Αρχιτέκτονας και αυτοδίδακτη φωτογράφος, έχει ταξιδέψει σε μερικές από τις πλέον δυσπρόσιτες περιοχές ανά την υφήλιο, καταγράφοντας με την κάμερά της ανθρώπους, μνημεία, δρόμους, αγορές, γιορτές, χαρές και λύπες. Στην Αθήνα γίνεται πιο εσωστρεφής, φαίνεται πως το υπερβολικά οικείο δεν είναι για κείνη αρκετά «εξωτικό». Έτσι, οι αναζητήσεις της στράφηκαν αλλού, σε αποδράσεις μέσα από την τέχνη, σαν να αναζητάει τον εξωτισμό των μεγάλων ταξιδιών στα ατελιέ των ζωγράφων.
Από τα φοιτητικά της χρόνια στο Βέλγιο είχε εντοπίσει τις ιδιαιτερότητες των προσωπικών χώρων σπουδαίων δασκάλων όπως ο Μπρανκούζι και ο Ρέμπραντ, τα ατελιέ των οποίων ήταν ανοιχτά για το κοινό. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ανέπτυξε με τα χρόνια την τέχνη της φωτογραφίας, αποτυπώνοντας το πριν και το μετά παραδοσιακών και κλασικών κτιρίων για λογαριασμό της Τεχνικής Υπηρεσίας της Εθνικής Τράπεζας.
Και μετά ήρθε η ιδέα των ατελιέ. Ανιψιά του ζωγράφου Θάνου Τσίγκου, η μεγάλη της αγάπη για τη ζωγραφική την οδήγησε στο εσωτερικό των ατελιέ διαφόρων ζωγράφων, με κάποιους από τους οποίους συνδέθηκε με μεγάλη φιλία.
Αποσπασματικά και επιλεκτικά, το μάτι και ο φακός της Τσίγκου επικεντρώνονται σε όλα όσα αποτελούν ενδιαφέροντα «μυστικά», φέρνοντάς τα στο φως και στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του θεατή.
Έτσι είχε το ελεύθερο να εισβάλλει σε αυτά όσο συχνά επιθυμούσε, φωτογραφίζοντας και καταγράφοντας αυτά τα τόσο ιδιαίτερα μικροσύμπαντα: λεπτομέρειες που λίγοι θα πρόσεχαν, ημιτελή έργα, παλέτες και χρώματα, στοιβαγμένα ταμπλό, καβαλέτα, σκίτσα, ολοκληρωμένα έργα που περιμένουν να εκτεθούν. Αποσπασματικά και επιλεκτικά, το μάτι και ο φακός της Τσίγκου επικεντρώνονται σε όλα όσα αποτελούν ενδιαφέροντα «μυστικά», φέρνοντάς τα στο φως και στο επίκεντρο της προσοχής του θεατή.
Έχει πει η ίδια: «Το βλέμμα μου συνεχώς ψάχνει για σχέσεις αντικειμένων, πραγμάτων, χώρου, για εκφράσεις στα πρόσωπα. Ίσως η δουλειά μου με έκανε έτσι, γιατί βασίζεται στην παρατήρηση. Όπως και στα ταξίδια, είμαι έτοιμη να “αρπάξω”. Βέβαια, θα μπορούσα να πω ότι κατά κάποιον τρόπο δεν ταξιδεύω, απλώς σε όλες μου τις εκφάνσεις είμαι μια προέκταση της μηχανής μου».
Μετά από δώδεκα χρόνια ενασχόλησης με το ενδιαφέρον αυτό που έγινε πάθος, μετά από επίμονες και αδιάλειπτες επισκέψεις στα εργαστήρια ζωγράφων και γλυπτών που εκτιμούσε, συγκέντρωσε το υλικό της και σήμερα μας το παραδίδει μέσω ενός φωτογραφικού λευκώματος με τον τίτλο «Ατελιέ καλλιτεχνών - Χάος και έμπνευση».
Έντεκα σημαντικοί καλλιτέχνες, η Ειρήνη Ηλιοπούλου, η Ρουμπίνα Σαρελάκου, ο Μιχάλης Μαδένης, ο Κυριάκος Ρόκκος, ο Στέφανος Δασκαλάκης, ο Βασίλης Παπανικολάου, ο Γιώργος Ρόρρης, ο Βασίλης Νικολαΐδης, ο Τίμος Μπαντινάκης, ο Πέτρος Καραβέβας και ο γλύπτης Βάσος Καπάνταης –ο οποίος δεν είναι στη ζωή πια– και οι πολύ προσωπικοί, σχεδόν ιεροί για κάποιους χώροι τους, όπου καθημερινά αφιερώνουν (ή αφιέρωσαν) ατέλειωτες ώρες δημιουργικού μόχθου και έμπνευσης, πρωταγωνιστούν στη δουλειά που παρουσιάζει η Τσίγκου.
Παρόλο το χάος που συχνά επικρατεί στα εργαστήρια, όπως διαφαίνεται και στις εικόνες, η φωτογράφος εξηγεί: «Υπάρχουν ατελιέ που είναι αψεγάδιαστα, τακτικά, όπου τα μολύβια είναι τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο ‒ σε αυτήν τη συγκεκριμένη εργασία αφιερώνεται χρόνος κάθε μέρα, ώστε όταν τελειώνει η δουλειά να τακτοποιούνται. Το θέμα είναι ποια είναι η ιδιοσυγκρασία του καλλιτέχνη και πώς αυτή αποτυπώνεται στον χώρο του».
Κι έτσι η φωτογράφος αναδεικνύεται σε μια άτυπη βιογράφο της δημιουργικής τους εξέλιξης. Μέσα από αυτή την ιδιαίτερα προσεγμένη δίγλωσση έκδοση (ελληνικά και αγγλικά) και χάρη στην ευφυή επιλογή των φωτογραφιών μπορεί κανείς να αποκωδικοποιήσει την ιδιοσυγκρασία, τις θεματικές και τις επιλογές της τεχνοτροπίας κάθε καλλιτέχνη.
Παράλληλα, εκτός από περιγραφές όλων των ατελιέ, εικόνες των οποίων παρατίθενται, το πολυσέλιδο βιβλίο συμπληρώνεται από μια σειρά κειμένων δοκιμιακού χαρακτήρα.
Πρόκειται για τα εξής: «Το εργαστήριο του καλλιτέχνη - Μια ιστορία πολιτισμού» του James Hall, «Οι “φωλιές” των καλλιτεχνών» της Λουίζας Καραπιδάκη, το αφιερωμένο στη δημιουργό «Ο καλλιτέχνης επί το έργον» του Νίκου Παΐσιου, «Φωτογραφία και τέχνη» του Στέφανου Δασκαλάκη, μια συνέντευξη του Γιώργου Ρόρρη στους Λουίζα Καραπιδάκη, Κωνσταντίνο Μυριάνθη και Λίλη Τσίγκου, και τέλος ένα εξομολογητικό κείμενο της ίδιας της Λίλης Τσίγκου.