Από τους νέους Έλληνες φωτογράφους που ξεχωρίζουν, ο αλβανικής καταγωγής συνομιλητής μου, με τον οποίο έχουμε συνεργαστεί και για λογαριασμό της LiFO, επικεντρώνεται κυρίως σε ζητήματα όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, η μετανάστευση και το προσφυγικό. Δουλειές του έχουν βραβευτεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, μεταξύ άλλων από το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΜ-Θ, την Artworks και τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης. Στην κουβέντα που κάναμε μίλησε για τις αρετές αλλά και τα ρίσκα της δουλειάς του, για τα βιώματα, τις εμπειρίες, τα ερεθίσματα, για τα πράγματα που έχει κάνει και για όσα έχει στα σκαριά και, βέβαια, για τη φωτογραφία όπως εκείνος την εννοεί, «όχι ως απλή αποτύπωση της στιγμής αλλά ως ένα μέσο επούλωσης όχι μόνο των δικών μου τραυμάτων αλλά και των ανθρώπων που στέκονται απέναντι στον φακό».
— Είδα πρόσφατα, Άγγελε, κάποιες φωτογραφίες σου με πρόσφυγες στη Λέσβο, αν δεν λαθεύω, στην έκθεση «Υγεία για όλους στο προσκήνιο» στην περίφραξη του Εθνικού Κήπου, που συνδιοργάνωσαν ο ΠΟΥ και το Athens Photo World, και μου άρεσε η οπτική σου, παρότι βέβαια δεν είναι το πιο ευχάριστο θέμα.
Ναι, επρόκειτο για μια συλλογική έκθεση με τη συμμετοχή δώδεκα Ελλήνων φωτογράφων και θέματα που άμεσα ή έμμεσα σχετίζονταν με την υγεία και την ευζωία. Οι δικές μου φωτογραφίες ήταν πράγματι από τη Λέσβο και συγκεκριμένα από τη μεγάλη πυρκαγιά στη Μόρια τον Σεπτέμβριο του ’20. Είναι εύλογη η συσχέτιση, καθώς ο παρατεταμένος εγκλεισμός σε προσφυγικά στρατόπεδα επηρεάζει πολύ αρνητικά και την ψυχική υγεία.
«Όταν φωτογραφίζεις κοινωνικές εντάσεις, πρέπει να βρίσκεσαι συνεχώς σε εγρήγορση. Δεν είναι μόνο η σωματική σου ασφάλεια που απειλείται αλλά και η ψυχική σου ηρεμία, καθώς έρχεσαι αντιμέτωπος με σκηνές και καταστάσεις που μπορούν να σε στιγματίσουν».
— Ήσουν εκεί όταν κάηκε η Μόρια;
Είχα πάει μία μέρα μετά την καταστροφή με αποστολή του ΠΟΥ που στόχο είχε την παροχή ιατρικής βοήθειας στους πρόσφυγες της Μόριας. Γενικότερα, όμως, την περίοδο εκείνη, οπότε λόγω και της πανδημίας απαγορευόταν στους πρόσφυγες να φύγουν από τη Λέσβο, επισκεπτόμουν συχνά το νησί και φωτογράφιζα τις συνθήκες τόσο στον προσφυγικό καταυλισμό της Μόριας όσο και στον νεόκτιστο τότε του Μαυροβουνίου (Καρά Τεπέ), καθώς επίσης σκηνές από την καθημερινότητα των προσφύγων. Είχε ενδιαφέρον τόσο το πώς τους αντιμετώπιζαν οι ντόπιοι όσο και το πώς οι ίδιοι βίωσαν τον εγκλεισμό στο νησί και την καραντίνα. Άλλοι έβρισκαν απασχόληση σε κάποιο κτήμα, άλλοι πήγαιναν για κολύμπι ή ψάρεμα κ.λπ. Με ενδιέφερε αυτό το κομμάτι, γιατί έδειχνε μια άλλη, πιο ανθρώπινη πλευρά των προσφύγων, πέρα από τις στερεοτυπικές εικόνες που έχουμε γι' αυτούς. Ήταν κάποιες νότες ξενοιασιάς μέσα στη δύσκολη συνθήκη που βίωναν. Αναζητούσα, επίσης, ερεθίσματα και εμπειρίες που θα μπορούσαν να ταιριάξουν με τη δική μου μεταναστευτική εμπειρία, αυτή των συμπατριωτών και της οικογένειάς μου, καθώς εγώ ήρθα στην Ελλάδα μόλις τεσσάρων ετών.
— Πολλές δουλειές σου σχετίζονται με το μεταναστευτικό και φαντάζομαι ότι στα κοινά βιώματα οφείλεται η ιδιαίτερη ευαισθησία σου στο θέμα.
Έτσι ακριβώς είναι. Γεννήθηκα το 1994 στο Φιέρι της Αλβανίας και τέσσερα χρόνια μετά ήρθα με τη μητέρα μου στην Αθήνα για να βρούμε τον πατέρα μου, ο οποίος είχε φύγει μετανάστης νωρίτερα. Δεν είχε προλάβει καν τη γέννα μου. Από δουλειά έκανε ό,τι έβρισκε: χωράφι, οικοδομή, εργοστάσιο. Το ραντεβού μας ήταν στην Ομόνοια, που ήταν τότε το κατεξοχήν σημείο συνάντησης για τους Αλβανούς και γενικότερα τους μετανάστες. Εκεί κατέβαιναν για να βρουν δουλειά και να συναντήσουν δικούς τους ανθρώπους.
— Με τη φωτογραφία πότε ξεκινάς;
Τα πρώτα ερεθίσματα τα έλαβα από τον πατέρα μου, που του άρεσε να φωτογραφίζει με μια αναλογική κάμερα που είχε. Πολλές από αυτές τις φωτογραφίες από οικογενειακές μαζώξεις και γλέντια τις βάζαμε σε οικογενειακά άλμπουμ που λάτρευα σαν παιδί να ξεφυλλίζω και να οργανώνω. Συχνά, μάλιστα, μου την έδινε για να φωτογραφίζω εγώ. Όταν μπήκα στην εφηβεία, πήρα ένα κινητό και φωτογράφιζα πλέον με αυτό.
Σταδιακά, ανακάλυψα ότι είχα μια έφεση στη φωτογραφία, κάτι που μου επιβεβαίωσαν και οι καθηγητές μου στο λύκειο. Ακολούθως φοίτησα σε ένα τεχνικό λύκειο, όπου σπούδασα γραφιστική, και πήρα μια υποτροφία, στο πλαίσιο της οποίας έκανα Ιστορία της Τέχνης. Σύντομα απέκτησα την πρώτη μου κάμερα, μια ψηφιακή Canon.
Όλα αυτά συνέβησαν σε μια πολύ ταραγμένη εποχή: μνημόνια, απεργίες, διαδηλώσεις, επεισόδια, οι «Αγανακτισμένοι» στο Σύνταγμα. Μετά ήρθαν η άνοδος της Χρυσής Αυγής, η κυβερνητική αλλαγή, το δημοψήφισμα του 2015, η έξαρση του προσφυγικού… Στις συνθήκες αυτές, στους δρόμους, «ψήθηκα» ως φωτογράφος. Είδα από πρώτο χέρι πώς δουλεύουν οι φωτορεπόρτερ, έμαθα να μιλάω με τον κόσμο και απέκτησα μια πολιτική παιδεία και ευαισθησία στα κοινωνικά θέματα, που με διαμόρφωσαν και ως άνθρωπο.
— Πού δημοσίευσες τις πρώτες σου δουλειές;
Σε διάφορα μέσα ενημέρωσης, στο Ίντερνετ και σε free press έντυπα, μεταξύ αυτών και στη LiFO. Ξεκίνησα, επίσης, από μόνος μου τις πρώτες μου αποστολές, αρχικά στη Λέσβο, που τότε είχε γεμίσει πρόσφυγες. Ήταν μεγάλο σχολείο για μένα, από πολλές πλευρές. Έβλεπα, επίσης, μπροστά μου οικείες καταστάσεις στο πιο ακραίο τους. Ήταν πράγματα που άκουγα καμιά φορά από τους γονείς μου –δεν μιλούσαν συχνά για το παρελθόν τους, όπως οι περισσότεροι μετανάστες πρώτης γενιάς που υπέστησαν τόσα δεινά και στη νέα τους χώρα και στην παλιά–, αλλά δεν τα είχα ζήσει ο ίδιος.
Ήταν εμπειρίες που σχετίζονταν με τους κινδύνους του ταξιδιού, τις ανθρώπινες τραγωδίες, την οδύσσεια με τα έγγραφα, το «μάντρωμα», τις ουρές στα συσσίτια… Οι εμπειρίες αυτές μού έδωσαν περισσότερη ενέργεια, επιβεβαιώνοντας και την απόφασή μου να αφοσιωθώ σε αυτό το είδος φωτογραφίας.
Για να μάθω ακόμα καλύτερα τη φωτογραφία, πήγα ως βοηθός σε φωτογράφους όπως η Μάρω Κουρή, ο Γιάννης Κόντος και ο Ένρι Τσανάι.
— Με πρακτορεία έχεις συνεργαστεί;
Κατά περιόδους, ναι. Αρχικά, μάλιστα, ήθελα πολύ να δουλέψω για κάποιο μεγάλο ξένο ειδησεογραφικό πρακτορείο. Στην πορεία, όμως, και καθώς συνέχιζα να φωτογραφίζω, κατέληξα ότι το σημαντικότερο κομμάτι σε αυτήν τη δουλειά δεν είναι οι δημοσιεύσεις αλλά το να βρεις ένα υλικό που να εμπνέει τον κόσμο, να τον προβληματίζει και να τον ευαισθητοποιεί. Ένα υλικό που μπορεί να ταξιδέψει, να μη μείνει μόνο σε κάποιο ειδησεογραφικό μέσο ή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ένα υλικό που μπορεί να βοηθήσει κάπου και να αντιπροσωπεύει και τις δικές μου αξίες. Πήρα, πάντως, πρόσφατα κάποιες υποτροφίες από το VII Academy και το Magnum Learn.
— Μίλησες για αξίες και πιθανόν να αντιμετώπισες κι εσύ κάποιες φορές το δίλημμα αν θα απαθανατίσεις τη στιγμή ή αν θα αφήσεις την κάμερα για να βοηθήσεις, αν μπορείς, σε μια φυσική καταστροφή ή μια ανθρώπινη τραγωδία που εκτυλίσσεται μπροστά σου.
Αρκετές φορές. Κοίτα, υπάρχουν φωτογράφοι, καθώς και δημοσιογράφοι, που λένε «αυτή είναι η δουλειά μου, εκεί προσηλώνομαι και δεν θέλω να εμπλακώ προσωπικά». Υπάρχουν, όμως, και αρκετοί άλλοι που σκέφτονται διαφορετικά, και ανήκω σε αυτούς. Αν δω, ας πούμε, έναν πρόσφυγα να παλεύει με τα κύματα, το πρώτο πράγμα που θα σκεφτώ δεν θα είναι πώς θα τον φωτογραφίσω. Ούτε θα βγάλω, ας πούμε, έναν χρήστη ενώ κάνει ένεση για να το πουλήσω μετά. Το θέμα, ξέρεις, δεν είναι ποιον έχεις απέναντί σου αλλά πώς τον προσεγγίζεις ως άνθρωπο καταρχάς προτού προχωρήσεις σε μια λήψη που θα έχει, βέβαια, τη συγκατάθεσή του.
Ένας βασικός λόγος που άρχισα να απομακρύνομαι από τα ειδησεογραφικά μέσα είναι ότι προσωπικά δεν μου ταιριάζει να «κλέβω» φωτογραφίες. Προτιμώ να μπαίνω στην κατάσταση των ανθρώπων που φωτογραφίζω και να συνδιαλέγομαι μαζί τους. Βλέπω τη φωτογραφία όχι ως μια απλή αποτύπωση της στιγμής αλλά ως ένα μέσο επούλωσης όχι μόνο των δικών μου τραυμάτων αλλά και των ανθρώπων που στέκονται απέναντι στον φακό. Γι’ αυτό και η δημιουργία μιας εικόνας μπορεί να μου πάρει πολύ χρόνο.
— Σκέφτομαι όμως πως δεν είναι πάντα εύκολο αυτό.
Όχι. Έπειτα νιώθεις πολύ άσχημα όταν δεν μπορείς να βοηθήσεις πραγματικά ανθρώπους με τους οποίους έχεις ήδη δημιουργήσει κάποια σχέση. Προσπαθώ, τουλάχιστον, να το κάνω όσο μπορώ μέσα από τη δουλειά μου, και κάποιες φορές πετυχαίνει. Θυμάμαι, ας πούμε, ότι είχα φωτογραφίσει για μια συνέντευξη στο περιοδικό «Φούτμπολ» τον Ασέμα, έναν ποδοσφαιριστή από το Καμερούν που ζούσε στη Μόρια σε μια σκηνή με άλλους οκτώ ανθρώπους μαζί, σε άθλιες συνθήκες, και αγωνιζόταν τότε στην Ομάδα Προσφύγων της Λέσβου. Διατηρήσαμε επαφή και έμαθα ότι λίγο αργότερα τον πήρε ο Αιολικός, που του έδωσε και στέγη. Όταν μάλιστα κατέβαινε η ομάδα στην Αθήνα για αγώνες, με καλούσε να πάω να τον δω. Τέσσερα χρόνια μετά πήρε μεταγραφή για τη SC Westfalia Herne, μια ομάδα της Γερμανίας, όπου ζει σήμερα, μια εξέλιξη που δεν την πίστευε ούτε ο ίδιος και στην οποία ένιωσα ότι έβαλα κι εγώ ένα μικρό λιθαράκι.
— Στην Αλβανία όταν βρίσκεσαι, τι φωτογραφίζεις;
Όταν ζεις σε μια άλλη χώρα από εκείνη που γεννήθηκες και διαμορφώνεσαι από την κουλτούρα της, άθελά σου ξεχνάς πράγματα. Η φωτογραφία μού θύμισε ότι κάτι λείπει από τον Άγγελο, κι αυτό ήταν να γνωρίσω καλύτερα τη χώρα καταγωγής μου. Αρχικά, φωτογράφιζα συγγενείς: τον παππού, τη γιαγιά, θείους, θείες, τα σπίτια τους, το σχολείο όπου πήγαιναν, τα μέρη όπου έβγαιναν βόλτα οι γονείς μου. Αυτό, μαζί με τις κουβέντες που κάναμε ταυτόχρονα, με βοήθησε να κατανοήσω πολλά για το παρελθόν αλλά και το παρόν της οικογένειάς μου και της χώρας. Πώς βιοπορίζονται, τι γίνεται στην οικονομία, τι συμβαίνει στην πολιτική σκηνή, όλα αυτά. Έκανα δηλαδή μια επανασύνδεση μέσα και από τη φωτογραφία, που μου κάλυψε αρκετά κενά. Τις οικογενειακές φωτογραφίες που τράβηξα σκέφτομαι να τις εκδώσω σε βιβλίο. Έχω φωτογραφίσει ωστόσο και άλλα θέματα εκεί, όπως οι πετρελαιοπηγές στο Φίερι, όπου εργαζόταν ο πατέρας μου πριν ξενιτευτεί, και τα ορυχεία χρωμίου στον Βορρά.
Υπάρχει τουριστική ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός, αλλά το παραδοσιακό στοιχείο είναι ακόμα πολύ ορατό, ένα στοιχείο που ψάχνω και στην Ελλάδα, γιατί κάπως με συνδέει με την Αλβανία. Δυστυχώς, η ανάπτυξη αφορά λίγους έχοντες. Οι απλοί άνθρωποι δύσκολα τα φέρνουν βόλτα, οι μισθοί είναι πολύ χαμηλοί, το να σπουδάσεις αν προέρχεσαι από φτωχή οικογένεια είναι σχεδόν αδύνατο. Υπάρχει επίσης μαφία και ξέπλυμα χρήματος. Χρειάζεται να αλλάξουν πολλά ακόμα.
— Αρκετοί Αλβανοί μετανάστες πρώτης γενιάς διέγραψαν τελείως το παρελθόν τους, άλλαξαν όνομα, «ξέχασαν» ακόμα και τη μητρική τους γλώσσα. Εσύ, προφανώς, είσαι από εκείνους που προτίμησαν να «σκάψουν» σε αυτό και να το αναδείξουν.
Ισχύουν αυτά, και δεν είναι ούτε για μένα πάντα εύκολο να ανασύρω δυσάρεστες μνήμες. Νιώθω, όμως, ότι έχω υποχρέωση να το κάνω. Ούτε εγώ είχα εύκολη ζωή. Είχα έναν πατέρα που έπινε πολύ και δημιουργούσε προβλήματα στο σπίτι. Μπορώ, ωστόσο, να κατανοήσω σήμερα γιατί έβρισκε καταφύγιο στο αλκοόλ. Αδέλφια δεν υπήρχαν, η μάνα μου κυνηγούσε μεροκάματα και δύσκολα τα φέρναμε βόλτα. Έπρεπε, επίσης, να μάθω τη γλώσσα και να προσαρμοστώ σε μια καινούργια χώρα. Ήμουν, ευτυχώς, σε μια ηλικία που μαθαίνει κανείς γρήγορα, όμως πληγωνόμουν όταν έβλεπα τους γονείς άλλων παιδιών να έρχονται να τα πάρουν από το σχολείο, ενώ εμένα δεν με περίμενε κανείς. Χρειάστηκε, μάλιστα, από μικρός να μάθω να μαγειρεύω και να κάνω δουλειές στο σπίτι, γιατί στη μητέρα μου συχνά δεν περίσσευε χρόνος. Και ναι μεν αυτή η συνθήκη με βοήθησε να ωριμάσω νωρίς, ζούσα όμως σε μια διαρκή αστάθεια, στην οποία μετά το 2008 προστέθηκε η οικονομική κρίση.
— Αντιμετώπισες ως παιδί προσβολές και διακρίσεις εξαιτίας της καταγωγής σου;
Οι γονείς μου, και ιδίως ο πατέρας μου, που ήρθε πρώτος στην Ελλάδα, είχαν τέτοιες εμπειρίες. Εγώ όχι ιδιαίτερα, καθώς μέναμε σε πιο πολυπολιτισμικές γειτονιές, στα Προσφυγικά του Νέου Κόσμου αρχικά, και στα Κάτω Πετράλωνα αργότερα, όπου ζουν αρκετοί Αλβανοί και άλλοι μετανάστες. Κάτι που, πάντως, άκουγα συχνά ήταν η φράση «να πας στη χώρα σου», την οποία δεν κατανοούσα, εφόσον εδώ είχα μεγαλώσει!
Διατηρούσα, βέβαια, κάποια επαφή με την Αλβανία ως παιδί, γιατί τα καλοκαίρια οι δικοί μου, μην μπορώντας να με κρατήσουν, με έστελναν στον παππού και στη γιαγιά. Εκεί, όμως, οι άνθρωποι με αντιμετώπιζαν σαν Έλληνα, «Γκρέκο» με έλεγαν. Είναι ένα παράδοξο που συμβαίνει συχνά με τους μετανάστες: να μην τους θεωρεί δικούς της ούτε η χώρα που τους φιλοξενεί ούτε εκείνη από την οποία κατάγονται. Είχα, ευτυχώς, καλούς φίλους που με στήριζαν. Τότε τα παιδιά ήταν διαχωρισμένα ανάλογα με την εθνικότητα, σήμερα πια υπάρχουν πολλές μεικτές παρέες.
— Στο βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα η εγκληματολόγος Νατάσα Τσουκαλά για την αστυνομική βία και τα θύματά της είδα και μια αναφορά στο όνομά σου.
Ναι, τραβούσα φωτογραφίες σε μια συγκέντρωση κατά των πλειστηριασμών τον Μάρτιο του ’18 έξω από ένα συμβολαιογραφείο. Σημειώθηκαν κάποια επεισόδια, τα ΜΑΤ άρχισαν να χτυπούν αδιακρίτως και τότε είδα μπροστά μου έναν αστυνομικό με σηκωμένο κλομπ. Έστριψα το κεφάλι μου ενστικτωδώς και τότε δέχτηκα ένα χτύπημα στον αυχένα, που παραλίγο να αποδειχθεί πολύ σοβαρό. Πήγα στο νοσοκομείο, όπου διαγνώστηκα με βαριές κακώσεις. Ακολούθησε πειθαρχική έρευνα. Με καλούσαν κατά καιρούς να καταθέσω, αλλά παρότι υπήρχε και ιατροδικαστική έκθεση και φωτογραφίες όπου φαινόταν ο δράστης, δεν υπήρξε καμία εξέλιξη. Ήταν σαν να με κορόιδευαν.
— Είναι, πάντως, γεγονός ότι οι φωτογράφοι, ειδικά οι φωτορεπόρτερ, αντιμετωπίζετε διάφορους κινδύνους.
Μπορεί πράγματι να σου συμβούν διάφορα, ειδικά όταν φωτογραφίζεις κοινωνικά θέματα και βρίσκεσαι στον δρόμο. Κινδυνεύεις να στοχοποιηθείς από οποιονδήποτε, ανάλογα με την περίσταση. Έχει, ας πούμε, τύχει σε διαδηλώσεις να με σπρώξουν ή να προσπαθήσουν να μου τραβήξουν την προστατευτική μάσκα για τα χημικά. Όταν, πάλι, έκανα ένα φωτορεπορτάζ στο Μάτι μετά τη φονική πυρκαγιά δέχτηκα γροθιά από έναν ντόπιο, που είχαν μάλιστα καεί τα πόδια του, επειδή δεν ήθελε να φωτογραφίζω το μέρος όπου ζούσε. Καταλάβαινα, βέβαια, ότι στην κατάστασή του ήθελε κάπου να ξεσπάσει και απλώς βρέθηκα μπροστά του.
Υπάρχουν, όμως, συνάδελφοι που έχουν πάθει χειρότερα: να τραυματιστούν σοβαρά, να τους κλέψουν… Ήμασταν μαζί με τον Κώστα Νταντάμη και άλλους συναδέλφους σε μια συγκέντρωση για τη Μακεδονία στο Σύνταγμα τον Ιανουάριο του ’19 όταν μας επιτέθηκαν ακροδεξιοί κουκουλοφόροι. Εγώ ξέφυγα, αλλά εκείνον τον πρόλαβαν, τον χτύπησαν με ρόπαλα και του πήραν όλο τον εξοπλισμό. Θυμάμαι ότι εκείνη η μέρα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη και υπήρχαν διαδηλωτές επιθετικοί απέναντι στους φωτογράφους και τους δημοσιογράφους. Αυτές οι καταστάσεις σού θυμίζουν ότι η δουλειά μας δεν είναι απλώς μια καλλιτεχνική ή τεχνική ενασχόληση, πολλές φορές εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους.
Ειδικά όταν φωτογραφίζεις κοινωνικές εντάσεις, πρέπει να βρίσκεσαι συνεχώς σε εγρήγορση. Δεν είναι μόνο η σωματική σου ασφάλεια που απειλείται αλλά και η ψυχική σου ηρεμία, καθώς έρχεσαι αντιμέτωπος με σκηνές και καταστάσεις που μπορούν να σε στιγματίσουν. Προσωπικά, προσπαθώ να θυμάμαι πάντα γιατί κάνω αυτήν τη δουλειά και να εστιάζω στην ουσία, δίνοντας φωνή σε ανθρώπους και φωτίζοντας ιστορίες που διαφορετικά μπορεί να έμεναν στο σκοτάδι.
— Κάποιο φωτογραφικό πρότζεκτ με το οποίο καταπιάνεσαι τώρα;
Τρέχω διάφορα έργα, είμαι επίσης σε μια διαδικασία έρευνας για να βγάλω ένα βιβλίο με φωτογραφίες από το προσφυγικό καμπ της Μόριας, το οποίο θεωρώ πολύ σημαντικό να εκδοθεί γιατί επρόκειτο πραγματικά για την ντροπή της Ευρώπης, και δεν πρέπει να ξεχαστεί. Στενοχωριέμαι μάλιστα που προσφυγικά καμπ τα οποία θυμίζουν φυλακές λειτουργούν πια και στην Αλβανία. Μια χώρα που, ακριβώς λόγω του πρόσφατου παρελθόντος της, δεν έπρεπε να συναινέσει σε αυτό.