Rave με την κλασική έννοια του όρου δεν υπάρχει σήμερα πλέον. Από την άλλη, το πνεύμα του rave πάντα υπήρχε στην Ελλάδα, αλλά πολύ δύσκολα θα μάθει πια κανείς για τέτοιου είδους πάρτι αν δεν κινείται σε χώρους μυημένων. Το κοινό στο οποίο απευθύνονται είναι περιορισμένο, δεν έχει τη μαζικότητα που το χαρακτήριζε παλιότερα. Πολλά στοιχεία έχουν αλλάξει δραματικά, δεν υπάρχει καμία ουσιαστική σύγκριση με το παρελθόν.
Παρ’ όλα αυτά, η χορευτική σκηνή της Ελλάδας ανθεί και αυτό οφείλεται στη rave κουλτούρα που καλλιεργήθηκε τη δεκαετία του ’90. Πλέον διοργανώνονται τεράστια χορευτικά events σε γήπεδα όπως το Tae Kwo Do από την ομάδα Blend με καλεσμένους κορυφαίους διεθνείς παραγωγούς από το εξωτερικό. Κάθε εβδομάδα γίνονται άπειρα πάρτι σε κάθε γωνιά της Αθήνας, μικρότερα ή μεγαλύτερα: queer, όπως το Qreclaim, η Purple Night, κάποια πιο διαφημισμένα σε κλαμπ όπως το Romantso ή το six d.o.g.s, το Temple και το Oddity, άλλα σε αποθήκες ή στοές και αγορές, ακόμα και σε ιστορικές πλατείες του κέντρου με την υποστήριξη, κάποιες φορές, του δήμου Αθηναίων.
Για τη διοργάνωσή τους υπεύθυνες είναι διάφορες ομάδες της πόλης όπως η Street Outdoors, η Needless, η Reverb Athens, η Phorminx, η Coma, η 100% Techno κ.λπ. Επιπλέον, πέρα από το κορυφαίο Reworks Festival, το μεγαλύτερο φεστιβάλ ηλεκτρονικής μουσικής στην Ελλάδα που διοργανώνεται στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα πολύ δημοφιλές είναι το ADD Festival, ενώ το Plisskën Festival έχει εισαγάγει την τελευταία διετία τα καθιερωμένα πια Eden Parties στο Ωδείο Αθηνών. Σε αυτή την κατηγορία μπαίνουν και τα θεματικά πάρτι σε απρόσμενους χώρους, όπως αυτά που διοργανώνει η Hideout Athens.
Τα rave parties δεν είχαν να κάνουν μόνο με ένα είδος μουσικής ούτε με άψογες τεχνικά και ηχητικά διοργανώσεις που μπορεί να διαρκούν όλη την ημέρα και έχουν οικονομικό αντίτιμο.
Κοινός παρονομαστής των σύγχρονων πάρτι είναι η techno μουσική που τα τελευταία χρόνια έχει συνδεθεί άρρηκτα με τη συγκεκριμένη σκηνή, ενώ πλέον έχουν γίνει διεθνή μια και το Resident Advisor, η μεγαλύτερη πλατφόρμα ηλεκτρονικής μουσικής στο διαδίκτυο, λειτουργεί ως χάρτης για όλα τα χορευτικά events της Αθήνας, για τα οποία μάλιστα προμηθεύει εισιτήρια. Τα rave parties, όμως, δεν είχαν να κάνουν μόνο με ένα είδος μουσικής ούτε με άψογες τεχνικά και ηχητικά διοργανώσεις που μπορεί να διαρκούν όλη την ημέρα και έχουν οικονομικό αντίτιμο.
«Το rave είναι, πάνω απ’ όλα, μια κουλτούρα η οποία έχει πολλές ιδιομορφίες ειδών της ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής όπως το techno, η trance, το drum & bass, το electro ή ακόμα και η house. Αυτό που τη διακρίνει είναι η αντίσταση στο κατεστημένο, στο σύστημα, και το αίσθημα ελευθερίας της έκφρασης, το ξεφάντωμα με όποιον τρόπο θέλει ο καθένας. Άρα, το οποιοδήποτε εμπορευματοποιημένο πάρτι σε συστημικό χώρο δεν είναι rave», λέει ο Γιώργος Απέργης, ιδρυτής της Modular Expansion που από το 1998 επιδιώκει την εδραίωση του techno στην Αθήνα, δίνοντας το στίγμα της στην παγκόσμια techno σκηνή.
Πάνω-κάτω τα έχουν καταφέρει, με εκατοντάδες εκδηλώσεις, καλεσμένους από το εξωτερικό και παρουσία σε γνωστά κλαμπ του εξωτερικού όπως τα Berghain, Tresor και Sisyphos, ενώ αρκετές δράσεις τους γίνονται υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού.
«Πιστεύω πως η Αθήνα είναι μια πολύ ιδιαίτερη ευρωπαϊκή πόλη γιατί είναι ένα πολιτιστικό σταυροδρόμι μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Επιπλέον, η Ελλάδα είναι μια χώρα ηλιόλουστη σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές, όπου έχεις την αίσθηση ότι κάνεις διακοπές όλο τον χρόνο. Η δημιουργία techno σκηνής αλλά και ευρύτερα underground ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής συνεχίζει να αφορά τη σύγκρουση με αυτόν τον χαρακτήρα της πόλης και των ανθρώπων της. Την περίοδο της καραντίνας ξαναζήσαμε πραγματικά rave και αυτό για μένα ήταν ό,τι καλύτερο έγινε εκείνη τη μαύρη για τον πολιτισμό και τη διασκέδαση περίοδο.
Η έξοδος από αυτή την κατάσταση έφερε τεράστιες αλλαγές και μαζί την εμπορευματοποίηση της underground κουλτούρας. Ανέβηκαν οι ταχύτητες των κομματιών και η λέξη “techno” εσφαλμένα χρησιμοποιήθηκε για κάθε είδους εμπορική, σκληρή ή μελωδική χορευτική μουσική, με αποτέλεσμα η πραγματικά underground techno να περνάει πλέον κρίση ταυτότητας. Η πανδημία, σε συνδυασμό με τα social media, δημιούργησε ένα χάσμα στην ηλεκτρονική κουλτούρα παγκοσμίως. Μην ξεχνάμε ότι στην πιο δύσκολη θέση βρέθηκαν οι νέοι ηλικίας 18-21 που τους έκλεψαν τρία σημαντικά χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων τους επέβαλαν μέτρα και απαγορεύσεις, στερώντας τους τη δυνατότητα να βιώσουν την πραγματική χορευτική κουλτούρα.
Βγαίνοντας από αυτή την κατάσταση, λογικό είναι να τα θέλουν όλα τώρα και γρήγορα. Αυτό όμως κατά τη γνώμη μου βλάπτει την ποιότητα γιατί, όσο και να βοηθούν οι νέες τεχνολογίες, όλα θέλουν τον χρόνο τους. Έτσι εκτίθενται σε εμπορευματοποιημένους τρόπους διασκέδασης και στον εμπορικό χειρισμό προτύπων μέσω εικόνας και social, ειδικά στην Αθήνα, η οποία έχει γίνει πλέον πεδίο τουριστικής αισχροκέρδειας. Η νέα γενιά, όμως, έχει ανοιχτούς ορίζοντες και σύντομα θα δώσει τη δική της απάντηση στη χορευτική σκηνή. Μην ξεχνάμε πως ιστορικά στα μέσα κάθε δεκαετίας γίνονται τα καλύτερα».
Σύμφωνα με τον Γιάννη Ραουζαίο (κριτικός κινηματογράφου/ερευνητής), o οποίος έχει συμμετάσχει και συνδιοργανώσει πλήθος οπτικοακουστικές και κινηματογραφικές εκδηλώσεις καθώς και εκδηλώσεις λόγου, ανάμεσά τους τα Indie και Electro Free Festival, και είναι μέλος της καλλιτεχνικής και ελευθεριακής κολεκτίβας Κενό Δίκτυο: «Τα rave στο παρελθόν ήταν λιγότερο κανονικοποιημένα στο πλαίσιο της μουσικής κουλτούρας της εποχής τους. Έμοιαζαν με μια τρύπα στην πραγματικότητα από την οποία έρχονταν εικόνες, σχέσεις και ήχοι από έναν άλλο κόσμο· ίσως από αυτόν που θα ερχόταν, ή ελπίζαμε ότι θα ερχόταν! Κάθε βραδιά ήταν μια γιορτή και πιστεύαμε ότι τίποτα δεν θα ήταν ίδιο την επόμενη ημέρα.
Σήμερα, η dance επανάσταση έχει ολοκληρωθεί. Τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά της όσον αφορά τη σωματικότητα, το βίωμα, την επαφή και την υπέρβαση διατηρούνται για τους συμμετέχοντες, ειδικά για τους νεότερους, αλλά στο σύνολό της η rave κατάσταση και χειρονομία έχει αφομοιωθεί, συνιστώντας πλέον όχι μια ολοκληρωμένη αντικουλτούρα αλλά άλλη μια παράλληλη υποκουλτούρα τέχνης και εκφραστικότητας. Σήμερα τα rave είναι πολυδιάστατα, αλλά σπάνια είναι απολύτως ανοιχτά και συμπεριληπτικά ως προς τις διαφορετικές μουσικές υποκουλτούρες. Περισσότερο είναι στοχευμένα σε κάποια συγκεκριμένα είδη ηλεκτρονικής μουσικής. Παραμένουν, όμως, εξίσου οργιαστικά όσον αφορά τις σχέσεις που δημιουργούνται μέσα από αυτά. Συνοψίζοντας την εμπειρία της εξέλιξης των ηθών τα τελευταία 35 χρόνια, ενδεχομένως να είναι περισσότερο “ανοιχτά” από παλιότερα.
Από την άλλη πλευρά, όμως, η αίσθηση ότι αλλάζει ο κόσμος μέσα από αυτά ουσιαστικά έχει δώσει τη θέση της σε μια πιο ατομικιστική προσέγγιση, έτσι ώστε να αποτελούν μέρος μιας κουλτούρας νέου ηδονισμού. Όσο για τον τρόπο που διοργανώνονται, δεν θα τα χαρακτήριζα λιγότερο underground. Η αίσθηση που προαναφέραμε, όμως, ότι εδώ υπάρχει κάτι που έρχεται από κάποια άλλη διάσταση έχει ουσιαστικά παρέλθει για τις νεότερες γενιές που έχουν εύκολη πρόσβαση στο ίντερνετ και στις διάφορες εκδοχές της επικοινωνίας μέσω social ή ακόμη και της συλλογικής μνήμης που καλείται να εκφραστεί σε τέτοια events.
Π.χ. σήμερα δεν μαζεύεται μια παρέα και ένα τρελό βράδυ αποφασίζει ξαφνικά να φέρει μηχανήματα και να τα στήσει σε κάποιο σημείο, ενώ ένα άτομο θα πεταχτεί στα στέκια ή θα πάρει κάποια τηλέφωνα για να μαζέψει κόσμο και να πραγματοποιηθεί το event. Αντ’ αυτού, η επικοινωνία με το κοινό θα γίνει αποκλειστικά μέσα από κάποιο ποστ σε μια ανοιχτή ή κλειστή ομάδα στο Facebook ή σε κάποιο άλλο από τα socials. Ειδικότερα τα τελευταία χρόνια, το Instagram έχει σηκώσει περισσότερο από το Facebook το φορτίο της επικοινωνίας, της παρουσίασης, των γκρουπ και των ομάδων που οργανώνουν rave parties όλων των μορφών, ειδικά όσων αφορούν το underground techno».
Αν αποτελούν όμως μέρος μια κουλτούρας νέου ηδονισμού, όπως αναφέρει ο Γιάννης, εύλογα κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί ότι τα queer parties είναι μια μετεξέλιξη των rave parties των ’90s. O Σωτήρης Τρέχας aka The Dreamer, το άτομο που διοργανώνει τη δημοφιλή Purple Night, δεν πιστεύει κάτι τέτοιο.
«Η λέξη queer είναι ένας όρος σχετικά καινούργιος. Όταν χαρακτηρίζουμε ένα πάρτι ως queer, θέλουμε να υποδηλώσουμε πως το κοινό του event θα είναι συμπεριληπτικό, απελευθερωμένο, ενδεχομένως πιο νεανικό. Ως rave χαρακτηρίζουμε ένα event το οποίο συνήθως δεν πραγματοποιείται σε κάποιο στημένο venue, έχει έντονο DIY χαρακτήρα, με μουσικές που κυμαίνονται στο φάσμα του techno. Προσωπικά, πιστεύω πως, παρότι έχουν κοινά στοιχεία, τα queer parties και τα rave δεν είναι το ίδιο. Τα μεν κάνουν focus στο κοινό, τα δε στη μουσική, με την απελευθέρωση κοινό παρονομαστή.
Πιστεύω πως με το Ιnstagram και γενικά τα social media, καθώς και τους νέους νόμους περί της οργάνωσης των events, το underground πέθανε. Ένα μουσικό event στήνεται πλέον με συγκεκριμένους τρόπους, προκειμένου να είναι κερδοφόρο, ασφαλές και γενικότερα επιτυχημένο. Η κυβέρνηση δεν νοιάζεται για συμπεριληπτικότητα και απελευθέρωση αλλά για φοροαπαλλαγή και καθωσπρεπισμό. Τα rave, λοιπόν, έπρεπε να αλλάξουν, ακολουθώντας αυτές τις συνθήκες. Ακόμα και οι βιομηχανικές αποθήκες στη μέση του πουθενά που φιλοξενούν rave πλέον έχουν άδειες. Ενδεχομένως αυτό είναι κάτι καλύτερο από την παρανομία και την επικινδυνότητα των rave του παρελθόντος».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.