Οι πρώτοι άνθρωποι που απαθανάτισε με τη φωτογραφική του μηχανή ο 86χρονος σήμερα θρύλος του φωτορεπορτάζ σερ Ντόναλντ Μακ Κάλιν ήταν οι κολλητοί του φίλοι. «Βγάλε τη μηχανή σου και τράβα μερικές φωτογραφίες» του είπαν οι φίλοι του και μέλη της τοπικής συμμορίας των Guvnors, που δρούσε στο Φίνσμπερι Παρκ του Λονδίνου, ένα κυριακάτικο πρωινό του 1958.
Είχαν μεγαλώσει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, στη μεταπολεμική Αγγλία, και ο δυσλεξικός Μακ Κάλιν είδε τη φωτογραφία του να δημοσιεύεται τότε στις σελίδες του Observer. «Αυτή η φωτογραφία μού άνοιξε το δρόμο» θα έλεγε χρόνια αργότερα. «Ευτυχώς, αλλιώς θα συνέχιζα να κάνω παρέα μαζί τους. Το σκληρό παρελθόν μου με προίκισε με συμπόνια. Μου έμαθε τη βία, τη φτώχεια, την αδιαλλαξία».
Δεν σκεφτόταν κάτι όταν τράβηξε τη φωτογραφία αλλά η φτώχεια αυτών των χρόνων τον έκανε να εστιάσει τον φακό του στους εξαθλιωμένους άστεγους τη δεκαετία του ’70 και να τους φωτογραφίζει στους δρόμους του Σόρντιτς και του Γουαϊτσάπελ για να δείξει ότι κανένας άνθρωπος δεν αξίζει να ζει έτσι.
Αυτό τον καιρό η Tate Λίβερπουλ παρουσιάζει, έως τις 5 Σεπτεμβίου 2021, μια μεγάλη αναδρομική έκθεση των έργων του με περισσότερες από 200 εμβληματικές φωτογραφίες που τραβήχτηκαν τα τελευταία 60 και πλέον χρόνια, από τις 60.000 του προσωπικού του αρχείου. Οι οδυνηρές εικόνες των συγκρούσεων στις οποίες ο Μακ Κάλιν ήταν μάρτυρας, σφραγίζουν τον εικοστό αιώνα. Και δεν είναι μόνο αυτές που τραβήχτηκαν στα πεδία των μαχών αλλά και στις πόλεις του κόσμου, στο Μπέλφαστ, στο Λίβερπουλ, ακόμα και στο Ιστ Εντ του Λονδίνου τις δεκαετίες του ’60 και του ’70.
Οι σκηνές της ζωής της εργατικής τάξης στον βιομηχανικό βορρά της χώρας του καταλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος του έργου του. Οι φωτογραφίες του από το Βιετνάμ τον συνέδεσαν με τον κόσμο της μόδας με έναν παράδοξο τρόπο, όταν ο οραματιστής της βρετανικής μόδας Αλεξάντερ Μακ Κουίν τις τύπωσε σε μια σειρά δημιουργιών του για την κολεξιόν Dante για το Φθινόπωρο-Χειμώνα 1996.
Ο σερ Ντον Μακ Κάλιν ομολογεί ότι η φωτογραφία είναι ένα σπουδαίο δώρο. «Ενστικτωδώς, μόλις σηκώσω μια κάμερα, ενθουσιάζομαι».
Ακόμα και το 2017, έχοντας μπει στην ένατη δεκαετία της ζωής του, έφτασε στη Συρία για να φωτογραφίσει τους αρχαίους ναούς που κατέστρεψαν οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους. «Λυπάμαι που οι φωτογραφίες μου δεν άλλαξαν το παραμικρό. Αμέσως μόλις τελείωνε ένας πόλεμος, ξεσπούσε ένας άλλος» διαπίστωνε με απογοήτευση.
Ο σερ Ντον Μακ Κάλιν ομολογεί ότι η φωτογραφία είναι ένα σπουδαίο δώρο. «Ενστικτωδώς, μόλις σηκώσω μια κάμερα, ενθουσιάζομαι» λέει.
Σήμερα θεωρείται ένας από τους πιο σεβαστούς φωτογράφους του κόσμου που εξακολουθεί να απολαμβάνει τη δουλειά του, δηλώνοντας ότι «Δεν είμαι καλλιτέχνης» και εξηγεί ότι παλεύει σε όλη του τη ζωή ενάντια σε αυτή τη λέξη. «Οι Αμερικανοί φωτογράφοι, όλοι, θέλουν να αποκαλούνται καλλιτέχνες. Εγώ είμαι φωτογράφος». Ακόμα και αν δεν θεωρεί ότι το έργο του είναι «τέχνη» έχει παραγάγει ένα ασυνήθιστα ευρύ φάσμα και υψηλή ποιότητα: κοινωνικά ντοκιμαντέρ, ρεπορτάζ πολέμου, πορτρέτα, τοπίο και νεκρή φύση.
Εργάστηκε κυρίως για τους Sunday Times και στη δεκαετία του ’60 θεωρήθηκε ο σημαντικότερος φωτογράφος πολέμου του Ηνωμένου Βασιλείου. Η πρώτη του αποστολή ήταν στην Κύπρο για να καλύψει την Τουρκική εισβολή στο νησί. «Θα σε ενδιέφερε να πας στην Κύπρο για να καλύψεις τον πόλεμο;» ρώτησαν μια μέρα στο Observer τον 29χρονο τότε Μακ Κάλιν. «Ήταν η ερώτηση που περίμενα. Ήξερα ότι ήταν αυτή η ευκαιρία μου» θυμάται και από τότε δεν κατάφερε ποτέ να εγκαταλείψει τα πεδία των μαχών ανά την υφήλιο.
Ακολούθησε η κρίση στο Σουέζ, το Βιετνάμ, η Μπιάφρα, τα πεδία των μαχών στα οποία έτρεχε εκστασιασμένος από την ένταση με χιλιάδες σφαίρες να σφυρίζουν πάνω από το κεφάλι του.
Η διαδρομή του δεν έγινε μόνο μέσα στα ιστορικά γεγονότα και στις συγκρούσεις του περασμένου αιώνα, αλλά κυρίως μέσα στον ανθρώπινο πόνο. Ο Μακ Κάλιν συνέλαβε με βάθος απροσδόκητο τα αισθήματα σε μια χειρονομία ή σε ένα βλέμμα. Το αποδεικνύει η πιο διάσημη ίσως φωτογραφία του, με τίτλο «Shell shocked US Marine». Η εικόνα δείχνει έναν Αμερικανό στρατιώτη στη διάρκεια της μάχης στην πόλη Χουέ στο Βιετνάμ. Σε αυτήν τη σκηνή της ησυχίας, ο στρατιώτης έχει στο βλέμμα του μια ήσυχη ένταση, κοιτάζει κάτω από το σκοτεινό κράνος του όχι τον φακό της κάμερας, αλλά πέρα από αυτόν, πουθενά. Είναι μια φωτογραφία που περιγράφει χωρίς λόγια την ψυχική ένταση και το αποτύπωμα του πολέμου και είναι πιο δυνατή ακόμα και από την εικόνα ενός πεδίου μάχης ή μιας σφαγής.
«Κέρδισα τη φήμη μου, μέσα από τον πόνο των άλλων» λέει. «Είμαι ικανοποιημένος από την προσπάθεια, αλλά είμαι πολύ επιφυλακτικός με τα βραβεία, γιατί οι φωτογραφίες μου δεν είναι πάντα και τόσο ευχάριστες να τις βλέπεις. Πολλά από τα πρόσωπα που απεικονίζονται, έχουν πεθάνει. Δεν είναι πολύ εύκολο να ζω με όλες αυτές τις εμπειρίες».
Ο φίλος του, συγγραφέας Τζέιμς Φοξ, ο οποίος ταξίδεψε μαζί του στην Αιθιοπία, τη Βόρεια Ιρλανδία, το Τσαντ, το Βιετνάμ, έχει μιλήσει για την πραγματική ενσυναίσθηση του Μακ Κάλιν για τα ανθρώπινα δεινά. Ακόμα και μέσα σε μια σκηνή πολέμου όλα φαίνονται σχεδόν ειρηνικά, γιατί ο φωτογράφος, με έναν τρόπο, έχει δώσει ένα πελώριο συναισθηματικό βάθος, συμπόνια και κατανόηση αυτών που φωτογραφίζει. «Δεν μπορείς να βγάλεις αυτές τις φωτογραφίες δίχως συναίσθημα» λέει ο ίδιος ο Μακ Κάλιν.
Το 1961 ήταν στο Παρίσι με τη σύζυγό του όταν πρόσεξε τυχαία σε μια εφημερίδα τη φωτογραφία ενός Ανατολικογερμανού στρατιώτη που προσπαθούσε να περάσει στο Δυτικό Βερολίνο. Έφτασε και μπόρεσε να τραβήξει τέσσερις φωτογραφίες πριν τον διώξουν. Αυτό που σημάδεψε όμως την καριέρα του ήταν η αποστολή στο Βιετνάμ όπου μετά το τέλος της μάχης του Χουέ αισθανόταν –όπως έχει αποκαλύψει ο ίδιος πολλές φορές στο παρελθόν– σαν «βασανισμένο ζώο», αλλά και στις αιματηρές ταραχές Λοντοντέρι στη Βόρεια Ιρλανδία, τον χειμώνα του 1971, ως απεσταλμένος του The Sunday Times Magazine.
Ναι, όπως λέει ο ίδιος, δεν είναι καλλιτέχνης. Είναι όμως ο άνθρωπος που μέσα από τον φακό του συνέλαβε το απίθανο πολύπτυχο της ιστορίας ενός αιώνα μέσα στον οποίο συνέβησαν δραματικές αλλαγές, μεγάλοι πόλεμοι, κοσμοϊστορικά γεγονότα. Ο φακός του οξύνει αυτά που πολλοί φωτογράφοι της γενιάς του ωραιοποίησαν, τη φτώχεια, τη βία, την καταστροφή, και τα βάζει στο κάδρο της ιστορίας και στην κρίση των θεατών.