Με την έκθεση «Michael Schmidt – A New German Perspective», το Jeu de Paume στο Παρίσι, τιμά έναν φωτογράφο που ιχνηλάτησε τη μεταπολεμική Γερμανία και το Βερολίνο πριν και μετά τον Ψυχρό Πόλεμο εστιάζοντας τον φακό του στην καθημερινότητα, τα πρόσωπα που συγκρότησαν την πόλη στην οποία έζησε μέχρι το θάνατό του το 2014.
Από τους πιο επιδραστικούς φωτογράφους του 20ού αιώνα, διάσημος για τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του, ο Σμιτ ήταν ο πρώτος Γερμανός φωτογράφος που τα έργα του εκτέθηκαν στο MoMA το 1996. Ο ίδιος έλεγε πως όταν φωτογραφίζει είναι σαν να μπαίνει σε ένα σοκάκι που τον αναστάτωνε και χρειάζεται πολύ χρόνο να το διαβεί και να βγει από αυτό.
Λίγο πριν πεθάνει, ο τότε Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Κόφι Ανάν του απένειμε για τη νεωτερικότητα και την ιδιαιτερότητα του θέματός του το Prix Pictet, ένα παγκόσμιο βραβείο που απονέμεται ετησίως σε έναν φωτογράφο του οποίου το έργο είναι εξαιρετικής ποιότητας και έχει συμβάλει στην περιβαλλοντική συνείδηση.
Ο Γάλλος φωτογράφος Luc Delahaye είπε για τον Σμιτ ότι «η γλώσσα του είναι μια γλώσσα ακριβείας και το εργαλείο του είναι το πιο απλό: μια μικρή κάμερα 35 χιλιοστών και λίγα ρολά ταινιών. Οι εικόνες του φαίνονται απλές με την πρώτη ματιά και η αντι-συναισθηματικότητά τους, η άρνησή τους για όλα τα κόλπα της συνηθισμένης αποπλάνησης του θεατή, η σύνεση και η διαύγεια τους δημιουργούν μεγάλη ένταση και επίδραση».
Το έργο για το οποίο βραβεύτηκε, το «Lebensmittel» (Τρόφιμα), ήταν μια εξαιρετικά διεισδυτική σειρά φωτογραφιών που αφορούσε την κατανάλωση τροφών και την παγκόσμια βιομηχανία τροφίμων. Ο Σμιτ, που εργαζόταν επίμονα τέσσερα ή περισσότερα χρόνια σε ένα και μόνο έργο, αφιέρωσε επτά χρόνια στην τεκμηρίωση της βιομηχανίας τροφίμων, τραβώντας χιλιάδες φωτογραφίες και στη συνέχεια φτιάχνοντας μια αφήγηση καρέ-καρέ, που πίστευε ότι αυξάνει τη συναισθηματική δύναμη του έργου.
Ο Γάλλος φωτογράφος Luc Delahaye είπε για τον Σμιτ ότι «η γλώσσα του είναι μια γλώσσα ακριβείας και το εργαλείο του είναι το πιο απλό: μια μικρή κάμερα 35 χιλιοστών και λίγα ρολά ταινιών. Οι εικόνες του φαίνονται απλές με την πρώτη ματιά και η αντι-συναισθηματικότητά τους, η άρνησή τους για όλα τα κόλπα της συνηθισμένης αποπλάνησης του θεατή, η σύνεση και η διαύγεια τους δημιουργούν μεγάλη ένταση και επίδραση».
Ο Σμιτ γεννήθηκε στο ανατολικό τμήμα του Βερολίνου στις 6 Οκτωβρίου 1945. Η οικογένειά του μετακόμισε στο Δυτικό Βερολίνο πριν από την ανέγερση του Τείχους το 1961. Με την παρότρυνση της οικογένειάς του έπιασε δουλειά ως αστυνομικός για να εξασφαλίσει μια σταθερή διαβίωση, αλλά εγκατέλειψε για να ακολουθήσει το πάθος του για τη φωτογραφία. Ο Σμιτ ήταν αυτοδίδακτος φωτογράφος και πολύ αργότερα, ενώ δούλευε ήδη ως ελεύθερος επαγγελματίας, πήρε μαθήματα σε μια σχολή φωτογραφίας που την παρακολούθησε για αρκετά χρόνια.
Η αναδρομική έκθεση στο Jeu de Paume ανοίγει με τις πρώτες φωτογραφίες του αυτής της περιόδου, στα μέσα της δεκαετίας του 1960 στο Δυτικό Βερολίνο.
Αποτυπώνει με τον φακό του μια πόλη σημαδεμένη ακόμη από τον πόλεμο καθώς και τις ζωές των συμπολιτών του, όπως στη σειρά 28 φωτογραφιών του στις οποίες καταγράφει μια μέρα δύο εργαζόμενων γυναικών, μιας γιατρού και μιας εργάτριας.
Το 1976, ίδρυσε το Werkstatt für Fotografie στο VHS Berlin-Kreuzberg, το οποίο έγινε ένα σημαντικό φόρουμ για διεθνείς συζητήσεις για τη φωτογραφία στο (Δυτικό) Βερολίνο.
Το βιβλίο του Σμιτ του 1987, περιλαμβάνει την επική του σειρά «Waffenruhe» που καταγράφει την κατάσταση του Βερολίνου μετά από χρόνια Ψυχρού Πολέμου μέσω επαναλαμβανόμενων λήψεων του Τείχους του Βερολίνου, καθώς και εικόνες καταστραμμένων παραθύρων, σκουριασμένων μεταλλικών δοκών και σχεδόν μαύρων δρόμων.
Είναι η εποχή που παίρνει την κάμερα στο χέρι και αρχίζει να φωτογραφίζει αυθόρμητα χωρίς τριπόδι. Το 2018 το θέατρο Volksbühne στο Βερολίνο παρουσίασε το πιο διάσημο έργο του «Waffenruhe» ως νυχτερινή προβολή στην πρόσοψή του.
Στα εξήντα του, οκτώ χρόνια πριν από το θάνατό του, επανεφευρίσκει τον εαυτό του, χρησιμοποιώντας χρώμα για πρώτη φορά.
Η «Michael Schmidt – A New German Perspective» θα διαρκέσει στο Jeu de Paume μέχρι τις 29 Αυγούστου. Έπειτα θα ταξιδέψει στο μουσείο Reina Sofia της Μαδρίτης από τις 21 Σεπτεμβρίου 2021 έως τον Φεβρουάριο της επόμενης χρονιάς και μετά στο μουσείο Albertina της Βιέννης από τις 24 Μαρτίου έως τις 12 Ιουνίου 2022.