"Η ντόπια ντίσκο είναι το μέρος που θα πας να μεθύσεις, να βγεις, να χορέψεις και, μερικές φορές, να πλακωθείς. Αγνόησα τις συνεχείς προειδοποιήσεις των φίλων μου να μην πάω εκεί μόνος μου."
Ο Andrew Miksys είναι από το Σηάτλ, αλλά τα τελευταία 15 χρόνια ζει στο Vilnius της Λιθουανίας. Οι φωτογραφίες του έχουν δημοσιευτεί σε πολλά περιοδικά, τις έχει κυκλοφορήσει σε βιβλία και αυτές που έβγαλε με τις ρώσικες ντίσκο σε χωριά της περιοχής όπου ζει προκάλεσαν ολόκληρο θέμα με τις τοπικές αρχές όταν πρωτοδημοσιεύτηκαν. Το βιβλίο του DISKO βρίσκεται στη δεύτερη έκδοση.
«Τα τελευταία δέκα χρόνια έχω περάσει πολλά Σαββατοκύριακα φωτογραφίζοντας τις χωριάτικες ντίσκο της Λιθουανίας» λέει. «Οι πιο πολλές από αυτές στεγάζονται σε πολιτιστικά κτίρια της σοβιετικής εποχής. Ψάχνοντας κάποιες φορές στα πίσω δωμάτια έβρισκα πεταμένους πίνακες με τον Λένιν, παλιές αφίσες από σοβιετικές ταινίες και μάσκες αερίων που θυμίζουν την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτά τα ερείπια της νεκρής αυτοκρατορίας τα βρίσκω πολύ γοητευτικά. Και ακόμα πιο γοητευτικές είναι οι βραδιές με τα νέα παιδιά μέσα σε αυτά, όπου το σακατεμένο παρελθόν και το αβέβαιο μέλλον της νέας γενιάς συναντιούνται σε ένα δωμάτιο.
Οι άνθρωποι που φωτογράφιζα ήταν συχνά μπερδεμένοι από την παρουσία μου. Αναρωτιούνταν γιατί κάποιος να ταξιδέψει όλη αυτή την απόσταση από την Αμερική για να τους φωτογραφίσει. Είμαι μισός Λιθουανός, αλλά η αμερικάνικη προφορά και τα φτωχά λιθουανικά μου με πρόδιδαν. Στην πραγματικότητα, αυτή η κατάστασή μου (του παρείσακτου) με έκανε λιγότερο απειλητικό και μου έδινε μια ασφάλεια.
Η ντόπια ντίσκο είναι το μέρος που θα πας να μεθύσεις, να βγεις, να χορέψεις και, μερικές φορές, να πλακωθείς. Αγνόησα τις συνεχείς προειδοποιήσεις των φίλων μου να μην πάω εκεί μόνος μου. Η αγωνία μου ήταν πολύ μεγάλη όταν έμπαινα στο αυτοκίνητο και άφηνα τα οικεία φώτα του Vilnius για να ψάξω για τέτοιες ντίσκο σε απόμερους και έρημους δρόμους. Ποτέ δεν ήξερα τι θα βρω, αλλά η προοπτική να ανακαλύψω μια ντίσκο στο σκοτάδι με τα φωτορυθμικά να ξεχειλίζουν από τα παράθυρα και την έντονη μουσική να την δονεί με έκαναν να συνεχίσω.
Οι μικρές κοινωνίες όπου πήγαινα να φωτογραφίσω είχαν περάσει πολλά τον 20ο αιώνα, από πολέμους, γενοκτονίες, πολλαπλές κατοχές και, πιο πρόσφατα, από τις τρομερές πιέσεις που έφερε ο καπιταλισμός. Κατάφεραν παρόλα αυτά να επιβιώσουν και να διατηρήσουν μια ποικιλομορφία αξιοθαύμαστη, με όλες τις εθνικότητες που ζουν εκεί για αιώνες. Άκουγα να μιλούν λιθουανικά, ρώσικα, πολωνέζικα, ρουμάνικα, κι άλλες γλώσσες που δεν καταλάβαινα. Και σύντομα ανακάλυψα ότι μια ντίσκο δεν ήταν ποτέ απλά μια ντίσκο.
Στο Eishyshok είχαν μετατρέψει σε ντίσκο μια παλιά συναγωγή όπου το 1941 οι Ναζί είχαν φυλακίσει και σκοτώσει σχεδόν 5000 χιλιάδες Εβραίους. Σε δύο μέρες. Τους οδηγούσαν απ’ έξω, τους ξεγύμνωναν και τους εκτελούσαν οι Λιθουανικές διμοιρίες. Τα παιδιά που φωτογράφιζα πιθανόν να μην γνώριζαν τις λεπρομέρειες, αλλά ήξεραν ότι το μέρος ήταν βαμμένο με αίμα.
Η σοβιετική diskoteka ήταν ένα από τα βασικά αντίδοτα για την βαναυσότητα του πολέμου. Ήταν ένα δημιουργικό μέρος όπου γεννιόταν το μέλλον. Στα χωριά της Σοβιετικής Ένωσης η diskoteka ήταν το μόνο λαμπερό μέρος μέσα στα σκοτεινά και καταθλιπτικά τοπία, κάτι σαν το διαστημόπλοιο που προσγειώθηκε στο Devil’s Tower στις Στενές Επαφές τρίτου Τύπου, με καλής ποιότητας ήχο και φώτα νέον. Σε κάποια περιοχή οι ντίσκο που φωτογράφισα είχαν ονόματα όπως Kometa και La Luna και ήταν διακοσμημένες με πίνακες από πανσέληνους και φοινικόδεντρα.
Φυσικά, εδώ ήταν Σοβιετική Ένωση που σήμαινε ότι δεν υπήρχαν ναρκωτικά και σεξ, ούτε καν αγγίγματα πάνω στην πίστα. Ήταν όλα πιο αθώα.
Η κουλτούρα της ντίσκο έφτασε στο απόγειό της στις αρχές των ’80s, μετά άρχισε σταδιακά η πτώση. Σήμερα οι επαρχιακές ντίσκο της Λιθουανίας είναι πολύ λιγότερο δημοφιλείς από ό,τι ήταν στο παρελθόν. Οι νέοι μετακομίζουν στις πόλεις και φεύγουν για την Ανατολική Ευρώπη και την Αμερική όσο πιο νωρίς μπορούν. Παρόλα αυτά, οι ντίσκο δεν φαίνεται να πεθαίνουν. Στη γιορτή του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή που είναι μια από τις πιο σημαντικές γιορτές στη Λιθουανία οι άνθρωποι γεμίζουν την επαρχία. Είναι μια παγανιστική γιορτή, οι ρίζες της είναι παλιές, παρόλο που γιορτάζουν έναν άγιο του χριστιανισμού, και είναι η μόνη εποχή του έτους που τα χωριά έχουν πιο πολύ κόσμο από τις πόλεις. Έχει μια εκπληκτική σκηνή ο Ταρκόφσκι στον Andrei Rublev που δείχνει παγανιστές χωρικούς του μεσαίωνα να χορεύουν γυμνοί, να πηδούν πάνω από φωτιές και να κάνουν σεξ στους θάμνους. Αν και οι ντίσκο θεωρούνται προϊόν της αστικής κουλτούρας, για μένα αυτές οι τελετουργίες των παγανιστών χωρικών είναι πιο κοντά από οτιδήποτε στην ατμόσφαιρα των πρώτων ντίσκο. Ίσως ο χορός στο δάσος να μην ξεπεράστηκε ποτέ. Εξάλλου, η πανσέληνος και τα αστέρια μοιάζουν με μια εκθαμβωτική ντισκομπάλα».