Γεννήθηκα στα Τίρανα το 1980, σε μια εποχή που ακόμα επικρατούσε ο κομμουνισμός. Θυμάμαι τα πάντα, μέχρι και την ημέρα που πέθανε ο Χότζα, γιατί είχαμε πάει επίσκεψη στον παππού μου με τη μάνα μου και εκείνος, κομμουνιστής φανατικός, μόλις την είδε τής έδωσε μια σφαλιάρα και της είπε «καλά, έχει πεθάνει ο Χότζα κι εσύ έχεις βάλει κραγιόν;» – δεν είχαμε προλάβει να μάθουμε τον θάνατό του. Ήταν μια εποχή που όλοι έπαιζαν έναν ρόλο και, βέβαια, έπρεπε να προστατευτείς γιατί πάντα φοβόσουν μη σε καταδώσει κάποιος για κάτι που δεν είχες κάνει, γιατί μπορούσε να συμβεί και αυτό ανά πάσα στιγμή. Όλοι όσοι ζούσαμε εγκλωβισμένοι είχαμε την επιθυμία να φύγουμε από τη χώρα. Η πληροφορία που είχαμε απ’ το εξωτερικό ήταν ελάχιστη και μόνο τον τελευταίο χρόνο, που κάποιος είχε βάλει κεραία και μπορούσε να δει τα ξένα κανάλια, αλλά σε γενικές γραμμές ζούσαμε στο απόλυτο σκοτάδι. Ακόμα και σ’ αυτό το σκοτάδι, όμως, η κοινωνία κάπως διασκέδαζε, υπήρχε μια αγάπη μεταξύ μας, αλληλεγγύη, γιατί στην ουσία ήμασταν όλοι ίδιοι, ό,τι είχε ο ένας είχε και ο άλλος, εκτός από τους κυβερνητικούς, φυσικά, που ζούσαν σε βίλες. Δεν ήταν ακριβώς όλοι ίσοι.
• Ήμουν ένα ατίθασο παιδί, το μοναδικό με μακριά μαλλιά στο σχολείο· τα μαλλιά τα είχα μακριά από άποψη, είχα πεταχτά αυτιά και ήθελα κάπως να τα κρύψω. Ήθελα, λόγω αισθητικής, να καλύψω αυτό το ελάττωμα – ακόμα και τώρα τα μαλλιά μου είναι μακριά.
• Έλεγα κατά καιρούς ότι ήθελα να γίνω γιατρός, αλλά ήθελα να γίνω χορευτής. Μου άρεσε ο χορός γιατί στην Αλβανία βλέπαμε πολύ χορό, στην τηλεόραση έπαιζαν συνέχεια παραστάσεις κλασικού μπαλέτου, οπότε θυμάμαι να τις παρακολουθώ με τις ώρες. Μου άρεσε και η ζωγραφική πάρα πολύ. Θυμάμαι, απέναντι απ’ το σπίτι μου είχαμε έναν ζωγράφο ο οποίος συνήθως έκανε ψηφιδωτά για την κυβέρνηση με μικρές πέτρες, οπότε τον βοηθούσαμε και μετά καθόμασταν και τον παρατηρούσαμε.
Στο πρότζεκτ που έκανα με τους μετανάστες στην Ευρώπη πολλές φορές περνούσα χρόνο στα σπίτια τους. Σκέψου ότι ήμουν ο μόνος ξένος που είχε πάει στα σπίτια τους για πολύ καιρό, κι αυτό τους φαινόταν πολύ τιμητικό, ήταν πολύ χαρούμενοι που κάποιος, ξένος κι αυτός εν τέλει σε μια άλλη χώρα, τους επισκεπτόταν. Τους φαινόταν ότι είχαν ενταχθεί.
• Την Ελλάδα την επιλέξαμε γιατί η μητέρα μου είχε έναν θείο που είχε γυρίσει απ’ την Αμερική και έμενε στην Αθήνα, στο Μετς, οπότε ήθελε να έρθει να τον βρει. Η ελληνική πρεσβεία είχε ανοίξει τον Ιανουάριο του ’91 στην Αλβανία κι εμείς πήραμε βίζα τον Απρίλιο, έτσι ήρθαμε και οι τέσσερις με τουριστική βίζα. Το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις κατέβηκα από το λεωφορείο στα ΚΤΕΛ ήταν να αγοράσω μια κόκα-κόλα – πήραμε όλοι από μια κόκα κόλα. Μακάρι να είχα μια φωτογραφία από αυτό, ήμασταν όλη η οικογένεια με μια κόκα-κόλα στο χέρι.
• Δεν ξέραμε κανέναν εδώ πέρα, δεν ξέραμε καν τη γλώσσα, δεν ξέραμε πώς να βρούμε σπίτι, έτσι, όταν φτάσαμε στην Αθήνα, μείναμε σε ένα ξενοδοχείο Αθηνάς και Ευριπίδου γωνία, που ήταν το πιο φτηνό – μείναμε εκεί αρκετό καιρό. Όταν ήρθαμε ήμουν έντεκα χρονών, οπότε τα θυμάμαι όλα, τα φώτα, τους μεγάλους δρόμους, το ξενοδοχείο, τις κοπέλες που είχε το ξενοδοχείο και δεν καταλάβαμε στην αρχή τι έκαναν, γιατί δεν είχαμε δει ποτέ σεξεργάτριες στην Αλβανία. Ανεβαίναμε τις σκάλες και τις βλέπαμε μέσα από τις ανοιχτές πόρτες να βάφονται. Στη συνέχεια γίναμε φίλοι – ήταν πολύ καλές, φέρονταν πολύ τρυφερά σ’ εμένα και την αδελφή μου γιατί ήμασταν η μοναδική οικογένεια στο ξενοδοχείο. Τρέχαμε πάνω-κάτω, μπαίναμε στα δωμάτια όπου κάθονταν και περίμεναν τους πελάτες. Μπορεί να φαίνεται άγριο, αλλά στα παιδικά μου μάτια φάνταζε σαν κάτι πολύ ωραίο. Γενικά, θέλω να μετατρέπω τα πράγματα σε κάτι όμορφο – αυτό ήθελα να κάνω και με τη δουλειά αργότερα.
• Ελληνικά έμαθα πολύ γρήγορα. Όταν πήγα στο σχολείο στον Κολωνό ήμουν ο μοναδικός ξένος στην τάξη, η δασκάλα δεν είχε και πολύ χρόνο να ασχοληθεί μαζί μου –είχε και τριάντα παιδιά στην τάξη–, οπότε ό,τι «έπιανα». Με ρωτούσε στο τέλος αν κατάλαβα κάτι, γιατί δεν μπορούσε να διακόψει το μάθημα. Τα παιδιά όμως ήταν πολύ φιλικά. Ήμουν πολύ καλός στα αθλήματα, οπότε αυτόματα έγινα κάτι σαν αρχηγός στο ποδόσφαιρο και το μπάσκετ· είχα αρκετά skills, γι’ αυτό και με αγκάλιασαν. Ως παιδί δεν μπορώ να πω ότι βίωσα ρατσισμό, σίγουρα όχι από τα παιδιά. Αυτό έγινε αργότερα, γιατί όταν στο σπίτι ο διαχωρισμός συζητιέται, το παιδί αυτόματα απορροφάει την πληροφορία.
• Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα σκεφτόμασταν ότι θα είναι κάτι προσωρινό, ότι θα μείνουμε έναν χρόνο και θα φύγουμε, όμως ο ένας χρόνος έγινε δύο χρόνια και μετά τρία, κι έβλεπες ότι κάπως κολλάς εδώ. Οι γονείς μου βρήκαν αμέσως δουλειά, έτσι μείναμε μόνοι μας στο ξενοδοχείο όπου δεν είχαμε τίποτα να κάνουμε, και επειδή συνειδητοποίησα ότι η κατάστασή μας έχει αλλάξει, ότι δεν ήμασταν σε ένα σύννεφο και δεν έρχονταν όλα ουρανοκατέβατα, αποφάσισα να συνεισφέρω με έναν τρόπο, αλλά χωρίς να μου το πει κανένας. Δεν ήξερα τη γλώσσα, είχα μάθει ελάχιστα, αλλά είδα κάποιον με ένα πανέρι με κουλούρια και τον ρώτησα «τι τα κάνεις αυτά;». Μου απάντησε «τα πουλάω» και τότε τον ξαναρώτησα «πού τα βρίσκεις; Μπορώ να πάρω κι εγώ κάποια;». Μου είπε «έλα στις εξίμισι το πρωί στον φούρνο». Πήγα κι έτσι άρχισα να πουλάω κουλούρια στην Ομόνοια. Το έκανα αυτό αρκετό καιρό. Βέβαια, μου έκαναν πολλές φορές παρατήρηση οι αστυνομικοί να τα μαζέψω, με είχαν πιάσει πολλές φορές και με είχαν πάει στο τμήμα μέχρι να έρθουν οι γονείς μου να με βγάλουν. Με έπιαναν, με άφηναν, και μετά άντε απ’ την αρχή.
• Αυτή η περίοδος που ήμουν μόνος μου, που μπορούσα να μιλάω με τον κόσμο χωρίς καλά-καλά να ξέρω τη γλώσσα –ήμασταν στην Αθήνα μόλις τρεις μήνες–, ήταν για μένα ένας τρόπος να μπορώ να αξιολογώ τους ανθρώπους. Μου άρεσε πάρα πολύ, κι έπειτα ήρθε η φωτογραφία κι έδεσε όλο αυτό. Δεν έχω σταματήσει να δουλεύω από τότε. Δούλευα και παράλληλα με το σχολείο.
• Όταν έρχεσαι σε μια ξένη χώρα και έχεις όλη τη διάθεση να μάθεις πράγματα και να προσαρμοστείς, δεν έχεις και τίποτα να χάσεις. Κατάλαβα εξαρχής ότι δεν χρειάζεται να με αγαπάνε όλοι, είναι δύσκολο να σε αγαπάνε όλοι. Απ’ την άλλη, ο ερχομός σε μια ξένη χώρα ήταν το σημείο καμπής, η έκρηξη μέσα στο κεφάλι μου, μόνο έτσι μπορώ να χαρακτηρίσω αυτή την τρομερά μεγάλη αλλαγή, ήταν λες και ξαναγεννήθηκα. Ακόμα και το ξενοδοχείο και οι δυσκολίες, η μεταφορά από ένα κανονικό σπίτι σε ένα μικρό δώμα με τέσσερα άτομα, ήταν για μένα σαν μια δύναμη που πετάχτηκε από μέσα μου. Με ενδιέφερε πάρα πολύ η Ελλάδα και με ενδιαφέρει μέχρι και τώρα που κάνω το πρότζεκτ στο Αιγαίο. Με αφορά γιατί είναι η πατρίδα μου. Μπορεί να θεωρούμαι Αλβανός, αλλά ζω εδώ τριάντα χρόνια, οπότε είναι και δική μου πατρίδα.
• Μπορώ να πω ότι τα βιβλία μού έχουν αλλάξει τη ζωή. Ξεκίνησα να διαβάζω στο γυμνάσιο. Μια φιλόλογος με πήγε στη βιβλιοθήκη του σχολείου και μου είπε «πάρε ένα βιβλίο». Ήταν αρκετά θρησκευόμενη και την κορόιδευαν οι άλλοι καθηγητές, αλλά ήταν η μόνη που μας έδινε κατευθύνσεις. Δεν θυμάμαι ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασα – δεν ήταν το πιο σημαντικό, αλλά η διαδικασία ήταν σημαντική γιατί μου ανοίχτηκε ένας νέος κόσμος, τα βιβλία μού άνοιξαν τους ορίζοντες, και γενικά η μάθηση. Το πρώτο βιβλίο που θυμάμαι είναι το Σιντάρτα του Έρμαν Έσσε, το οποίο το διάβασα αρκετές φορές στα δεκαέξι, προσπαθώντας να καταλάβω τι έλεγε. Από κει και πέρα, το διάβασμα έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου.
• Το πρώτο πράγμα που αγοράσαμε στην Αθήνα ήταν μια pocket φωτογραφική μηχανή. Το πρώτο φιλμ που τραβήξαμε ήταν στη γέφυρα της Λένορμαν. Τραβάγαμε τη γέφυρα μ’ εμάς από πάνω, κι αυτό ήταν για μας πολιτισμός. Τις μισές φωτογραφίες τις στείλαμε στους συγγενείς μας στην Αλβανία, γιατί τότε ήταν πολύ δύσκολο να φτάσει η πληροφορία εκεί και θέλαμε να τους δείξουμε ότι εδώ είναι ωραία και ότι είμαστε καλά, να δούνε την εικόνα μας. Ήταν πολύ σημαντική η φωτογραφία, το μόνο πράγμα που είχαμε φέρει στην Ελλάδα τότε ήταν ένα πάκο με φωτογραφίες.
• Η φωτογραφία ήρθε στη ζωή μου τελείως τυχαία το 2000. Είχα πάει μια βόλτα στο Σύνταγμα και επιστρέφοντας στον Κολωνό με τα πόδια, πέρασα από μια γκαλερί στο Κολωνάκι που είχε μια ασπρόμαυρη έκθεση φωτογραφίας κι εκεί έγινε το κλικ. Μου άρεσε πάντα η ζωγραφική, αλλά με τη φωτογραφία έπαθα μεγάλο έρωτα και μετά από τόσα χρόνια που ασχολούμαι νιώθω ακριβώς το ίδιο πάθος. Δεν είμαι ακριβώς όσο naif ήμουν στα είκοσί, γιατί έχω αποκτήσει μια εμπειρία πλέον και αυτό σε αλλάζει, αλλά ο ενθουσιασμός είναι πάντα ο ίδιος. Δούλευα τότε ως μαραγκός στα 120 Ενωμένα Εργοστάσια και παράτησα τη δουλειά μου αμέσως για να πάω να κάνω μαθήματα φωτογραφίας. Ο εργοδότης μου εκεί μου είπε «πού πας να μπλέξεις, θα πεινάσεις, η φωτογραφία είναι πολύ δύσκολη», εμένα δεν με ένοιαζε όμως, «ας πεινάσω» του είπα. Ξεκίνησα τη σχολή χωρίς μία στην τσέπη μου, και με όσα χρήματα είχα αγόρασα φωτογραφική μηχανή. Αν είσαι από μια οικογένεια που δεν έχει πάρει ρίσκα, δύσκολα θα πάρεις την απόφαση να ξεκινήσεις από την αρχή κάτι. Δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά, άρχισα να φωτογραφίζω και με τα λίγα χρήματα που είχα αγόραζα μόνο φιλμ, δεν με ενδιέφεραν ούτε ρούχα ούτε τίποτα, ήμουν τελείως χίπης. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν η φωτογραφία και τα βιβλία. Ήμουν κάτι σαν beat του 2000. Το 2000 ανακάλυψα τον Ρόμπερτ Φρανκ που ήταν φίλος με τον Κέρουακ και τον Άλεν Γκίνσμπεργκ και άρχισα να διαβάζω τους beat συγγραφείς και ποιητές· τους διάβασα όλους με τη σειρά, ήταν μια τρομερά όμορφη ιστορία όλη αυτή. Mπορεί να μην είχα λεφτά, αλλά είχα πάρα πολλά πράγματα. Περνούσα τέλεια.
• Ξεκίνησα να φωτογραφίζω τη ζωή μου ουσιαστικά, την πραγματικότητά μου γύρω από την Ομόνοια, εκεί που έμενα, κι αυτό επίσης ήρθε τελείως φυσικά. Πήρα τη μηχανή και είπα «θα φωτογραφίσω αυτούς τους ανθρώπους που ξέρω». Αυτές τις παραστάσεις είχα, με αυτούς τους ανθρώπους ήξερα να επικοινωνώ και δεν το έκανα με διάθεση να τους εκμεταλλευτώ αλλά με αγάπη. Είναι πολύ σημαντικό να μη χάσεις την αθωότητα με την οποία προσεγγίζεις τους ανθρώπους, κι αυτός είναι και ο πιο μεγάλος φόβος μου, μη χάσω αυτή την αθωότητά μου μέσα από τη δουλειά. Για μένα αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν περιθώριο, ήταν οι άνθρωποι που ήξερα· μπορεί κάποιοι να βλέπουν τις εικόνες και να λένε «τι δύσκολοι άνθρωποι είναι αυτοί», στα μάτια μου όμως ήταν όμορφοι εσωτερικά, γιατί εξωτερικά ο χρόνος και οι συνθήκες τούς έχουν φερθεί άσχημα και ίσως είχαν ατέλειες. Τον πρώτο μήνα που ξεκίνησα να φωτογραφίζω έκανα το πρώτο ταξίδι στην Αλβανία μετά από πολλά χρόνια.
• Η φωτογραφία είναι πολύ εγκεφαλική, μπορεί να μάθεις την τεχνική, αλλά όλα γίνονται μέσα στο κεφάλι σου, το πώς έρχεται η ιδέα και πώς την υλοποιείς οπτικά. Όλες οι φωτογραφίες έχουν αξία για μένα, γιατί εγώ τις βλέπω συνολικά, δεν μπορώ να ξεχωρίσω μία, καθεμία έχει ένα κομμάτι από τη ζωή μου, ένα κομμάτι από την ενέργειά μου κι ένα κομμάτι απ’ τον χρόνο μου. Γιατί δεν είναι μια απλή διαδικασία η φωτογραφία, ειδικά τα θέματα που κάνω χρειάζονται παραπάνω χρόνο, κι εμένα με αφορούν γενικά, όχι μόνο ως εικόνες. Δηλαδή η φωτογραφία για μένα δεν είναι αυτοσκοπός, πρέπει να έρχεται φυσικά, να προκύπτει με έναν τρόπο. Στο πρότζεκτ που έκανα με τους μετανάστες στην Ευρώπη πολλές φορές περνούσα χρόνο στα σπίτια τους. Σκέψου ότι ήμουν ο μόνος ξένος που είχε πάει στα σπίτια τους για πολύ καιρό, κι αυτό τους φαινόταν πολύ τιμητικό, ήταν πολύ χαρούμενοι που κάποιος, ξένος κι αυτός εν τέλει σε μια άλλη χώρα, τους επισκεπτόταν. Τους φαινόταν ότι είχαν ενταχθεί.
• Χάλασα πάρα πολλά χρήματα από την τσέπη μου για να έχω την επιλογή να κινούμαι όπως θέλω εγώ. Έχω δουλέψει μόνο freelance, αλλά κάποια πρότζεκτ ήταν ανάθεση. Το μεταναστευτικό το κάλυπτα για πολλά χρόνια, αλλά τώρα λιγότερο. Θέλω λίγο να απεμπλακώ, θέλω να ηρεμήσω λίγο, γιατί όλη αυτή η διαδικασία μού δημιούργησε μια πληγή. Όλες οι εικόνες που έχεις δει υποσυνείδητα σου έχουν εντυπωθεί και επανέρχονται. Όση εμπειρία και να έχεις ως φωτογράφος, σοκάρεσαι από τέτοιες εικόνες και το μεταναστευτικό ήταν για μένα μεγάλο σοκ. Επίσης είναι σοκαριστικό όταν συνειδητοποιείς ότι τελικά δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι’ αυτό, όσο κι αν σε αφορά και θέλεις να βοηθήσεις. Στη Λέσβο πήγα μόνος μου, περίμενα τις πρώτες βάρκες, έτσι ξεκίνησα να καλύπτω όλα τα στάδια. Μετά ήθελα να καταγράψω όλη την κατάσταση στα Βαλκάνια.
• Δεν έχω εξοικειωθεί με τον πόνο. Υπήρχαν άνθρωποι που έμεναν σε αυτές τις περιοχές για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, για μένα το ζητούμενο δεν ήταν να φωτογραφίσω αμέτρητα πτώματα ούτε αμέτρητους ανθρώπους που πέρναγαν απέναντι με βάρκες αλλά το πώς θα το απέδιδα αυτό, πώς θα κατέγραφα μια εικόνα, μια κατάσταση με έναν σεβασμό. Από τις εικόνες που τραβάς συνειδητοποιείς τι συμβαίνει.
• Δεν σου κρύβω ότι ήταν πολλές οι φορές που σκέφτηκα να τα παρατήσω, γιατί δεν είχα μία και έπρεπε να κάνω κάτι άλλο. Δεν είναι εύκολη η δουλειά του φωτογράφου, ποτέ δεν ήταν εύκολη, έχω δει πολλούς ανθρώπους να τα παρατάνε, ταλαντούχα άτομα να μην εξελίσσονται. Απ’ ό,τι έχω ακούσει έχουν υπάρξει πολύ καλύτερες εποχές, αλλά εμείς δεν τις προλάβαμε. Η μόδα πάντα είχε λεφτά –και τώρα έχει–, οι καλές δουλειές δεν έρχονται από τα μεγάλα μπάτζετ όμως.
• Δούλεψα κυρίως με το ασπρόμαυρο γιατί στην Ελλάδα είναι δύσκολο βγάλεις έγχρωμες φωτογραφίες λόγω φωτός. Το φως μπορεί να είναι φανταστικό για να το βλέπεις και να το χαίρεσαι, αλλά για να φωτογραφίσεις έχεις πολύ περιορισμένο χρόνο, μόνο τα πρωινά και λίγο το απόγευμα, οπότε δεν μπορείς να το κοντρολάρεις ή πρέπει να βάλεις φλας. Για το θέμα που κάνω αυτήν τη στιγμή στο Αιγαίο, που είναι έγχρωμο, δεν γίνεται να μη βάλω φλας. Τραβάω σε φιλμ και σε αυτό το πρότζεκτ του Αιγαίου τραβάω με τη Yashica, το κάνω και με τη Mamiya 7 και με ψηφιακό, βέβαια. Είναι πανάκριβο το φιλμ, αλλά άμα σου αρέσει η φωτογραφία και την ερωτευτείς, μετά είναι μονόδρομος.
• Και το «Magnum» έχει προσαρμοστεί στο έγχρωμο, γιατί δεν υπάρχουν τα περιοδικά που παλιότερα έκαναν story telling. Υπήρξαν εποχές που έστελναν τον φωτογράφο κάπου για έξι μήνες να κάνει θέμα· δεν υπάρχουν πια αυτά τα assignments, εξάλλου έχουν κλείσει όλα τα περιοδικά στην Αμερική. Ήμουν πρόσφατα με το New York Times magazine στον Λίβανο και στη Βαγδάτη για δέκα μέρες και τα εισιτήρια τα κλείναμε την ίδια μέρα ή την προηγούμενη γιατί δεν ξέραμε πώς θα πάει το πρότζεκτ – ήταν πανάκριβα μόνο να πας. Μόνο αυτοί μπορούν να υποστηρίξουν τέτοια πρότζεκτ. Σκέψου ότι είχαμε fixer, είχαμε οδηγούς, στη Βαγδάτη είχαμε 4 bodyguards, δύο οδηγούς και δύο βοηθούς συν τους δημοσιογράφους.
• Αλλάζει και το κοινό παράλληλα, μαθαίνει άλλους κώδικες με το ίντερνετ. Τότε διψούσε να δει τον κόσμο, τώρα ξυπνάει με το TikTok και κοιμάται με αυτό. Παλιά οι άνθρωποι έπαιρναν το αυτοκίνητο και τη φωτογραφική μηχανή και γύρναγαν όλη την Ευρώπη και όλο τον κόσμο, σήμερα προτιμούν να κάνουν από το σπίτι τους TikTok. Δεν είναι αθώα όλα όσα υπάρχουν στο ίντερνετ, αυτή η πληροφορία που έρχεται αβίαστα και δωρεάν πρέπει κάπως να σε προβληματίσει. Και πρέπει να ξέρεις να ξέρεις τελικά τι είναι αυτό που σε ενδιαφέρει, κι αν μπορείς, να το επεξεργαστείς περισσότερο.
• Ένα μεγάλο κομμάτι μου οφείλεται και στην Ελλάδα, η Ελλάδα είναι κομμάτι μου. Ασχέτως του αν μερικές καταστάσεις ήταν δύσκολες, το αποτέλεσμα είναι ωραίο, γλυκόπικρο θα έλεγα. Θυμάμαι, την περίοδο που είχα πάρει το ελληνικό διαβατήριο, έδωσα συνέντευξη και με ρώτησαν ποιους ποιητές ξέρω. Απάντησα «Σεφέρη, Ελύτη και τον Καφάβη». Μου ζήτησαν να αναφέρω ένα ποίημά του, έτσι είπα την «Ιθάκη».
• Η Αθήνα μού φαίνεται χαοτική, αλλά μου αρέσει γιατί έχει μια ενέργεια που σε ταρακουνάει. Όταν βρίσκεσαι εδώ έχεις την αίσθηση ότι δεν κοιμάται ποτέ. Μου αρέσουν αυτές οι εναλλαγές που μπορείς να δεις από γειτονιά σε γειτονιά, ακόμα και στο κέντρο της Αθήνας. Περπατώντας από το Σύνταγμα μέχρι την Ομόνοια, μέσα σε πέντε λεπτά ξαφνικά βρίσκεσαι σε άλλον κόσμο. Μου αρέσουν όλες οι περιοχές του κέντρου. Φωτογραφικά δεν με ενδιαφέρει όσο παλιά, γιατί ό,τι ήταν να φωτογραφίσω το φωτογράφισα. Φωτογράφιζα γύρω στα δεκαπέντε χρόνια συνεχόμενα στην Αθήνα, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι αυτό τελείωσε.
• Μου αρέσει να διαβάζω, να κάθομαι μόνος μου και να φέρνω στον νου μου εικόνες και να καθαρίζω απ’ όσες έχω δει και μου είναι δύσκολες. Το θεωρώ σημαντικό αυτό στην εργασία που κάνω, να μπορώ να κάθομαι λίγο μόνος με τον εαυτό μου.
• Η έκθεση «Space of Togetherness» είναι μια πολύ ωραία πρωτοβουλία του ιδρύματος ΝΕΟΝ όπου παρουσιάζω την προσωπική μου εργασία στο Μεταναστευτικό, η οποία κράτησε επτά χρόνια και διαδραματίζεται σε δύο ηπείρους. Χωρίζεται σε δύο διαφορετικές φάσεις: στο πρώτο κομμάτι, που είναι ο ερχομός των ανθρώπων στην Ευρώπη, και στο δεύτερο, που την εγκατάστασή τους στις χώρες επιλογής τους. Εμένα και τα δύο με αφορούσαν, περισσότερο η μετεγκατάσταση των ανθρώπων στις καινούργιες χώρες. Φωτογραφίζοντας εκεί τους ανθρώπους ήταν σαν να επέστρεφα νοερά στις δικές μου εικόνες. Μπαίνοντας στα σπίτια τους και βλέποντας πώς τα είχαν τακτοποιήσει με αυτά τα λίγα πράγματα που είχαν, επανέρχονταν μνήμες και μου άρεσε που ήταν όλοι μαζί – έτσι ήμασταν κι εμείς όταν είχαμε πρωτοέρθει. Η διαδικασία κράτησε αρκετό καιρό και για μένα ήταν σημαντικό να υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ μας για να μπορεί όλο αυτό να έχει μια αξία, να είναι αληθινό και να βγαίνει αβίαστα. Αυτή η δουλειά παρουσιάζεται σε εννιά φωτογραφίες πολύ σημαντικών καλλιτεχνών απ’ όλον τον κόσμο, εικαστικοί οι πιο πολλοί.
• Η ζωή με έχει μάθει να βλέπω τα πράγματα πάντα με αισιοδοξία, γιατί μόνο έτσι μπορείς να επιβιώσεις. Πρέπει να προχωράς πάντα μπροστά, γιατί πάντα στην επόμενη γωνία μπορεί να σε περιμένει κάτι κι αυτό να αλλάξει μια δύσκολη κατάσταση που ζούσες. Ακόμα και στις πιο μαύρες στιγμές έλεγα «όλα θα πάνε καλά», και κάπως διά μαγείας όλα άλλαζαν. Όχι μένοντας ξαπλωμένος στον καναπέ, αλλά βγαίνοντας έξω, γιατί δεν πρέπει ποτέ να τα παρατάς.
«Space of Togetherness», ΝΕΟΝ, στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου | «Σχολείον της Αθήνας-Ειρήνη Παππά». Έως τις 20/10
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.