χοντρός, η αίσθηση παραμένει η ίδια».
Τη «μετά θάνατον» αναγνώριση της μπάντας την εξηγεί χωρίς τουπέ, ίσως περισσότερο προσγειωμένα απ’ ό,τι περιμένεις. «Νομίζω πως μόλις κάτι τελειώνει ή εξαντλείται, αποκτά αυτόματα μεγαλύτερη αξία. Όχι μόνο συγκροτήματα όπως οι Kyuss. Αν υπάρχει ένα τελευταίο μπουκάλι κρασί από μια τέλεια και ηλιόλουστη χρονιά, τότε όλοι δίνουν σε αυτό κάποια αξία. Έτσι έγινε και με μας. Δεν πιστεύω πως ήμασταν μπροστά από την εποχή μας ή κάτι τέτοιο. Προφανώς και έχω αναρωτηθεί πού ήταν όλος αυτός ο κόσμος όταν υπήρχε ακόμα η μπάντα, αλλά, τελικά, αυτό που έγινε είναι πως πλέον είμαστε κάτι σαν ένας αντεργκράουντ cult μύθος». Για πολλά χρόνια ο ίδιος απέφευγε τον όρο stoner rock που «κόλλησαν» στη μουσική του, όπως απέφευγε να μιλάει και για τους Kyuss. Όταν αναφέρω τα λεφτά στην κουβέντα δεν ενοχλείται καθόλου. «Κατάλαβα πως δεν μπορούσα να αποφύγω τη σύνδεσή μου με αυτό το συγκρότημα. Ήθελα να απεμπλακώ από αυτό και ο κόσμος να ασχοληθεί με τα καινούργια πράγματα που κάνω, χωρίς να σχετίζεται με το παρελθόν μου». Τελικά, τα κατάφερε ο Josh. Μπορεί όλοι να τον ξέρουν από τις Kyuss μέρες του, αλλά πλέον είναι πιο συνδεδεμένος με ό,τι έκανε με τους Queens of the Stone Age αργότερα. Κατάφερε να απομακρυνθεί από ό,τι έκαναν, με φινετσάτο τρόπο και απόλυτα επιτυχημένα. «Για μένα κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Έχω έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο που τραγουδάω, που πάντα θα θυμίζει στον κόσμο τα τραγούδια των Kyuss. Το μισούσα αυτό παλιότερα, αλλά πλέον το καλωσορίζω και νιώθω περήφανος και πολύ τυχερός.
Για μένα είναι φυσικό να βρίσκομαι εδώ με αυτή την μπάντα. Τα χρήματα είναι δευτερεύον θέμα». Η περιοδεία τους περνάει σχεδόν απ’ όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και είναι παντού sold out, όπως έγινε και πριν από μερικές εβδομάδες στο Fuzz. Όταν ρωτάω για το ενδεχόμενο καινούργιου δίσκου, μου απαντάει αμέσως, σχεδόν χαμογελώντας, πως αυτό σκοπεύουν να κάνουν. Αντιθέτως, με κοιτάει αυστηρά όταν με ακούει να μιλάω για το ενδεχόμενο να ζητήσει από τον Homme να συμμετάσχει στον δίσκο. «Δεν είμαι υποχρεωμένος να ζητήσω την άδειά του, ούτε πρόκειται να προσπαθήσω να τον μεταπείσω για να παίξει μαζί μας. Ο Josh έχει προχωρήσει, έχει αφήσει πίσω του αυτό το συγκρότημα και τον καταλαβαίνω. Είναι εξαιρετικός μουσικός και είμαστε ακόμα φίλοι, έστω κι αν δεν βρισκόμαστε συχνά». Όσοι δεν τους είδαν αυτήν τη φορά, θα πρέπει να περιμένουν μέχρι το Rockwave, αφού θα μας ξανάρθουν. Και αν δεν το έχετε ήδη διαβάσει παλαιότερα, το τραγούδι που δίνει το τίτλο στην αρχή του κειμένου μιλάει για το βούρτσισμα των δοντιών. Για κάτι τέτοια αγαπάμε τον Homme.
Η φανέλα με το νούμερο 10
Λαϊκό προσκύνημα είδαμε να γίνεται το περασμένο Σάββατο στο Blend, όπου έπαιζε για περίπου 6 ώρες ένας από τους τελευταίους superstar DJs, ο Ricardo Villalobos. Μπορεί οι μίνιμαλ μέρες που τον έκαναν γνωστό να έχουν περάσει εδώ και χρόνια, ο ίδιος όμως εξακολουθεί να είναι ένας απολαυστικός DJ με εντυπωσιακές ικανότητες πίσω από τα decks κι εντυπωσιακή ανάπτυξη στο σετ του. Χωρίς να καταλήξει σε μεγαλειώδη peaks, έπαιξε ένα απολαυστικό σετ, πολύπλοκο ανά στιγμές (π.χ. η 15λεπτή λούπα του «Sound of violence» των Cassius στο cd player, ενώ άλλαζε συνέχεια κομμάτια στα πικάπ) και δεν δίστασε να παίξει το «Free» της Ultra Nate στο ρεμίξ των Ramon Tapia & Kabale und Liebe, όπου και αποθεώθηκε γηπεδικά από όλους.
σχόλια