Ο Θανάσης Δεληγιάννης μεγάλωσε παίζοντας νταούλι δίπλα στον πατέρα του, που έπαιζε κλαρίνο. Γεννημένος στη Λάρισα, προερχόμενος από μουσική οικογένεια, βίωσε από μικρός τα πανηγύρια της υπαίθρου και αργότερα της πόλης, κρατώντας μέσα του αναμνήσεις, ακούσματα, ερεθίσματα.
Μουσικός με σύγχρονες αναζητήσεις, ζει στο Άμστερνταμ από το 2007 - χρονιά που έβαλε οριστικά λουκέτο το ιστορικό κέντρο δημοτικών τραγουδιών με κλαρίνα «Έλατος» στην πλατεία Λαυρίου, λίγο πιο κάτω από την Ομόνοια - και δραστηριοποιείται στο πλαίσιο της ομάδας Ι/Ο, της οποίας είναι και συνιδρυτής.
Μαζί με διεθνείς καλλιτέχνες δημιουργούν crossover παραστάσεις με έμφαση στη μουσική και στον ήχο. Παράλληλα, έχει γράψει μουσική για σημαντικά σύνολα ανά την Ευρώπη και την Αμερική, ενώ έχει συνεργαστεί με σκηνοθέτες όπως ο Heiner Goebbels (Manchester International Festival 2018) και ο Δημήτρης Παπαϊωάννου (Tanztheater Wuppertal Pina Bausch Company 2017-18).
Το ΕΝΑ ΕΝΑ είναι μια εγκατάσταση, ίσως και αναβίωση, με κάποιον τρόπο, των γλεντιών με δημοτικά τραγούδια παλαιότερων δεκαετιών, αλλά μέσα από τα μάτια νέων καλλιτεχνών, όπως ο Δεληγιάννης και οι συνεργάτες του, φιλτραρισμένα από τους δικούς τους μουσικούς προσανατολισμούς. Στήθηκε μετά από ατέλειωτες ώρες έρευνας που έκανε ο ίδιος, ακούγοντας άπειρα παραδοσιακά τραγούδια και παρακολουθώντας βίντεο μιας εποχής εν πολλοίς ξεχασμένη.
Βέβαια, τα πανηγύρια ζουν και θριαμβεύουν σε όλη την ελληνική επικράτεια, ίσως λίγο διαφορετικά από αυτό που ήταν κάποτε. Η ολλανδική ομάδα Ι/Ο παρουσιάζει τη δική της εκδοχή στο -1 της Στέγης και μετατρέπει τον εκθεσιακό χώρο σε ένα επαρχιακό κέντρο διασκέδασης με τραπέζια και πλαστικές καρέκλες, ρετσίνα και μπίρα, κλαρίνα και ηλεκτρονική μουσική.
Έπρεπε να καταλάβουμε τι σημαίνει Μάκης Χριστοδουλόπουλος, τι σημαίνουν οι πιο παλιοί τραγουδιστές ή οι παλιοί κλαριντζήδες, που ήταν πάρα πολύ καλοί. Έπρεπε να το εκτιμήσουμε αυτό και να καταλάβουμε τι σημαίνει για την αισθητική που κουβαλάνε αυτοί οι άνθρωποι, κι έτσι να το φέρουμε όλο αυτό μέσα στο έργο. Αυτό έψαχνα κι εγώ.
— Καταρχάς, θα ήθελα να μου πεις πώς κατάφερες να πείσεις στους συνεργάτες σου να κατανοήσουν όχι μόνο το είδος της μουσικής αλλά και την ατμόσφαιρα των πανηγυριών.
Πήρε πολύ καιρό. Ήταν μια διαδικασία που πήρε αρκετό καιρό, για μουσικό έργο. Μέχρι την πρεμιέρα, πάνω από έναν χρόνο. Λόγω κορωνοϊού όλα πήγαιναν αργά, πρόβες ακυρώνονταν, η ομάδα είναι και διεθνής, οπότε πολύ εύκολα μπορούν όλα να καθυστερήσουν. Εγώ είχα την άνεση όλο αυτό το διάστημα να καλέσω την ομάδα σε αυτόν τον «κόσμο».
Ευτυχώς, κάποιοι συνεργάτες μου είναι Έλληνες κι αυτό βοήθησε πάρα πολύ ώστε και εκείνοι με τη σειρά τους να βοηθήσουν τους άλλους. Η τραγουδίστριά μας Νατάσα Τσακηρίδου είναι από τη Θεσσαλονίκη και φέρει όλο αυτόν τον κόσμο, χωρίς να είναι η ίδια τραγουδίστρια που τραγουδάει σε πανηγύρια, δηλαδή στα κλαρίνα του ’70 και του ’80. Είναι πιο πολύ της παράδοσης Πόντου - Θράκης.
— Που θα λέγαμε ότι είναι λιγότερο «πανηγυριώτικα»;
Πανηγυριώτικα με την έννοια του νεο-δημοτικού, της διασκέδασης, τα κλαρίνα, που λέμε. Οπότε για τους δυο μας, με μια «κρυφή» αγάπη, για μένα κρυφή, γιατί η Νατάσα γούσταρε. Αλλά έπρεπε να καταλάβουμε τι σημαίνει Μάκης Χριστοδουλόπουλος, τι σημαίνουν οι πιο παλιοί τραγουδιστές ή οι παλιοί κλαριντζήδες, που ήταν πάρα πολύ καλοί. Έπρεπε να το εκτιμήσουμε αυτό και να καταλάβουμε τι σημαίνει για την αισθητική που κουβαλάνε αυτοί οι άνθρωποι, κι έτσι να το φέρουμε όλο αυτό μέσα στο έργο. Αυτό έψαχνα κι εγώ.
— Τι εννοούμε όταν λέμε πανηγύρι; Η μουσική είναι παραδοσιακή ή κάτι μπασταρδεμένο;
Νομίζω ότι είναι κάτι ακόμα πιο σύνθετο. Είναι ένα χάσμα που όχι μόνο αλλάζει μέσα στις δεκαετίες αλλά, αν πάρεις, ας πούμε, το ’80 ως φέτα, συνυπάρχουν μέσα σε αυτό πολλά πράγματα. Δηλαδή υπάρχει το ατόφιο πανηγύρι πάνω στο βουνό, υπάρχει το άλλο πανηγύρι, που είναι στον κάμπο, υπάρχει το γλέντι, τα κλαρίνα και τα μαγαζιά στην πόλη, γύρω από την Ομόνοια στην Αθήνα.
Αυτό που εγώ ακούμπησα είναι τα υλικά που βρήκα και κάπως τα ερωτεύτηκα των δεκαετιών ’70, ’80 και ’90, αλλά και συγκεκριμένοι άνθρωποι, όπως οι τραγουδιστές Καρναβάς, Μαργαρώνη, Κωνσταντίνου, οι κλαριντζήδες Βασιλειάδης, Σούκας, Μπέκος, όλοι αυτοί που ξεσήκωναν τον κόσμο. Αν πας πιο πίσω, υπάρχει και ο εκείνος που πληρώνει και θέλει το τραγούδι του για να το χορέψει ο ίδιος και η γυναίκα του.
— Παραγγελιά;
Ναι, και οι μουσικοί έπαιζαν το τραγούδι του, ακολουθώντας τον χορευτή. Στα Ζαγοροχώρια υπάρχει πανηγύρι που δεν δέχεται ηλεκτρονικό ήχο. Θέλει να μείνει ίδιο ακριβώς όπως παλιά, δεν έχουν ηλεκτρονικά όργανα, μόνο ενίσχυση. Εκεί, αν πας την τελευταία μέρα του τριήμερου πανηγυριού, γύρω στον Δεκαπενταύγουστο, υποτίθεται ότι μόνο οι χωριανοί μπορούν να κάνουν παραγγελιά και όχι μόνο θα δώσουν τα λεφτά τους για να χορέψουν το τραγούδι που γουστάρουν αλλά ο χορευτής θα δώσει και τον ρυθμό. Έτσι πάει, και έτσι πληρώνονται και οι μουσικοί με κάποιον τρόπο.
Αυτό δεν το βάλαμε στην παράσταση, γιατί κρατήσαμε μόνο λειτουργίες με τις οποίες να μπορεί να συνδεθεί κάποιος και εκτός Ελλάδας. Δημιουργήσαμε μια συνθήκη μέσα στην οποία θα μπει ο άλλος και ασχολούμαστε με την αισθητική των κλαρίνων που για μένα έχει κάτι ερωτικό, όχι σεξουαλικό, όπως στο σκυλάδικο, καθώς βλέπεις την τραγουδίστρια, που είναι «νύχτα», αλλά θα μπορούσε να είναι και νοικοκυρά.
— Στο χωριό η σεξουαλικότητα δεν ήταν καλυμμένη;
Με τα κλαρίνα αρχίζει κάπως να ανοίγει. Είναι πριν από τα μπουζούκια, αυτό που συμβαίνει στην πόλη. Είναι το χωριό που ήρθε στην πόλη και αρχίζει να υποψιάζεται τα πράγματα της νύχτας.
— Κι αρχίζει να σηκώνεται η φούστα της τραγουδίστριας ή και της πελάτισσας.
Όσο μπορεί να γίνεται αυτό το ’70 και μετά, το ’80. Αυτό σιγά σιγά αλλάζει.
— Τοποθετείς την παράσταση σε συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο;
Είναι άχρονη, αλλά σίγουρα δίνει την αίσθηση ότι πηγαίνει προς τα πίσω, λίγο σαν ανάμνηση.
— Φτάνοντας στο ξεσάλωμα του ’90;
Αν θες να το δεις, μπορείς να το δεις. Δεν προσπαθώ να κάνω κάτι ρετρό. Και μουσικά ξεφεύγει η παράσταση.
— Μουσικά ανήκεις στην ηλεκτρονική μουσική. Πώς συνδέεσαι ο ίδιος με αυτό;
Μεγάλωσα παίζοντας νταούλι δίπλα στον πατέρα μου, που παίζει κλαρίνο. Σήμερα γράφω αυτό που σπούδασα πριν από μία δεκαετία και είναι αυτό που μπορώ να φέρω, αν μου γίνει μια ανάθεση από μουσικό σύνολο. Κάνω πάντα μια μείξη. Δεν κρατιέμαι και βάζω μέσα και τον ήχο και κάτι παραστατικό. Ο ήχος για μένα είναι εκείνο που ακολουθώ για να γράψω κάτι, από κει ανοίγουν όλα.
— Εντάσεις και μια ελληνικότητα;
Ναι, γιατί τα περισσότερα έργα που κάνω έχουν αναγκαστικά αυτό το στοιχείο, πολύ περισσότερο αυτό το έργο, του οποίου το θέμα είναι η ελληνικότητα. Το παίρνω, το αναλύω, το βάζω μέσα στο έργο όπως είναι και το μετατοπίζω. Άλλες φορές μεταγράφω το πανηγύρι με τα λάθη του και ζητάω από τους σύγχρονους μουσικούς να το παίξουν με ακρίβεια. Πρόκειται για ένα είδος παρτιτούρας αυτού που βλέπω μπροστά μου.
— Στο «ΕΝΑ ΕΝΑ» τι έκανες;
Σε αυτό ασχοληθήκαμε με ορισμένα τραγούδια, ακούγοντας πάρα πολλά αλλά και πολλές βερσιόν κάθε τραγουδιού. Καταλήξαμε στα τραγούδια που κάτι μου λένε, παρουσιάζουν μουσικό ενδιαφέρον για μένα, πιστεύοντας ότι κάτι θα μπορούσαν να πούνε και σε κάποιον άλλον. Τα κατέγραψα, τα έδωσα στους μουσικούς μας, που όμως δεν είναι κλασικοί μουσικοί, είναι πιο τζαζ και free, ελεύθεροι, που μπορούν να ξεφύγουν εύκολα από αυτό που τους δίνεις. Τους έδωσα αυτό το υλικό κάπως απλοποιημένο, για να μην μπερδευτούμε με το τι σημαίνει ερμηνεία της παρτιτούρας, το μελέτησαν, το δουλέψαμε μαζί, και από απόσταση και από κοντά, και πιστεύω ότι έχουν πετύχει κάτι πολύ σπουδαίο.
Ο George Dumitriu είναι Ρουμάνος βιολιστής, κατάφερε να το κάνει εύκολα, η Kaja Draksler πιανίστρια ανερχόμενη στην Ευρώπη, της άρεσε η πρόκληση και ο Ολλανδός ντραμίστας Onno Govaert έκανε φοβερά πράγματα, ειδικά με το τσιφτετέλι. Χρειάστηκε να το ψάξει για να γκρουβάρει και, φυσικά, μπορεί να κάνει απίστευτα πράγματα.
Πολλές φορές πιστεύω ότι τους περιορίζω, αλλά, ευτυχώς, μέσα στο έργο βρίσκουν χώρο να ανοιχτούν και εκείνοι σε άλλες μουσικές κατευθύνσεις.
— Τι θα αναγνώριζε ένας Θεσσαλός συμπατριώτης σου που θα παρακολουθούσε την παράστασή σου;
Στην Ουτρέχτη, όπου κάναμε πρεμιέρα, ήρθε μεικτό κοινό μεγαλύτερης και νεότερης ηλικίας, Έλληνες και ξένοι. Όσοι έρχονταν από την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή τούς θύμιζε κάτι. Δύο κυρίες Ελληνίδες ήταν μέσα στην τρελή χαρά, νόμιζαν ότι ήταν μπουζούκια, αλλά τους άρεσε γιατί ήταν κάτι που ήταν και δικό τους αλλά και σύγχρονο θέαμα.
— Θα το χαρακτήριζες περφόρμανς, παράσταση, συναυλία;
Εγώ χαίρομαι που δεν ξέρω πώς να το ονομάσω, γιατί απλώς προσπάθησα να κάνω κάτι. Και συναυλία είναι, και κάτι πιο περφόρματιβ έχει μέσα, και είναι κάτι σαν εγκατάσταση. Μπαίνεις σε έναν χώρο, ο οποίος σε περιβάλλει.
— Ωστόσο πρόκειται για σκηνογραφία, δεν είναι αυθεντικός ο χώρος.
Ναι, έτσι κι αλλιώς αυτό που θέλαμε να κάνουμε ήταν να πάρουμε ένα πανηγύρι, την ευτελή αισθητική που γίνεται στα γρήγορα.
— Με συμμετοχή του κοινού, σε μια διαδραστική συνθήκη;
Στη Στέγη θα μπορούν να συμμετάσχουν πενήντα άτομα. Είναι ένα έργο που οπωσδήποτε έχει ανάγκη το κοινό για να λειτουργήσει.
— Σηκώνονται και χορεύουν;
Όχι, δεν περιμένω κάτι τέτοιο από το κοινό. Καταλαβαίνει ο κόσμος ότι κάτι είναι περίεργο, υπάρχει μια απόσταση, δεν περιμένουμε να γίνει interaction και να σηκωθούν για να χορέψουν. Αν και κάποιος στην Ολλανδία σηκώθηκε να χορέψει.
— Χρειάζεται διάρκεια για να δημιουργηθεί κέφι και να ξεφύγει η κατάσταση.
Βέβαια, σε ένα προηγούμενο έργο μας, που ήταν μια πρώτη ενασχόληση-εκδοχή με τον Έλατο ως εναρκτήρια ιδέα, πριν από τρία-τέσσερα χρόνια, υπήρχε η ιδέα να είναι ένα έργο-εγκατάσταση έξι ωρών μέσα στο οποίο να μπαίνεις, αν θέλεις, και να μένεις ή να φεύγεις, αναλόγως. Η συνθήκη σε αυτό ήταν «πάω να φτιάξω κατάσταση πανηγυριού, η οποία είναι συνέχεια υπό κατασκευή» και μπορεί να φέρει κέφι, μπορεί και όχι. Δεν έγινε, το αφήσαμε στην άκρη και τώρα είμαστε εδώ, με νέα ψυχοσύνθεση, κάνοντας αυτό το έργο.
— Ο τίτλος «ΕΝΑ ΕΝΑ» που παραπέμπει;
Μπορείς να το δεις με πολλούς τρόπους: ένα προς ένα, ένας κι ένας, ένας-ένας στον χρόνο, πάμε βήμα-βήμα. Επίσης, στους στίχους των τραγουδιών που έχω διαλέξει υπάρχει πολύ το «ένα-ένα».
— Θα έλεγες ότι θέλεις να διασώσεις μια εποχή και ένα ιδίωμα;
Δεν με αφορά αυτό. Αν δεν μπορεί να διασωθεί επειδή κάποιοι δεν ασχολούνται με αυτό, κάτι σημαίνει. Εμένα με ενδιαφέρει να δώσω κάτι έντονο σε κάποιον που μπορεί να έρθει να το δει σήμερα, μια συνθήκη όπου κάποιος που θα έρθει θα μπορεί να σκεφτεί κάτι για τον εαυτό του. Δεν θέλω να του πω «αξίζει η μουσική αυτή, ελάτε να τη δείτε». Παραπλεύρως μπορεί να συμβεί κι αυτό, το αγαπώ γι’ αυτό το κάνω.
— Τι εικόνες είχες από το κέντρο «Έλατος», που εγώ το πρόλαβα στην απόλυτη παρακμή του λίγο πριν κλείσει;
Εγώ δεν πήγα ποτέ, αλλά έχω ένα κλιπ τρεισήμισι λεπτών όπου βλέπεις έναν ντραμίστα που βαριέται, μια τραγουδίστρια που δεν τραγουδάει εκείνη τη στιγμή, γιατί παίζει την «Ιτιά» ο κλαριντζής, μια άλλη τραγουδίστρια με κοντή φούστα, έναν χορευτή που περνάει μπροστά από την κάμερα, έναν σερβιτόρο που πηγαίνει μια μπίρα στον κλαριντζή και του λέει «από τον κύριο εκεί».
Όλο αυτό εμένα μου φάνηκε ένα ζωντανό πράγμα, μια χορογραφία ζωής, μου φάνηκε από μόνο του έργο τέχνης. Το πήρα και άρχισα να αναλύω όλους τους χαρακτήρες που εμφανίζονταν. Από κει, που ήταν το προηγούμενο έργο μου, βρήκα κάποια τραγούδια και προχώρησα σε αυτό το έργο.
— Αυτήν τη θεατρικότητα ψυχανεμίζομαι ότι χρησιμοποιείς και στο «ΕΝΑ ΕΝΑ».
Υπάρχει μια τραγουδίστρια και ένας σερβιτόρος και ασχολούμαστε με το τι σημαίνει να υπάρχουν αυτοί οι δυο μέσα στον χώρο, ενώ μέσα από την κάμερα ασφαλείας, εικόνα της οποίας θα βλέπουν κάποια τραπέζια, δίνεται προσοχή σε κάποιες λεπτομέρειες. Όντως υπάρχει κινησιολογία και κάποιου είδους δράση. Αλλά αυτά θα τα δείτε και από κοντά.
Θανάσης Δεληγιάννης & Ι/Ο – Ένα Ένα
Σύλληψη, σκηνοθεσία, ηχητικός σχεδιασμός, περφόρμανς: Θανάσης Δεληγιάννης
Σκηνογραφία & σχεδιασμός φωτισμών: Roelof Pothuis
Δραματουργία: Γιάννης Μιχαλόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη & βοηθός παραγωγής: Δανάη Μπελοσίνωφ
Ενδυματολόγος: Βασιλική Σουρρή
Τεχνικός ήχου: Κώστας Χαϊκάλης
Τεχνικός διευθυντής & τεχνικός φώτων: Κωνσταντίνος Μαργκάς
Creative coder: David Jonas
Project development: Frank van der Weij
Φωνή: Νατάσα Τσακηρίδου
Βιολί: George Dumitriu
Πλήκτρα: Kaja Draksler
Ντραμς: Onno Govaert
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση (Εκθεσιακός Χώρος -1)
17-20/11, Τετ. 22:00, Πέμ-Σάβ. 19:30 & 22:00
Για τις ανάγκες της παράστασης, οι θεατές κάθονται ανά 4 άτομα σε τραπέζια, με προαιρετική την κατανάλωση ποτού.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.