Τεχνουργήματα που αντανακλούν την ανάγκη της ανθρώπινης φύσης για εξερεύνηση, επικοινωνία και ανταλλαγή, τα πλοία, είναι το αντικείμενο που εξετάζει μέσα από διαφορετικές οπτικές σε δύο φωτογραφικές ενότητες η Χριστίνα Δημητριάδη στην έκθεσή της «Πλάνητες ορίζοντες» στην γκαλερί Ελένη Κορωναίου.
Το πρώτο μέρος έχει τίτλο «Ανατομία του πλοίου» και επικεντρώνεται στη σύνθεση του πλοίου, αναδεικνύοντας τη διαδικασία κατασκευής του, ενώ το δεύτερο, με τίτλο «Ever Blue», διερευνά την αποσύνθεση του πλοίου, εστιάζοντας στις επιπτώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας στον θαλάσσιο χώρο και στον εκφυλισμό της φυσικής ομορφιάς του.
Περιγράφοντας την καλλιτεχνική της πρακτική ως μια διαδικασία που μοιάζει σαν να πετάς ένα βότσαλο σε ήρεμα νερά, η Χριστίνα Δημητριάδη λέει ότι η δουλειά της διερευνά πώς το ατομικό συνδέεται με το προσωπικό, το κοινωνικό, το πολιτικό και το ιστορικό, με τους κυματισμούς να μην είναι πάντα προβλέψιμοι. Με αυτή την αναλογία το έργο της επιχειρεί να ανιχνεύσει τις λεπτές και συχνά αλληλοσυνδεόμενες σχέσεις ανάμεσα στις πράξεις, στα γεγονότα και στις συνέπειές τους, αποτυπώνοντας τις δυναμικές που διαμορφώνουν στο περιβάλλον διαβίωσης.
Από το 2015, η φωτογραφική δουλειά της Χριστίνας Δημητριάδη επικεντρώνεται στη θάλασσα και στο υδάτινο περιβάλλον, ερευνώντας την πλούσια ιστορία τους, το θαλάσσιο οικοσύστημα, τη βιωσιμότητα αλλά και τα πολύπλοκα ζητήματα της μετανάστευσης.
Στο φωτογραφικό της έργο μελετά εννοιολογικά τα περιβάλλοντα στα οποία ζούμε και αλληλεπιδρούμε. Εστιάζει στον άνθρωπο, στην ταυτότητά του και στα όριά του, διερευνώντας τη σχέση του με το περιβάλλον και τις συνεχείς μεταβάσεις του, καθώς και την αποξένωσή του τόσο από τον χώρο όσο και από τον χρόνο.
«Εικαστικά συνθέτω μια φωτογραφία μου έτσι ώστε να μπορεί να χωρέσει μια ολόκληρη κινηματογραφική ταινία· όπως ένα ποίημα μπορεί να συμπεριλάβει ένα μυθιστόρημα. Αποδίδω στις φωτογραφίες μου μια σκηνοθετημένη αρχιτεκτονική διάσταση, μια μινιμαλιστική προσέγγιση που επιδιώκει να αφαιρέσει την παρουσία του τυχαίου.
Οι εικόνες μου αποπνέουν έναν μνημειώδη χαρακτήρα, ακόμη και όταν αναφέρονται σε κάτι αόρατο. Αυτή η προσέγγιση καθοδηγεί το βλέμμα σε μια άλλη διάσταση, συχνά αόρατη, προκειμένου να κατασκευάσω μια νέα αναπαράσταση και μια διαφορετική ανάγνωση που έρχεται σε αντίθεση με τις τετριμμένες και στερεοτυπικές απεικονίσεις της πραγματικότητας», λέει.
Από το 2015, η φωτογραφική της δουλειά επικεντρώνεται στη θάλασσα και στο υδάτινο περιβάλλον, ερευνώντας την πλούσια ιστορία τους, το θαλάσσιο οικοσύστημα, τη βιωσιμότητα αλλά και τα πολύπλοκα ζητήματα της μετανάστευσης. Παρόλο που η Μεσόγειος συχνά παρουσιάζεται ως πολιτισμικός παράδεισος, στην πραγματικότητα αποτελεί έναν εξαιρετικά περίπλοκο ιστορικό και πολιτικό χώρο. Το πλοίο, ως μέσο μετακίνησης, υπήρξε το μέσο που επέτρεψε στον άνθρωπο να εξερευνήσει και να κατακτήσει τη θάλασσα.
«Μελετώντας τα πλοία, την εξέλιξή τους και τη χρήση τους ανά τους αιώνες, σκιαγραφώ τον ίδιο τον άνθρωπο, τις ικανότητες, τις επιθυμίες του αλλά και τις μεταβάσεις του, από την πιο βασική ανάγκη του για μεταφορά αγαθών και τροφίμων, την ανάγκη του για επικοινωνία και ανταλλαγή ιδεών και γνώσεων, τη μετακίνηση πληθυσμών και την επιθυμία για ψυχαγωγία και ταξίδια μέχρι τις πιο σκοτεινές επιδιώξεις της κατάκτησης του "άλλου".
Οι προκλήσεις αυτού του έργου ήταν μεγάλες και πολύ διαφορετικές από την πρώτη ενότητα, "Island Hoping", που αφορούσε τις βραχονησίδες. Οι βραχονησίδες δημιουργούσαν έναν άλλο τόπο, γεμάτο από παράλληλες αναγνώσεις, μεταφορικές και, πολλές φορές, μυθικές. Αντίθετα, τα περιβάλλοντα των πλοίων εξαφανίζουν αυτή την πρώτη εικόνα, τη φαντασιακή».
Τα τοπία των πλοίων είναι χώροι που σε επαναφέρουν σε μια πραγματικότητα όπου ο ιστορικός και ο μυθολογικός τόπος δεν έχουν πια χώρο να υπάρξουν. Η απόφαση να καταγράψω τα τοπία της "σύνθεσης και αποσύνθεσης" των πλοίων απαιτούσε την εγκατάλειψη της αίσθησης του φαντασιακού. Βρέθηκα σε χώρους όπου οι εντυπώσεις αντικαθίστανται από την αληθινή σύγκρουση ενός τοπίου, κάτι που θυμίζει τις κινηματογραφικές ταινίες του Ταρκόφσκι, με την αργή κινηματογραφική κίνηση να αποτυπώνει μια πραγματικότητα που μετρά τον χρόνο ανάποδα» λέει, ενώ, εξηγώντας τη ιστορία της καλλιτεχνικής της διαδικασίας και τι προκύπτει από αυτήν, μιλά για τη σύνδεσή της με τη μεγάλη αγάπη που έχει για τα έργα τέχνης, τη λογοτεχνία, την ποίηση και τον κινηματογράφο, τα μουσεία.
«Κατανοώ τη ζωή μέσα από το έργο, είτε το δικό μου είτε άλλων καλλιτεχνών. Τα μουσεία, τα θέατρα, οι βιβλιοθήκες, είναι οι χώροι που αναζητώ για να καταλάβω καλύτερα τη ζωή, τις ανθρώπινες σχέσεις, για να μπορέσω, στη συνέχεια να μεταδώσω αυτήν τη γνώση μέσα από τις εικόνες μου. Όσο μεγαλώνω, ο διάλογος με τους ανθρώπους μειώνεται, αλλά αυξάνεται ο διάλογος με το έργο τέχνης σε οποιαδήποτε μορφή κι αν είναι. Το έργο τέχνης λειτουργεί ως καθρέφτης της ύπαρξης και μέσω αυτού βρίσκω μια διαρκή σύνδεση με τον κόσμο γύρω μου και μέσα μου. Αυτός ο διάλογος με το έργο τέχνης, λοιπόν, είναι και ο τρόπος που εξελίσσεται η καλλιτεχνική μου διαδικασία, από την αναγνώριση του κόσμου ως την αναπαράστασή του».
Με το έργο της να εκφράζει γενικότερες ανησυχίες, μεταφυσικές και οικολογικές, που συνδέονται με την κοινωνία και τον πολιτισμό σήμερα παρατηρεί ότι «ζούμε σε μια εποχή βαθιάς αποξένωσης, τόσο από το φυσικό περιβάλλον όσο και από τον κοινωνικό μας χώρο. Η σχέση μας με τη φύση έχει διαταραχθεί δραματικά, ενώ οι οικολογικές λύσεις που προτείνονται συχνά δεν επαρκούν ώστε να αντισταθμίσουν τις σοβαρές συνέπειες της ρύπανσης και της ανεξέλεγκτης εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων.
Οι κοινωνίες και τα κράτη λειτουργούν με διπολικότητα, με τους αντίθετους πόλους να έρχονται σε σύγκρουση αντί να συνεργάζονται, δημιουργώντας κοινωνίες όπου κυριαρχούν ο φόβος και το αίσθημα της απογοήτευσης αντί μια δημιουργική και συνεργατική διάθεση. Η αποξένωση από τη φύση και ο φόβος μεταξύ των ανθρώπων είναι φαινόμενα που συνδέονται άμεσα με την κρίση των αξιών και την αποδυνάμωση των συλλογικών μας δεσμών.
Η Χριστίνα Δημητριάδη επιθυμεί το κοινό να βλέπει τα έργα της ως χώρους περισυλλογής, όπου μπορούν να σταθούν και να εξετάσουν τον άνθρωπο, τη ζωή, τη φύση και τον κόσμο γύρω τους, και επιθυμεί αυτά τα έργα να γίνουν και δικά τους κανάλια κατανόησης και αποδοχής ενός κόσμου τόσο απέριττου και χαοτικού.
«Θέλω να ανοίξουν τα μάτια τους, να προκαλέσουν σκέψεις και συναισθήματα που θα τους οδηγήσουν σε μια βαθύτερη κατανόηση της δικής τους ύπαρξης και της σύνθετης πραγματικότητας που ζούμε. Μέσα από αυτήν την εμπειρία θέλω να δημιουργηθεί μια σύνδεση, μια αλληλεπίδραση με τον κόσμο που μας περιβάλλει», λέει.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την φωτογραφική έκθεση «Πλάνητες Ορίζοντες» εδώ.