Την πρώτη φορά που είδα τον τύπο στο εξώφυλλο του νέου δίσκου του Γιαν Βαν –με παπανδρεϊκό ζιβάγκο, μουστάκι και μαύρο γυαλί– ήμουν σίγουρος ότι ήταν ο Πάμπλο Εσκομπάρ (που είναι πάλι της μόδας λόγω του σίριαλ «Narcos»). Δεν ήταν. Ήταν «ο βάρδος του δημοτικού τραγουδιού» Τάκης Καρναβάς. Και μέχρι ν' ακούσω τον δίσκο, δεν είχα ιδέα τι σοκ με περίμενε.
Ο Γιαν Βαν (Jan Van de Engel, όπως είναι ολόκληρο το καλλιτεχνικό του) είναι επαγγελματίας ντράμερ που έχει μεγάλη πορεία ως session μουσικός, έχει περάσει από γκρουπ, έχει συμμετάσχει σε ένα σωρό ηχογραφήσεις δίσκων και έχει παίξει μέχρι και σε σκυλάδικα. Το «Γιαν Βαν» είναι ο δεύτερος δίσκος του, ένας δίσκος που από την αρχή σε ξαφνιάζει με τον ήχο του, μετά με τους στίχους του κι όσο συνεχίζει να παίζει δεν πιστεύεις στ' αυτιά σου. Πρόκειται για ένα άλμπουμ με μια εντελώς μοντέρνα αντιμετώπιση του δημοτικού τραγουδιού (ακόμα και του πανηγυριώτικου), μελετημένο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια και με μια εντελώς σύγχρονη αισθητική που δεν έχει ούτε τη μίρλα ούτε την μπανάλ θεματολογία του έντεχνου. Έχει στοιχεία τζαζ, αλλά άποψη συγγένειας τον τοποθετείς δίπλα στους δίσκους του Τάκη Καρναβά, κι ας μην έχει ούτε και με αυτούς σχέση.
Είμαστε σε φάση "τέρμα τα δίφραγκα" και ο μόνος που μπορεί να κάνει τη διαφορά πλέον είναι ο κόσμος. Έχουμε τη δύναμη και πρέπει να είμαστε συνειδητοί σε κάθε μας επιλογή, σε κάθε μας στάση, προσωπική και κοινωνική.
Κάποια τραγούδια είναι πραγματικά συγκλονιστικά, όπως η «Μαύρη Τσάντα», που ξεκινάει σαν μια πειραγμένη διασκευή του «Νεκρού Αδελφού» και όταν προσέξεις τι λέει, σε πιάνει ανατριχίλα: «Πριν φύγετε απ' το σπίτι μου / όταν θα ξημερώσει / να πάρετε ό,τι θέλετε / κι ό,τι σας κάνει κέφι / Αυτήν τη ζώνη την καφέ / που 'χω στο παντελόνι / για να χτυπάτε τους ληστές / να δέρνετε τους ψεύτες / Πάρτε το δέντρο απ' την αυλή / να το 'χετε για ίσκιο / και του πιστού του σκύλου μου / τα δόντια για κολιέδες / Λιώστε όλες τις λίρες μου / φτιάξτε χρυσές χαντζάρες / κι αν θέλετε για μουσική / κι αν ψάχνετε για κέφι / του αδερφού μου του μικρού το δέρμα για νταούλι / της αδερφής μου τα μαλλιά να κάνετε πινέλα / να ζωγραφίζετε βουνά και ζώα και λουλούδια / Εσείς είστε για φίλοι μου / κι οι άλλοι για εχθροί μου / Μόνο αφήστε μου εδώ / την τσάντα μου τη μαύρη / που χώρεσα τη χτένα μου / και μια ασημένια πένα». Το υπέροχο νεο-δημοτικό με τους στίχους του Ευθύμη Φιλίππου είναι ένα από τα δέκα κομμάτια του δίσκου (ο Ευθύμης έχει γράψει και άλλα τρία), που προς το παρόν κυκλοφορεί μόνο σε κασέτα!
Ο Γιάννης Αγγελόπουλος είναι χαμηλών τόνων και πολύ λακωνικός, μιλά κοφτά. «Ασχολήθηκα με τη μουσική πολύ φυσικά, στα 13 μου, άρχισα να βαράω ό,τι έβγαζε ήχο» λέει. «Συμβαίνει σε πολλά πιτσιρίκια, σ' εμένα μάλλον ήταν μια μόνιμη κατάσταση. Άρχισα να ψάχνω στο κοντινό περιβάλλον άλλους που είχαν το ίδιο πάθος. Ο Παναγιώτης, ο μεγάλος μου αδελφός, με πήγαινε σε κάτι φίλους του που είχαν μπάντα κι έπαιζαν, στη Σαλαμίνα, εκεί μεγάλωσα. Μου πήρε δώρο κάποια Χριστούγεννα το πρώτο μου σετ, ένα practice της Remo, αυτά που δεν κάνουν πολύ θόρυβο. Έμπλεξα με τη Φιλαρμονική – ο άλλος μου αδελφός, ο Νίκος, έπαιζε εκεί κλαρίνο, με έβαλαν κι εμένα. Έπειτα από ένα-δυο απογεύματα τενούτας και φυσήματος ξεκαθάρισα τα πράγματα και τους εξήγησα τον λόγο για τον οποίο είχα βρεθεί σε αυτήν τη βρομερή υπόγα όπου κάναμε πρόβες: ήθελα να βαρέσω! Μετά, πάλι υπό την καθοδήγηση και προστασία του μεγάλου αδελφού, μετακόμισα μαζί του στα Εξάρχεια, Πολυκλαδικό Λύκειο πίσω από το γήπεδο της Λεωφόρου. Στην Αθήνα πλέον είχα περισσότερες ευκαιρίες να βρεθώ με μπάντες, μουσικούς, δασκάλους. Ωδεία, μελέτη και επιτέλους τελειώνω με την υπόθεση "σχολείο", που αν εξαιρέσεις κάποιες στιγμές, ήταν χάσιμο χρόνου, κάτι σαν τον στρατό. Άρχισα να δουλεύω σε μαγαζί, βράδυ, μπουζούκια, μεροκάματο κι εκπαίδευση. Πολλές μπάντες, ούτε τα ονόματα δεν θυμάμαι. Συχνότητες, Μελόδραμα, ρoκ, φανκ, τζαζ, μέχρι και ένα κάποιο αβανγκάρντ με τους Ανάσκελα. Από το ένα στο άλλο, και ο τότε δάσκαλός μου Νίκος Αντύπας κάνει hit με την Αλεξίου και το "Δι' Ευχών" και θέλει έναν πιτσιρικά να του στήνει τα τύμπανα – περιοδεία και Αμερική και Αυστραλία και Ευρώπη. Τύχη! Κάπως έτσι καταλαβαίνω πως θέλω να ζήσω εκτός για κάποια χρόνια. Έμεινα 7 χρόνια στην Ολλανδία, αποφοίτησα από το κονσερβατόριο του Ρότερνταμ. Πολλές μπάντες και εκεί, αλλά και άσχετες δουλειές, με highlight αυτήν του ταχυδρόμου, ναι, με ποδηλατάκι!».
Τον ρωτάω αν προσφέρεται η Αθήνα για να εμφανιστούν νέα πράγματα. «Μάλλον όχι», λέει, «αλλά να που, παρ' όλα αυτά, όλο και κάτι καινούργιο βγαίνει και ακούς από φίλους τι ωραίο live που είδαν χθες το βράδυ. Είμαστε σε φάση "τέρμα τα δίφραγκα" και ο μόνος που μπορεί να κάνει τη διαφορά πλέον είναι ο κόσμος. Έχουμε τη δύναμη και πρέπει να είμαστε συνειδητοί σε κάθε μας επιλογή, σε κάθε μας στάση, προσωπική και κοινωνική».
«Τι είναι η μουσική για σένα;». «Δεν ξέρω τι να σου πω. Σίγουρα θα μπορούσα να ζω χωρίς να παίζω, με τίποτα όμως χωρίς να ακούω».
Μιλάμε για το δημοτικό, που είναι το μόνο είδος που δεν έχει εξελιχθεί και οι περισσότεροι το αντιμετωπίζουν ακαδημαϊκά ή δεν τολμούν καν να το αγγίξουν. «Προσωπικά, με συγκινεί χωρίς να το έχω σπουδάσει, χωρίς να το έχω μελετήσει» λέει. «Είναι πιο δυνατό από εμένα και γι' αυτό αποφάσισα να κάνω το "Γιαν Βαν", για την αφόρητη γοητεία που μου ασκεί. Ο δίσκος "Γιαν Βαν" έγινε με πολλή αγάπη και μεράκι στο υπόγειο του σπιτιού μου, σε συνθήκη DIY, από επιλογή και στάση. Το έκανα με τον φίλο και αδερφό, ηχολήπτη Τάσο Μπακασιέτα, που είχε όλη την ευθύνη για τα τεχνικά. Έπαιξαν πολλοί φίλοι μουσικοί, που παίζω μαζί τους τα τελευταία χρόνια σε διάφορα πρότζεκτ. Κανένας δεν πληρώθηκε και όλοι βοήθησαν τη μουσική μου να πάει παραπέρα, να εξελιχθεί. Είναι εύκολο να κάνεις μουσική σήμερα με ένα λάπτοπ και τόσο δύσκολο να κάνεις κάτι φρέσκο, κάτι ζωντανό. Μεγάλη αλλαγή ήταν επίσης πως για πρώτη φορά έκανα τραγούδια στους στίχους κάποιου άλλου. Η συνεργασία με τον Ευθύμη Φιλίππου ήταν καθοριστική, με πήγε παραπέρα ως μουσικό, μου έδωσε την ευκαιρία να γράψω μουσικές που δεν θα 'γραφα αν δεν είχα πάρει στο χέρι αυτούς τους στίχους». Με τον Ευθύμη είχαν συνεργαστεί πρόσφατα και στα Αίματα που ανέβηκαν στη Στέγη, σε μουσική του Γιαν Βαν.
Μιλάμε για την κατάσταση που ζούμε καθημερινά, μια παράνοια, και διηγείται ιστορίες που έζησε και τον συγκίνησαν. «Πριν από μια εβδομάδα, σε ένα μαγαζί στον Πειραιά, η ιδιοκτήτρια έλεγε σε μια πελάτισσα πως πέταξε μουσκεμένο μπαγιάτικο ψωμί στα περιστέρια και πήγε ένας άστεγος κύριος, το μάζεψε και το έφαγε. Ήταν σαν να είχα βρεθεί εκεί μόνο και μόνο για να κρυφακούσω. Βλέπουμε τόσα, ακούμε τόσα, που έχουμε πάθει ανοσία. Όταν όμως το ακούς από πρώτο χέρι, έτσι λαθραία... Σκατά!».
Ο δίσκος ΓΙΑΝ ΒΑΝ του Jan Van de Engel κυκλοφορεί σε κασέτα. Ο δίσκος βινιλίου θα κυκλοφορήσει σύντομα. Στη φωνή είναι ο Αλέξης Ιωάννου.
σχόλια