Ο Σωκράτης Μπαλταγιάννης είναι φωτογράφος και εργάζεται ως φωτορεπόρτερ. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα και τα τελευταία χρόνια περιπλανιέται στους δρόμους της πόλης ως ένας διαφορετικός φλανέρ με κάμερα, αισθητική, κοινωνική ευαισθησία και στόχο. Δεν υπηρετεί το εφήμερο και φευγαλέο, αλλά η ματιά του είναι στραμμένη στα κοινωνικά ζητήματα, στην προσφυγική κρίση, στους ανθρώπους, στην επικαιρότητα και στο αστικό περιβάλλον. Οι κοινωνικά ευαίσθητες φωτογραφίες του διαθέτουν ισορροπία, δυναμισμό και αναδίδουν έναν βαθύ ανθρωπισμό, που αποφεύγει την γλυκερή καλλιέπεια.
Κοιτώντας τις φωτογραφίες του, αντιλαμβάνεσαι άμεσα πως ξέρει να χειρίζεται εξαιρετικά τα οπτικά στοιχεία του περιβάλλοντος, να εκμεταλλεύεται άψογα τη διάταξη των σχημάτων στον χώρο και να συνθέτει δυναμικές εικόνες που στέλνουν ένα δυνατό μήνυμα. Ο ίδιος, πέρα από την καταγραφή της ανήσυχης καθημερινότητας και της κρίσης στην Ελλάδα, έχει βρεθεί –και εξακολουθεί να βρίσκεται– σε camp και σύνορα της χώρας για να καλύψει την προσφυγική κρίση, τις φωτιές στη Μόρια. Πολλές από τις φωτογραφίες του έχουν δημοσιευτεί σε μεγάλα έντυπα παγκοσμίως, όπως η «Guardian», το «Spiegel», η «Wall Street Journal».
Θέλω οι φωτογραφίες και τα θέματά μου να είναι ένα ανοιχτό παράθυρο. Επιχειρώ να δείξω αυτό που υπάρχει ήδη εκεί έξω. Δεν με νοιάζει εάν θα σου αρέσει η θέα από αυτό το παράθυρο, αλλά θέλω να σε κάνω να κοιτάξεις και να δεις τι υπάρχει εκεί έξω.
Όπως παραδέχεται, οι πολυδιάστατοι δρόμοι της Αθήνας είναι εκεί όπου επιλέγει πεισματικά να ζει και να απαθανατίζει, αναδεικνύοντας καθημερινά μεμονωμένες ιστορίες, αφηγήσεις και πορτρέτα ανθρώπων που ζουν σε μια πόλη γεμάτη ένταση, ρυθμό και μαγεία.
Μεγάλωσα σε ένα προάστιο της πόλης, τη Μεταμόρφωση ή Κουκουβάουνες, όπως συνήθιζαν να τη λένε οι παλιοί, και ακόμα και στις αρχές της δεκαετίας του '80 έμοιαζε πιο πολύ με χωριό παρά με κομμάτι ή επέκταση της πόλης. Φαντάσου πως όταν θέλαμε γάλα, πηγαίναμε δυο τετράγωνα από το σπίτι μας και αγοράζαμε από έναν κύριο που εξέτρεφε αγελάδες εκεί. Οι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν γρήγοροι όμως και όλα αυτά χαθήκαν εξίσου γρήγορα.
Είμαι 40 ετών και η πρώτη μου επαφή με την τέχνη ήταν, όπως όλων των παιδιών, με τη ζωγραφική – μη φανταστείς τέχνη τώρα, ξέρεις. Μόνο που στην αρχή δεν μπορούσα να ζωγραφίσω και τα παιδιά στο νηπιαγωγείο θυμάμαι ότι με πείραζαν γι' αυτό. Μικρός όπως ήμουν, αυτό με στενοχώρησε και με πείσμωσε ταυτόχρονα. Έτσι, μια μέρα κάθισε η μητέρα μου και μου έμαθε τα βασικά για τότε (σπίτι, ήλιος, κοτούλες) και στη συνέχεια ο πατέρας μου, που πιάνει το χέρι του, μου ζωγράφιζε καουμπόηδες κι εγώ τους ξεπατίκωνα. Με τον καιρό και τα χρόνια το χέρι μου λύθηκε, με αποτέλεσμα να γίνω το παιδί της τάξης που όλοι ήθελαν να τους ζωγραφίσει κάτι.
Σπούδασα γραφιστική, αν και στη πραγματικότητα ήθελα να πάω στην Καλών Τεχνών. Για διάφορους λόγους αυτό δεν έγινε – το ίδιο ισχύει για τη φωτογραφία. Αν και με συνέπαιρναν οι φωτογραφίες που έβλεπα κατά καιρούς στα περιοδικά, δεν είχα σκεφτεί ποτέ τον εαυτό μου ως φωτογράφο, ότι θα μπορούσα μια μέρα ίσως να κάνω κι εγώ αυτό που τόσο θαύμαζα.
Δεν θυμάμαι πότε έβγαλα την πρώτη μου φωτογραφία, να σου πω την αλήθεια, αλλά σίγουρα δεν θα ήταν κάτι ιδιαίτερο!
Κάπου στο γυμνάσιο, θα έλεγα. Ήταν μηχανή φιλμ, αυτόματη, όχι κάτι καλό. Πάντα λιγουρευόμουν την Olympus του πατέρα μου, όμως...
Το να βιοπορίζεσαι από τη φωτογραφία στις μέρες μας δεν είναι το ευκολότερο πράγμα, μια και η ζήτηση είναι μικρή σε σχέση πάντα με την προσφορά, που είναι μεγάλη λόγω της εύκολης πρόσβασης στις νέες τεχνολογίες.
Τώρα, οι κύριοι συνεργάτες μου είναι το Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων (dpa), που καλύπτει την επικαιρότητα στην Ελλάδα, και η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες (UNHCR).
Το να δουλεύεις με ένα φωτογραφικό πρακτορείο έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του, όπως όλα άλλωστε. Από τη μια σου δίνεται η δυνατότητα η φωτογραφία σου να ταξιδέψει σε πιο πολλές χώρες, έντυπα κ.λπ., πράγμα που σημαίνει πως μεγαλύτερη μερίδα κόσμου θα δει το θέμα και τη φωτογραφία. Από την άλλη, θα έλεγα ότι το αρνητικό είναι ακριβώς αυτό, το ότι άπαξ και μπει εκεί η εικόνα σου, χάνεις τον έλεγχο του πού θα πάει και πώς θα χρησιμοποιηθεί. Δίκοπο μαχαίρι, με άλλα λόγια.
Τα σχόλια που λαμβάνω από τον κόσμο ποικίλλουν, όπως και τα γούστα. Η φωτογραφία είναι υποκειμενική, οπότε και οι αντιδράσεις είναι διαφορετικές. Κάτι μπορεί να αρέσει και ταυτόχρονα να μην αρέσει. Αυτά για το αισθητικό κομμάτι, γιατί όσον αφορά την πληροφορία, αν και η πλειονότητα κατανοεί και συμμερίζεται την προσφορά και το έργο ενός φωτορεπόρτερ, υπάρχουν κι εκείνοι που, όταν θίγονται τα συμφέροντά τους, διαμαρτύρονται και σε εξοστρακίζουν.
Θα ήταν ψέμα αν έλεγα ότι ήταν όνειρό μου να γίνω φωτογράφος. Αν και η φωτογραφία ήταν πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου, για κάποιον λόγο δεν ασχολήθηκα από την αρχή με αυτήν. Για αρκετό διάστημα εργαζόμουν ως γραφίστας. Με τον ερχομό της κρίσης στην Ελλάδα μπορείς να πεις πως ήρθε και μια δική μου κρίση, μια κρίση ταυτότητας ίσως, ως προς το τι πραγματικά θα ήθελα να κάνω. Η αγάπη μου για τη φωτογραφία και η περιέργειά μου για το πώς περνάει τη ζωή του ο συνάνθρωπός μου με έβγαλαν στον δρόμο και έκτοτε δεν ξαναγύρισα στο γραφείο...
Κατά καιρούς έχω διακριθεί σε κάποιους διαγωνισμούς, σε Ελλάδα και εξωτερικό, και έχω συμμετάσχει σε ομαδικές εκθέσεις. Μια πολύ ενδιαφέρουσα έκθεση στην οποία συμμετείχα ήταν στο φεστιβάλ φωτογραφίας της Αντίς Αμπέμπα στην Αιθιοπία. Ήταν σημαντικό για μένα, γιατί εκεί γνώρισα αρκετούς και αξιόλογους φωτογράφους αφρικανικής καταγωγής. Παιδιά με πραγματικό ταλέντο, που παραβλέπουμε πολλές φορές στη Δύση. Επίσης, αυτή την περίοδο μέρος της δουλειάς μου από τη σειρά «The Athenians» εκτίθεται στα σοκάκια της Βαμβακούς. Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον εγχείρημα από τη Vamvakou Revival, με την υποστήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος και τη συνεργασία του Athens Photo World. Για δύο μήνες, Σεπτέμβρη-Οκτώβρη, οι εικόνες θα βρίσκονται στο χωριό, σε μια προσπάθεια να αλληλεπιδράσουν οι ρυθμοί της πόλης με την ομορφιά της ελληνικής επαρχίας. Εδώ θα ήθελα να επισημάνω και τη σημαντική και δύσκολη προσπάθεια που καταβάλλουν τα παιδιά του Vamvakou Revival για να αναβιώσουν το χωριό τους και να μας υπενθυμίσουν έναν τρόπο ζωής που έχουμε ξεχάσει προ πολλού στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Αθήνα.
Ως φωτογράφος, έχεις τη δυνατότητα να βρίσκεσαι σε σημεία και γεγονότα ακριβώς τη στιγμή που διαδραματίζονται κι αυτό βοηθάει να κατανοήσεις μια κατάσταση, γιατί τη βιώνεις από πρώτο χέρι, προτού φιλτραριστεί ή παραποιηθεί.
Μία από τις πολλές παθογένειες που αντιμετωπίζουμε ως κοινωνία θα έλεγα πως είναι αυτό το «έλα μωρέ». «Έλα μωρέ, κάποιος θα το μαζέψει», «Έλα μωρέ, ποιος θα με δει (που θα περάσω με κόκκινο ή θα μπω σε ένα στενό ανάποδα)», «Έλα μωρέ, πού να μπλέκεις τώρα», «Έλα μωρέ, όλοι το κάνουν». Έλα μωρέ για τα πάντα. Με έχει κουράσει πολύ αυτό.
Αυτό που βλέπω στους δρόμους συνήθως είναι βλέμματα κενά και σώματα που λειτουργούν μηχανικά. Η κρίση, όσο κι αν θέλουν κάποιοι για δικούς τους λόγους να λένε πως πέρασε, είναι εδώ και κατατρώει τον κοσμάκη. Έχει περάσει η κρίση με 500 και 600 ευρώ τον μήνα, όταν πλέον θες 400 ευρώ το λιγότερο για ενοίκιο;
Θέλω οι φωτογραφίες μου και τα θέματά μου να είναι ένα ανοιχτό παράθυρο. Επιχειρώ να δείξω αυτό που υπάρχει ήδη εκεί έξω. Δεν με νοιάζει εάν θα σου αρέσει η θέα από αυτό το παράθυρο, αλλά θέλω να σε κάνω να δεις τι υπάρχει εκεί έξω. Αν καταφέρω να σε κάνω να παρατηρήσεις λίγο παραπάνω και να αναρωτηθείς «γιατί» και «τι είναι αυτό που βλέπω», τότε είναι επιτυχία.
Τα social media στις μέρες μας έχουν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς μου. Προσωπικά, είμαι πιο ενεργός στο Instagram και το Facebook. Το ότι η φωτογραφία είναι προσβάσιμη σε όλο και περισσότερο κόσμο το βρίσκω θετικό. Δεν το συζητώ. Δεν είναι μονοπώλιο. Από την άλλη, το να έχεις μια φωτογραφική στο κινητό δεν σε κάνει αυτόματα φωτογράφο.
Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποια φωτογραφία από το σύνολο της δουλειάς μου. Άλλωστε, είναι γνωστό πως ένας φωτογράφος είναι ο χειρότερος κριτής της δουλειάς του.
Αυτό που με τραβάει είναι η καθημερινότητα του ανθρώπου, ο τρόπος που αλληλεπιδρά με το περιβάλλον και τους γύρω του και αντίστροφα. Ψάχνω να βρω ιστορίες ανθρώπων που είτε έχουν να δώσουν κάτι σ' εμάς τους υπόλοιπους είτε ιστορίες ανθρώπων που αναζητούν και χρειάζονται την προσοχή μας για κάποιο λόγο.
Οι Αθηναίοι είναι άνθρωποι με πολλή ενέργεια – πάλι καλά, γιατί η Αθήνα απαιτεί πολλή ενέργεια. Έχω την αίσθηση ότι ξέρουν και μπορούν να χαλιναγωγούν την τρέλα της πόλης, άσχετα με το εάν έχουν παραδοθεί στους ρυθμούς της.
Το σημείο όπου έχω τραβήξει τις περισσότερες φωτογραφίες είναι το τρίγωνο Σύνταγμα - Ομόνοια - Μοναστηράκι κι αυτό γιατί εκεί χτυπά ο παλμός της πόλης για μένα.
Μια σκληρή εικόνα που έχει χαραχτεί στη μνήμη και έρχεται πάντα πρώτη στο μυαλό είναι όταν ήμασταν στη Λέσβο το 2015 και καλύπταμε τις αφίξεις των προσφύγων από τα τουρκικά παράλια. Οι διασώστες έβγαλαν έναν άνδρα στην ακτή και προσπαθούσαν να τον κρατήσουν στη ζωή. Έπειτα από πολλή προσπάθεια και αμέτρητες ανανήψεις, ο άνθρωπος αυτός δεν τα κατάφερε και έφυγε μπροστά στα μάτια μας. Ήταν σχεδόν σούρουπο και το μόνο που ακουγόταν ήταν τα κύματα που έσκαγαν στα βράχια...
Επίσης, όταν έφτασα στη Λέσβο την ημέρα της φωτιάς, οδήγησα κατευθείαν προς το σημείο όπου βρίσκεται το camp. Νέες εστίες μόλις είχαν ξεσπάσει και λίγο έξω από το camp έβλεπες τους κατοίκους του χωριού της Μόριας να παρατηρούν τη φωτιά και τους καπνούς από απόσταση. Ανησυχούσαν κι αυτοί για τις περιουσίες τους, μια και ο άνεμος ήταν δυνατός και η έκβαση της φωτιάς φαινόταν αβέβαιη. Πλησιάζοντας στο camp είδα μόνο καταστροφή, μαύρο καπνό και φλόγες να φτάνουν ώρες-ώρες τα 3-4 μέτρα ύψος. Μέσα από τους καπνούς άρχισαν να βγαίνουν οικογένειες προσφύγων και μεταναστών με ό,τι μπορούσαν να σώσουν από τα υπάρχοντά τους. Μικρά παιδιά παντού, άλλα σε αγκαλιές, άλλα σε καρότσια και άλλα να κουβαλούν υπάρχοντα της οικογένειάς τους για να βοηθήσουν. Ο κόσμος κοιτούσε τις φλόγες με τρόμο και στα μάτια τους διέκρινες την αγωνία τους για το τι θα έφερνε η επόμενη ημέρα.
Στη φωτιά στη Μόρια δε ένιωσα να κινδυνεύω. Φυσικά και ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνα σε μερικές περιπτώσεις, αλλά πρέπει να μπορείς και να έχεις τη δυνατότητα να εκτιμάς κάθε κατάσταση, έτσι ώστε να μειώνεις τον κίνδυνο στο ελάχιστο. Σε εμπόλεμη ζώνη δεν έχω βρεθεί ως τώρα, αλλά κατά περιόδους, όταν καλύπτουμε επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας, η κατάσταση γίνεται αρκετές φορές απειλητική. Πολλές φορές έχει κλαπεί ή καταστραφεί εξοπλισμός συναδέλφων. Στη χειρότερη περίπτωση, έχουν βρεθεί οι ίδιοι στα επείγοντα από επιθέσεις που μπορεί να έχουν προκληθεί και από τις δύο μεριές, του διαδηλωτή ή της αστυνομίας.
Όσο μπορώ, φροντίζω να έχω την κάμερα μαζί μου σε περίπτωση που χρειαστεί να βγάλω κάποια φωτογραφία. Υπάρχει και η ευκολία του κινητού, βλέπεις...
Μου έχει τύχει κάποιος να μη θέλει να φωτογραφηθεί και στην περίπτωση αυτή, σεβόμενος τα δικαιώματά του, προσπαθώ να του εξηγήσω τι είναι αυτό που κάνω και γιατί. Τις περισσότερες φορές αυτό αρκεί, άλλες όχι...
Είμαι αρκετά επηρεασμένος από το φως του Rembrandt. Είναι κάτι που έχω πάντα κατά νου όταν έχω να κάνω πορτρέτα. Φωτογράφοι που θαυμάζω είναι οι Henri Cartier-Bresson, Robert Frank, William Eggleston, Alex Webb, Harry Gruyaert, Alec Soth, Stephen Shore και James Nachtway. Αυτοί μου έρχονται στο μυαλό.
σχόλια