«Σε ένα στενό δρόμο της πόλης, ο Μουσταφά μού περιέγραφε πως κάθε φορά που νιώθει «πνιγμένος», παίρνει τη φωτογραφική του μηχανή και βγαίνει έξω να περπατήσει και να ανακαλύψει νέα μέρη του νησιού που δεν θα γνώριζε χωρίς τη φωτογραφία. Είναι 17 χρόνων, ασυνόδευτος από τη Συρία. Έφτασε μόνος του μέσω της Τουρκίας, ακολουθώντας την αδελφή του που ζει στην Αυστρία. Εκείνη και ο Μουσταφά υποχρεώθηκαν να φύγουν από τη Συρία μόνοι τους, διότι η οικογένειά τους δεν διέθετε τα επιπλέον χρήματα που απαιτούσαν οι διακινητές.
Η φρίκη του πολέμου τον έκανε να θέλει να σπουδάσει ιατρική, ώστε να μπορεί να βοηθά τους συνανθρώπους του. Ξεκίνησε να φωτογραφίζει τη ζωή του στον καταυλισμό και έπειτα στον ξενώνα φιλοξενίας. Θέλει πλέον να γίνει φωτογράφος, και τον Μάιο του 2018 έκανε την πρώτη του έκθεση φωτογραφίας, με τη βοήθεια της ΜΚΟ ΜΕΤΑδραση».
Κάπως έτσι ξεκινά το κείμενο στο φωτογραφικό του λεύκωμα με τίτλο «Call it Home» ο Ορέστης Σεφέρογλου. Oι σελίδες του χωρίζονται σε δίπτυχα. Από τη μία μεριά παρουσιάζονται πορτρέτα παιδιών που ζουν στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου- τη Λέσβο, τη Χίο και τη Σάμο- και από την άλλη όσα ζουν σε καταυλισμούς προσφύγων. Με μια πρώτη ματιά φαίνονται να ζουν παράλληλες ζωές. Από την μια μοιράζονται τον ίδιο τόπο και από την άλλη οι ζωές τους φαίνονται να μην συναντιούνται ποτέ.
Δεν γίνεται να λέμε για ένταξη και ταυτόχρονα να τοποθετούμε αυτούς τους ανθρώπους στο περιθώριο των πόλεων και των χωριών μας και σε συνθήκες τόσο άθλιες. Τα παιδιά έχουν κοινά όνειρα, φιλοδοξίες και προβληματισμούς και όλα αυτά είναι τα κρίσιμα στοιχεία που κάποια στιγμή θα τα οδηγήσουν στο να συναντηθούν, να γνωριστούν και να συνδεθούν.
Συνεργαζόμενος με την ομάδα της HumanRights360 ο νεαρός φωτογράφος θέλησε να αναδείξει την κατάσταση που επικρατεί στα νησιά υποδοχής των προσφύγων, ειδικά μετά το αποκορύφωμα την κρίσης από το 2015 και μετά, ζουμάροντας στα παιδιά και την έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ των ντόπιων και των προσφύγων που είτε ζουν πλέον μόνιμα είτε περιμένουν να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς την δυτική Ευρώπη.
«Βρέθηκα για πρώτη φορά στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, στο αποκορύφωμα της προσφυγικής κρίσης, το 2015. Δυστυχώς, τρία χρόνια μετά (οι φωτογραφήσεις για το βιβλίο έγιναν το διάστημα μεταξύ Μαρτίου και Μαΐου του 2018) οι συνθήκες στους καταυλισμούς των προσφύγων στα νησιά δεν έχουν βελτιωθεί, παραμένουν αντίξοες και σε πολλές περιπτώσεις απάνθρωπες. Σε αυτή την κατάσταση έρχεται να προστεθεί πλέον και η πολύ έντονη ψυχολογική φόρτιση. Εξαιρέσεις αυτής των συνθηκών αποτελούν οι περιπτώσεις των δομών που φιλοξενούν μικρό αριθμό ατόμων και λειτουργούν κυρίως από εθελοντές και οργανώσεις, όπως για παράδειγμα ο ανοικτός προσφυγικός καταυλισμός ΠΙΚΠΑ στη Μυτιλήνη» λέει ο κ. Σεφέρογλου σχετικά με την επαφή του με το προσφυγικό.
Το πρώτο και σημαντικότερο που μπορεί να παρατήσει κάποιος είναι αυτή η διαρκής κατάσταση "in limbo" όσων παραμένουν εγκλωβισμένοι εκεί. «Είναι πολύ άσχημο το συναίσθημα να συναντάς και να γνωρίζεις ανθρώπους, οι περισσότεροι εκ των οποίων βρίσκονται στην πιο "παραγωγική" ηλικία της ζωής τους να έχουν χάσει κάθε ίχνος ελπίδας για το μέλλον, και να βρίσκονται απλά σε μια κατάσταση αναμονής. Όλο αυτό μεταφέρεται και στα παιδιά, τα οποία πέρα από το ότι ζουν σε επικίνδυνες για τα ίδια συνθήκες, έχουν και ελάχιστη ως μηδαμινή πρόσβαση στην εκπαίδευση» προσθέτει ο κ. Σεφέρογλου.
Ποιες είναι οι διαφορές και ποιες οι ομοιότητες μεταξύ των ντόπιων και των προσφυγόπουλων; Είναι μάλλον περισσότερο από προφανές ότι υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ όσων ζουν στην ασφάλεια και ηρεμία του σπιτιού τους καθώς και στην σταθερότητα της αποδοχής από την τοπική κοινωνία, συγκριτικά με τη διαρκή ανασφάλεια και την προσπάθειας επιβίωσης σε συνθήκες που καμία σχέση δεν έχουν με αυτές ενός κράτους του δυτικού κόσμου.
«Τα παιδιά που φωτογράφισα αν και συνυπάρχουν στους ίδιους τόπους ωστόσο δεν συνδέονται εκτός ελαχίστων περιπτώσεων. Όμως σαφώς και μπορούν αρκεί να τους δοθεί ο απαραίτητος και κρίσιμος χώρος. Η ένταξη δεν είναι μια αφηρημένη έννοια. Σημαίνει στοιχειώδη πρόσβαση σε θεμελιώδη αγαθά, όπως στέγαση, παιδεία, υγεία και γενικότερα ελεύθερη πρόσβαση σε υπηρεσίες για τους πολίτες. Όλα αυτά δημιουργούν τους διαύλους επικοινωνίας μεταξύ των κατοίκων και κατ' επέκταση των παιδιών. Δεν γίνεται να λέμε για ένταξη και ταυτόχρονα να τοποθετούμε αυτούς τους ανθρώπους στο περιθώριο των πόλεων και των χωριών μας και σε συνθήκες τόσο άθλιες. Τα παιδιά έχουν κοινά όνειρα, φιλοδοξίες και προβληματισμούς και όλα αυτά είναι τα κρίσιμα στοιχεία που κάποια στιγμή θα τα οδηγήσουν στο να συναντηθούν, να γνωριστούν και να συνδεθούν» εξηγεί ο κ. Σεφέρογλου.
Στη Λέσβο, η 11χρονη Τζιν από την Αμούντα της Συρίας, μαζί με τις δύο μικρότερες αδελφές της και τους γονείς τους ονειρεύονται να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους στο νησί, στο ίδιο νησί, όπου ζει η 16χρονη Νίκη. Η Νίκη λέει ότι θέλει να φύγει για να σπουδάσει κτηνιατρική και να ζήσει σε μια μεγαλύτερη πόλη στην ενδοχώρα.
Στη Χίο, ο 17χρονος Δημήτρης ετοιμάζεται να ξεκινήσει τη βραδινή προπόνηση ως αθλητής του στίβου. Οι προπονήσεις του επηρεάστηκαν πολύ από τους πρόσφυγες λόγω της χρήσης του μοναδικού σταδίου του νησιού. Όπως λέει, «θα ήθελα να υπάρχει καλύτερη οργάνωση, ώστε να μπορούμε να συνυπάρχουμε καλύτερα». Σε ένα στενό δρόμο της πόλης, ο 17χρονος Μουσταφά περιγράφει πως κάθε φορά που νιώθει «πνιγμένος» παίρνει τη φωτογραφική του μηχανή και βγαίνει έξω να περπατήσει και να ανακαλύψει νέα μέρη του νησιού.
Στη Σάμο, στον προσφυγικό καταυλισμό, η οκτάχρονη Άσμα από την πόλη Ντέιρ αλ-Ζορ της Συρίας περιγράφει ότι θέλει να γίνει γιατρός γιατί «όταν είσαι γιατρός μπορείς να γλιτώνεις τους ανθρώπους από το θάνατο». Λίγα λεπτά από το λιμάνι, βρίσκεται το παραλιακό ξενοδοχείο της οικογένειας του 15χρονου Νίκου, ο οποίος εξομολογείται ότι νιώθει εγκλωβισμένος στο νησί και ανυπομονεί να ζήσει στην ηπειρωτική χώρα.
Τα παιδιά είτε γεννήθηκαν στα νησιά αυτά είτε η διαδρομή της ζωής τους τα έφερε εκεί, παραμένουν πάντα παιδιά. Μοιράζονται παρόμοιους φόβους και ανησυχίες. «Η ένταξη και η δημιουργία ισχυρών φιλιών είναι νομίζω ταυτόχρονα ο φόβος και η ελπίδα τους. Κάποια όπως είναι φυσικό, κουβαλούν τις εικόνες που βίωσαν στο ταξίδι τους μέχρι σήμερα και στις περισσότερες περιπτώσεις, όσα έχουν βιώσει ή αναγκάζονται να πράττουν καθημερινά είναι πολύ περισσότερα από αυτά που αναλογούν στην ηλικία τους. Είναι μαγικό όμως να παρατηρείς αυτή τη δυνατή προδιάθεση που έχουν και που τα ωθεί στο να επιθυμούν να ανακαλύψουν διαρκώς τον κόσμο, απαλλαγμένα από τις παρωπίδες των άλλων».
σχόλια