Το ραντεβού μου με τον Τάσο Βρεττό και τη Νάντια Αργυροπούλου είχε οριστεί για αργά το απόγευμα, λίγες ώρες πριν από την αλλαγή του χρόνου, καθώς η τελευταία, η οποία είναι και η επιμελήτρια της έκθεσης (από κοινού με τον Γιώργο Τζιρτζιλάκη), με είχε συμβουλέψει ότι όσο πλησιάζει η ώρα που το φως της μέρας πέφτει τόσο ο χώρος παίρνει τη διάσταση που ταιριάζει περισσότερο στα εκθέματα.
Η έκθεση «Το αίνιγμα του δάσους» ευτυχώς πήρε παράταση και επιτέλους προλαβαίνουμε να τη δούμε όσοι δεν είχαμε προλάβει ως τώρα. Είχα ακούσει πολλά και θετικά σχόλια, αλλά ομολογώ ότι, πλησιάζοντας το αινιγματικό κτίριο «Νόμπελ» της οδού Ήβης στο Χαλάνδρι, άρχισα να νιώθω περιέργεια γι’ αυτήν τη νέα δουλειά του εικαστικού φωτογράφου Βρεττού, του οποίου οι «Τ(ρ)όποι λατρείας» στο Μπενάκη πριν από μερικά χρόνια αποτέλεσε μια αδιαμφισβήτητα σημαντική έκθεση που αγκαλιάστηκε από χιλιάδες επισκέπτες.
Πλησιάζοντας, λοιπόν, καταρχάς αναρωτιέσαι τι είναι αυτό το άγνωστο και τόσο αλλόκοτο οικοδόμημα ανάμεσα στις πολυκατοικίες: ένας όγκος από μπετόν που μάλλον για πρώτη φορά ο δήμος Χαλανδρίου αποφάσισε να εκμεταλλευτεί, καθώς το προορίζει για πολιτιστικό κέντρο.
Αδιαμόρφωτο και δαιδαλώδες, θυμίζει κάπως την περίπτωση του Ωδείου Αθηνών του Δεσποτόπουλου (ιδιαίτερα το αμφιθέατρο που φέρει το όνομά του, καθώς υπάρχει ένα πανομοιότυπο όπου μπορείς να παρακολουθήσεις το πρότζεκτ σε βιντεοπροβολή) και όντως μοιάζει, έτσι αφημένο όπως ήταν κι εκείνο για χρόνια – στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί ιδανικό χώρο για την έκθεση του Τάσου Βρεττού.
Μια σειρά φωτογραφιών που συγχρόνως αποτελούν και έρευνα για τη ζωή των δασών, οικολογικού και όχι μόνο ενδιαφέροντος, εκτεθειμένη στους ψυχρούς μπετονένιους τοίχους του «Νόμπελ» και συνοδευμένη από την ηχητική εγκατάσταση του Μάκη Φάρου, δημιουργεί μια μοναδική αίσθηση μυστηρίου και υπαρξιακής αγωνίας.
Την ύποπτη ιστορία σχετικά με το πώς το κτίριο έμεινε ανολοκλήρωτο τη γνωρίζουν λίγοι, κάποιες πλευρές μου τις αφηγήθηκε η Νάντια Αργυροπούλου: πως κάποτε ανατέθηκε στον Χαλανδριώτη Γιώργο Μάρκου, έναν ιδιοφυή Έλληνα που εργαζόταν στο Βατικανό, να δημιουργήσει ένα μουσείο όπου θα φυλασσόταν το αρχείο του ελληνιστή εφευρέτη Άλφρεντ Νόμπελ (που έδωσε το όνομά του στο διεθνές βραβείο) και πως δεν πρόλαβε να το δει να ολοκληρώνεται γιατί πέθανε – μέρος του αρχείου μυστηριωδώς εξαφανίστηκε ή, τέλος πάντων, αγνοείται.
Ωστόσο, άφησε παρακαταθήκη στον τόπο του ένα αχανές κτίριο 3.000 τετραγωνικών, σχεδιασμένο από τους σπουδαίους αρχιτέκτονες Kenzō Tange και Edward Larrabee Barnes, με στοιχεία ιαπωνικού ζεν και βυζαντινής αρχιτεκτονικής.
Αρκετά χρόνια ο δήμος Χαλανδρίου δεν ήξερε τι να κάνει με αυτό, καθώς κληρονόμοι δεν υπάρχουν, αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, θα γίνει πολιτιστικό κέντρο κι έτσι θα βγουν κερδισμένοι οι Χαλανδριώτες, όπως και οι υπόλοιποι Αθηναίοι, από τις μελλοντικές δραστηριότητες.
Ο Τάσος Βρεττός έχει επίσης μεγαλώσει στην περιοχή, μάλιστα, όπως μου εξήγησε, εκεί έκανε στα νιάτα του και την πρώτη του έκθεση, στο Αετοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο, οπότε ήταν ο πρώτος στον οποίο σκέφτηκαν να παραχωρήσουν το «Νόμπελ» για να εκθέσει – και αποδείχτηκε η πιο κατάλληλη στιγμή. Είχε στα σκαριά ένα πρότζεκτ με αδημοσίευτο υλικό, για το οποίο ο συγκεκριμένος χώρος είναι ιδανικός: φωτογραφίες ενός απόκοσμου σύμπαντος, ένα «σώμα» που ζει και αναπνέει στο περιθώριο της ζωής των ανθρώπων, ο κόσμος των δασών.
Ο Βρεττός επισκέφτηκε τη Βαρυμπόμπη λίγο μετά την πυρκαγιά του 2021, μια βροχερή μέρα, για να δει σε τι κατάσταση είχε περιέλθει ένα από τα πιο αγαπημένα του φυσικά τοπία. Βρήκε αποκαΐδια, μαυρίλα, λάσπη. Έβγαλε τις πρώτες φωτογραφίες, αποτυπώνοντας εικόνες που σχεδόν τον στοίχειωσαν, και άρχισε να επιστρέφει, ξανά και ξανά, μέσα στη νύχτα, όταν το σκοτάδι έδινε μια ανησυχητική, αλλά συνάμα υπερφυσική διάσταση στους όγκους των δασών, καθιστώντας τα μια αυθύπαρκτη οντότητα.
Παράξενοι ήχοι ζώων και πουλιών, ύποπτοι θόρυβοι μέσα στη νύχτα δεν τον πτόησαν, οπότε έβγαλε φωτογραφίες χωρίς καμία απολύτως πηγής φωτός, μόνο με τυχαίες, π.χ. από το πέρασμα ενός αυτοκινήτου.
Δεν περιορίστηκε στη Βαρυμπόμπη και στην Αττική όμως, ταξίδεψε και μέχρι τη νότια Κρήτη, αναζητώντας τα δέντρα, αυτούς τους αιώνιους μάρτυρες, τους υπερήλικες συγκατοίκους μας πάνω στη γη.
Και το αποτέλεσμα; Μια σειρά φωτογραφιών που συγχρόνως αποτελούν και έρευνα για τη ζωή των δασών, οικολογικού και όχι μόνο ενδιαφέροντος, εκτεθειμένη στους ψυχρούς μπετονένιους τοίχους του «Νόμπελ» και συνοδευμένη από την ηχητική εγκατάσταση του Μάκη Φάρου, δημιουργεί μια μοναδική αίσθηση μυστηρίου και υπαρξιακής αγωνίας. Δεν έχουν υποστεί καμία ψηφιακή επέμβαση, όσο δύσκολο κι αν είναι να το πιστέψεις βλέποντας τη συνολική δουλειά – τα έργα αναδίδουν αυτό το μαγικό που ο Βρεττός εμπνεύστηκε.
Μάλιστα, στο συνοδευτικό έντυπο υλικό γίνεται και μια αναφορά στο εμβληματικό βιβλίο του Χένρι Ντ. Θορό, «Γουόλντεν ή η ζωή στο δάσος», καθώς οι ευμεγέθεις αίθουσες που φιλοξενούν την έκθεση αυτή, με τα κρυφά, αδιέξοδα δωμάτια και τα «ξέφωτα», θυμίζουν «μια παράδοξη επίσκεψη και αντιστροφή της περίφημης καλύβας» του βιβλίου.
Εικόνες ομαδοποιημένες αλλά και μεμονωμένες, άλλοτε ονειρικές, συχνότερα εφιαλτικές, τοποθετημένες σε νυχτερινά τοπία, και όχι μόνο, με φόντο τον χειμερινό γκρίζο ουρανό, που με έναν περίεργο τρόπο παραπέμπουν συγχρόνως στον θάνατο και τη ζωή.
«Δέρματα» δέντρων που μοιάζουν με τεράστια ερπετά, ζωόμορφοι –ίσως και ανθρωπόμορφοι– κορμοί, τρισδιάστατοι φλοιοί, κουφάρια που νομίζεις ότι μετρούν χρόνια και χρόνια ανυπαρξίας ή είναι σαν να έπεσαν από τον ουρανό –μετεωρίτες ή ξεκοιλιασμένα διαστημόπλοια–, μπλεγμένα μεταξύ τους πλοκάμια νεκρών θαλάσσιων τεράτων, απολιθωμένων στο πέρασμα των αιώνων, συχνά με μια αίσθηση κίνησης, αλλά συχνότερα απόλυτα νεκρωμένα.
Ωστόσο κάπου κάπου δείχνουν σημεία ζωής, όλο και ξεπετάγεται λίγο πράσινο εδώ, περισσότερη βλάστηση αλλού, άνθη, αν και το χρώμα είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο, ένα γαλάζιο παγωμένης νύχτας του Βορρά.
Ξεχώρισε περισσότερες από 4.000 λήψεις μέχρι να καταλήξει στα έργα της έκθεσης. Όταν όλα ήταν έτοιμα, οι εικόνες ξάφνιασαν, οι ερμηνείες ήταν πολλαπλές, μεταφυσικές στην πλειονότητά τους – φαίνεται ότι το σκοτάδι και η ηλικία των δέντρων ξυπνάνε στον άνθρωπο αισθήματα υπαρξιακής απόγνωσης και ενδοσκόπησης. Μίλησαν για κβαντική, για ψυχικές ιδιότητες των δέντρων, οι ημερίδες που συμπλήρωσαν το εικαστικό γεγονός συγκέντρωσε ακαδημαϊκούς και διανοητές απ’ όλους τους χώρους που μίλησαν για την αρχιτεκτονική, τη γλώσσα, το βίωμα και την τέχνη που συνδέονται με το «αίνιγμα» του δάσους.
Άλλωστε, η επιρροή του έργου του ανθρωπολόγου Eduardo Kohn με τίτλο «Πώς σκέφτονται τα δάση - Προς μια ανθρωπολογία πέρα από το ανθρώπινο» στο όλο πρότζεκτ ήταν καθοριστική για τη σύγχρονη προσέγγιση της σχέσης του ανθρώπου με την ανεξερεύνητη, αλλά συχνά αγρίως «βιασμένη» φύση.
Η εμπειρία ήταν υποβλητική, στις λίγες ώρες που απέμεναν μέχρι την αλλαγή του έτους μού δημιουργήθηκε μια αίσθηση ματαιότητας - αλήθεια, αυτές οι εικόνες για αρκετή ώρα δεν φεύγουν από το μυαλό σου. Πρόκειται για μια άκρως βιωματική συνθήκη, εντελώς απρόσμενη και πρωτότυπη σε σχέση με οποιαδήποτε εικαστική φωτογραφική έκθεση έχουμε επισκεφθεί το τελευταίο διάστημα.
Η έκθεση «Το αίνιγμα του δάσους» του Τάσου Βρεττού συνεχίζεται μέχρι τις 15 Ιανουαρίου 2023.
Κτίριο «Νόμπελ», Ήβης 30 & Τυμφρηστού, Χαλάνδρι