Γεννήθηκα στη Δράμα το 1949. Ο πατέρας μου ήταν ράφτης και τη δεκαετία του '60, εξαιτίας της μεγάλης κρίσης, μεταναστεύσαμε στη Γαλλία. Η οικονομική κρίση εκείνης της εποχής ήταν σκληρή και κατά τη διάρκειά της έφυγε από τη χώρα ενάμισι εκατομμύριο Έλληνες. Η σημερινή κρίση, σε σύγκριση μ' εκείνη, μοιάζει περισσότερο με παιδική χαρά. Ο πατέρας μου, βέβαια, αποφάσισε να φύγουμε στο εξωτερικό όχι επειδή δεν είχε δουλειά αλλά διότι τα τεφτέρια του ήταν γεμάτα ανθρώπους που του χρωστούσαν. Οι Έλληνες τότε μπορεί να μην είχαν να φάνε, αλλά το κοστούμι τους θα το έραβαν. Θυμάμαι που κάποιες φορές είτε η μητέρα μου είτε εγώ πηγαίναμε για να ζητήσουμε τα χρήματα που μας χρωστούσαν. Μια μέρα, πήγα σε κάποιον να του ζητήσω το χρέος και με έδιωξε κακήν-κακώς σαν να ήμουν ζητιανάκι. Ήταν μία από τις κακές αναμνήσεις που επανήλθε στη μνήμη μου αυτές τις ημέρες που επέστρεψα στη Δράμα. Όμως θυμήθηκα και όμορφα πράγματα, όπως όταν πηγαίναμε στις πηγές της Αγίας Βαρβάρας και ψαρεύαμε καραβίδες. Όταν επιστρέφαμε σπίτι, περήφανοι για την ψαριά μας, καταλαβαίναμε την γκάφα μας, αφού είχαμε κάνει κοπάνα από το σχολείο και καρφωνόμασταν.
• Στη Γαλλία πήγαμε με το Orient Express, το πρώτο διηπειρωτικό τρένο που έκανε τη διαδρομή Παρίσι - Κωνσταντινούπολη. Πήγαμε με αυτό επειδή περνούσε από τη Θεσσαλονίκη. Μας άφησε στη Λωζάννη και συνεχίσαμε με άλλα μέσα. Στη Γαλλία μείναμε στην Ανσί, μια πόλη που βρίσκεται στα γαλλο-ελβετικά σύνορα. Στην ηλικία που ήμουν, θέλοντας και μη, αναγκάστηκα να προσαρμοστώ γρήγορα στη νέα πραγματικότητα. Γαλλικά δεν ήξερα καθόλου και ο πατέρας μου, προκειμένου να μάθουμε γρήγορα τη γλώσσα, αγόρασε μια τηλεόραση. Οι Γάλλοι έχουν μια μανία να μεταγλωττίζουν τα πάντα κι έτσι ήταν ο πιο γρήγορος τρόπος για να μάθεις εύκολα τη γλώσσα. Φεύγοντας από τη Δράμα και πηγαίνοντας στο Ανσί, έζησα ένα πολιτισμικό σοκ. Η Δράμα ήταν μια πόλη που είχε μόνο μονοκατοικίες, ενώ στο Ανσί έβλεπα για πρώτη φορά πολυκατοικίες. Η εποχή που πήγαμε στη Γαλλία ως μετανάστες ήταν η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου και το τρένο περνούσε μέσα από την Ειδομένη. Πρόσφατα, που βρέθηκα πάλι εκεί, θυμήθηκα πως όταν περάσαμε τα σύνορα, το '60, δεν υπήρχαν συρματοπλέγματα. Σήμερα παρατήρησα ότι έχουν βάλει. Πάντως, η ζωή στη Γαλλία ήταν αρκετά καλή. Ξαναπήγα από την αρχή στο σχολείο, σπούδασα οικονομικά κι εργάστηκα σε μια τράπεζα.
Στην Αθήνα έμεινα 35 χρόνια σχεδόν και είναι μια πόλη που δεν μου άρεσε ποτέ. Η αντιπαροχή την κατέστρεψε. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, τα πρόσωπα των ανθρώπων είναι σκυθρωπά και σκοτεινά. Τους παρατηρώ στα μέσα μεταφοράς. Σκέφτονται συνεχώς και μου προκαλεί θλίψη που δεν έχουν κανένα ίχνος αισιοδοξίας ή ελπίδας.
• Πέρασαν δεκατρία ολόκληρα χρόνια και μια ημέρα νοστάλγησα την πατρίδα, έτσι αποφάσισα να γυρίσω στην Ελλάδα. Ήταν τέλη Ιουλίου του '73, όταν ένα πρωί σηκώθηκα για να πάω κανονικά στη δουλειά, αλλά αποφάσισα να φύγω. Ανακοίνωσα στην τράπεζα ότι παραιτούμαι –ήταν μέρα μισθοδοσίας– και το μεσημέρι της ίδιας μέρας διεμήνυσα στους γονείς μου ότι θα γυρνούσα στην Ελλάδα. Θυμάμαι ότι είπα στη μάνα μου να ετοιμάσει μια βαλίτσα, πήρα το αυτοκίνητο και ταξίδευα για 72 ώρες χωρίς να κοιμηθώ, περνώντας μέσα από την παλιά Γιουγκοσλαβία. Ύστερα από τρία χρόνια ακολούθησαν και οι γονείς μου μαζί με την αδερφή μου.
• Όταν ήρθα στην Ελλάδα ήταν καλοκαίρι κι έκανα τις διακοπές μου μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου. Τα χρήματα είχαν τελειώσει. Έμενα στη Θεσσαλονίκη, σε έναν θείο μου. Κάποια μέρα είδα μια πρωτοσέλιδη αγγελία που έγραφε ότι το εργοστάσιο λιπασμάτων που είχαν φτιάξει Γάλλοι ζητούσε διερμηνέα. Έπιασα δουλειά αμέσως και έμεινα στο εργοστάσιο για μια πενταετία.
• Πάντοτε ήμουν ανήσυχος άνθρωπος και ποτέ μου δεν συμπάθησα τις δουλειές γραφείου που απαιτούσαν κοστούμι και γραβάτα. Αισθανόμουν κλειστοφοβικά. Στη Θεσσαλονίκη έμενα δίπλα στον γνωστό ψυχίατρο Κλεάνθη Γρίβα, και αν ασχολήθηκα με τη φωτογραφία, το χρωστάω σε αυτόν που με παρότρυνε να ξεκινήσω να φωτογραφίζω. Έτσι, αφού αγόρασα μια μηχανή, ξεκίνησα να ασχολούμαι ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία. Μια μέρα, καθώς πήγαινα στο εργοστάσιο, είχε πολλή υγρασία, με αποτέλεσμα πάνω από τις καμινάδες να έχει δημιουργηθεί ένα τεράστιο μαύρο μανιτάρι σαν ομπρέλα. Αποτύπωσα τις εικόνες με τη φωτογραφική μου μηχανή και το απόγευμα που γύρισα σπίτι εμφάνισα το φιλμ σε έναν σκοτεινό θάλαμο που είχαμε φτιάξει μέσα στην τουαλέτα. Έδειξα τις φωτογραφίες στον Κλεάνθη Γρίβα και θυμάμαι να με ρωτάει αν μπορούσα να του δώσω αυτή τη φωτογραφία επειδή θα έγραφε ένα άρθρο στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» για τη ρύπανση του περιβάλλοντος. Φυσικά και του την έδωσα. Την επόμενη μέρα το πρωί, καθώς πήγαινα με το λεωφορείο στο εργοστάσιο στη Βασιλίσσης Όλγας, σε μια στάση λεωφορείου ήταν ένα περίπτερο που είχε κρεμασμένες τις εφημερίδες. Και όπως είδα την πρώτη σελίδα της «Θεσσαλονίκης», συνειδητοποίησα ότι η φωτογραφία μου είχε γίνει πρωτοσέλιδη. Τρελάθηκα. Έναν μήνα μετά γίνεται ο σεισμός της Θεσσαλονίκης. Η πόλη είχε αδειάσει εντελώς. Είχαν φύγει όλοι. Η Θεσσαλονίκη ήταν μια πόλη-φάντασμα. Κοιμόμουν σε ένα sleeping-bag στην πλατεία Ναυαρίνου. Περπατούσα στην πόλη και τραβούσα συνεχώς με τη φωτογραφική μηχανή. Έδινα τα φιλμ στον Μιχάλη Παππού –ήταν αυτός με τον οποίο συνεργαζόμουν και που δίπλα του έκοψα τα πρώτα μου ένσημα– ο οποίος τις μοίραζε σε όλο τον Τύπο. Ύστερα από αυτά παραιτήθηκα από το εργοστάσιο και ασχολήθηκα επαγγελματικά με τη φωτογραφία. Λίγα χρόνια αργότερα, όμως, δέχτηκα μεγάλο bullying από έναν μεγάλο διευθυντή εφημερίδας του συγκροτήματος Βελλίδη, που ζει ακόμη. Τότε κυκλοφόρησε η εφημερίδα «Εγνατία» του Βουδούρη ως δοκιμαστική έκδοση για την κυκλοφορία μετέπειτα του «Ελεύθερου Τύπου». Ο διευθυντής, λοιπόν, της εφημερίδας μάς μάζεψε όλους τους φωτορεπόρτερ της πόλης –όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής–, κάνοντάς μας τον εξής εκβιασμό, «ή θα δίνετε σ' εμάς ή σ' αυτούς», και αναφερόταν στην «Εγνατία». Έχοντας τη νοοτροπία του εξωτερικού, του είπα ότι αυτό ήταν απαράδεκτο, γιατί, εκτός των άλλων, είχα έξοδα που έπρεπε να καλύψω και δεν ήμουν υπάλληλός του. Η απάντηση που πήρα ήταν: «ή με τα λιοντάρια ή τίποτα». Αποφάσισα να δίνω φωτογραφίες και στους δύο, ενώ όλοι οι υπόλοιποι φωτογράφοι σταμάτησαν να συνεργάζονται με την «Εγνατία». Όμως, το συγκρότημα Βελλίδη και ο μεγάλος διευθυντής, έτσι όπως έστελνα τον φάκελο στην εφημερίδα, έτσι τον πετούσε κατευθείαν στο καλάθι των αχρήστων. Πούλιτζερ να είχα μέσα, αυτοί θα το πετούσαν. Έτσι, λίγους μήνες μετά η «Εγνατία» έκλεισε. Συνεργαζόμουν πλέον μόνο με τον «Ελληνικό Βορρά» και έδινα στο «Έθνος» φωτογραφίες που αφορούσαν αθλητικούς αγώνες ομάδων της Αττικής, ΠΑΟ, ΑΕΚ και ΟΣΦΠ. Θυμάμαι, τραβούσα όσες φωτογραφίες προλάβαινα για περίπου δέκα λεπτά στη διάρκεια του αγώνα κι έτρεχα στο αεροδρόμιο για να παραδώσω τα φιλμ – άλλες εποχές. Έβρισκα έναν επιβάτη, κρατούσα τα στοιχεία του και τη φυσιογνωμία του κι έδινα τηλεφωνικά την περιγραφή του στον άνθρωπο που θα παραλάμβανε τα φιλμ για το «Έθνος». Όμως το 1983 αντιμετώπισα μεγάλο οικονομικό πρόβλημα, σε σημείο να μην έχω χρήματα για να ταΐσω το γιο μου, τον Άρη. Κάπως έτσι αναγκάστηκα να φύγω από τη Θεσσαλονίκη και να έρθω στην Αθήνα. Ευτυχώς, μου είχαν κάνει μια πρόταση από το «Έθνος», από το οποίο είχε φύγει ένας φωτογράφος, και μου ρώτησαν αν ήθελα να πάρω τη θέση του. Έβαλα σε μια τσάντα ένα πουκάμισο, εσώρουχα και κάλτσες, δύο μηχανές και κατέβηκα με τον καρβουνιάρη στην Αθήνα. Πήγα στην Ομόνοια, έκλεισα ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο και αφού άφησα τα ρούχα μου, ξεκίνησα με τα πόδια για το «Έθνος», που ήταν στη Μιχαλακοπούλου. Φτάνοντας εκεί, μου ανέθεσαν τέσσερα-πέντε θέματα. «Αύριο το πρωί, στις 10, να είσαι στο "Έθνος"». Τελειώνει η σύσκεψη και μου ανακοινώνουν ότι θέλει να με δει ο Αλέκος Φιλιππόπουλος. Είχα καλύψει τότε μια μεγάλη γκάμα θεμάτων: μια πορεία τραβεστί, το ντέρμπι Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός και κάποια άλλα θέματα που ούτε καν τα θυμάμαι. Την επομένη πήρα την εφημερίδα και είδα ότι η πρώτη σελίδα ήταν δική μου, το σαλόνι δικό μου και η τελευταία σελίδα, μια ολοσέλιδη φωτογραφία του Σαργκάνη από τη Λεωφόρο, ήταν κι αυτή δική μου. «Πού ήσουν εσύ κρυμμένος;» με ρώτησε τότε ψαρωτικά ο Φιλιππόπουλος. «Στη Θεσσαλονίκη» του απάντησα. «Θες να δουλέψεις για εμάς;» με ρώτησε και φυσικά του είπα ότι θα ήταν χαρά μου. Περίμενα να δω τι μισθό θα μου δώσει και μου λέει: «65.000 δραχμές σου φτάνουν;». Ήταν τα διπλά σχεδόν απ' όσα είχα στο μυαλό μου. «Αύριο το πρωί στις 9 να είσαι στη σύσκεψη» μου είπε και του απάντησα ότι δεν ήταν εφικτό. «Καλά, ήρθες να ζητήσεις δουλειά και μου λες ότι δεν μπορείς;» μου επισήμανε τότε πολύ έντονα και του εξήγησα ότι η οικογένειά μου ήταν ακόμη στη Θεσσαλονίκη και έπρεπε να πάω για να φέρω τα ρούχα μου.
• Λίγα χρόνια αργότερα ξεκίνησα να εργάζομαι για το Γαλλικό Πρακτορείο. Και μια μέρα συνάντησα κατά τύχη –είχε γίνει Γενικός Γραμματέας Τύπου πια– στη Βαλαωρίτου τον άνθρωπο που με είχε διώξει από τη Θεσσαλονίκη. Ακούγοντάς τον να μου λέει «πού χάθηκες, ρε Μητσάρα», τον «στόλισα» κανονικά και του είπα ότι ευτυχώς που μου συμπεριφέρθηκε με αυτό τον τρόπο γιατί αν δεν με είχε διώξει, δεν θα είχα ασχοληθεί ποτέ με το διεθνές φωτορεπορτάζ. Πώς βρέθηκα σε αυτό; Το Γαλλικό Πρακτορείο ήταν μέτοχος του «European Pressphoto Agency» και τότε είχε αποχωρήσει μια γνωστή φωτογράφος, αφήνοντας τον εξοπλισμό της. Ήταν μεσημέρι της 31ης Δεκέμβρη του 1990 όταν μάθαμε ότι άνοιξαν τα σύνορα με την Αλβανία. Παραμονή Πρωτοχρονιάς χτυπά το τηλέφωνό μου για να με ρωτήσουν αν μπορούσα να φύγω για τα σύνορα. Πήγα σπίτι μου και αποφάσισα ότι θα έφευγα για τη Σαγιάδα Θεσπρωτίας. Ας μην ξεχνάμε ότι τότε η εμφάνιση των φιλμ δεν γινόταν όπως σήμερα, ηλεκτρονικά. Έπρεπε να πηγαίνω στη Θεσσαλονίκη από τον παλιό δρόμο, της Κατάρας, και να γυρίζω πάλι πίσω. Επειδή ήταν γιορτές, ο γιος μου, ακούγοντας ότι θα ανέβαινα προς τον Βορρά, μου ζήτησε να τον πάρω μαζί μου, ώστε να τον αφήσω στον παππού του στη Θεσσαλονίκη. Για να μην αντιδράσει η γυναίκα μου, αποφάσισα να τον πάρω μαζί μου. Αλλά έπρεπε πρώτα να πάμε από Ηγουμενίτσα και ύστερα να τον αφήσω στη Θεσσαλονίκη. Φτάσαμε χαράματα στη Σαγιάδα, ένα μικρό χωριό. Επικρατούσε το απόλυτο σκοτάδι και υπήρχε μόνο μια φωτισμένη τζαμαρία. Ήταν το καφενείο του χωριού στο οποίο έπαιζαν χαρτιά ο παπάς, ο χωροφύλακας και τέσσερις-πέντε ακόμη. Ήταν βραδιά Πρωτοχρονιάς, με το καθιερωμένο χαρτάκι. Τους ευχήθηκα «καλή χρονιά' και τους ρώτησα αν είχαν δει τριγύρω Αλβανούς. Γέλασαν πολύ έντονα και σχεδόν με πέρασαν για τρελό. Το παιδί μου ήταν στο αυτοκίνητο και κοιμόταν. Για να έχουμε ζέστη, είχα αφήσει τη μηχανή αναμμένη και τα φώτα στη χαμηλή σκάλα Επιστρέφω στο αμάξι, τραβώ το κάθισμα πίσω για να κοιμηθώ για λίγη ώρα, κοιτάζω απέναντι και μέσα στο σκοτάδι φαινόταν κάτι σαν πυγολαμπίδες που πλήθαιναν συνεχώς. Είπα ότι το έκαναν τα μάτια μου από την κούραση. Ξαφνικά, ανάβοντας τη μεγάλη σκάλα των φώτων, συναντήσαμε ένα μεγάλο μπουλούκι από Αλβανούς, γύρω στα 400 άτομα. Ήταν βρεγμένοι και φοβισμένοι. Αφού τους ζήτησα να ηρεμήσουν, μπήκα στο καφενείο αμέσως και τους ανακοίνωσα ότι απέξω ήταν οι Αλβανοί. «Πάλι εσύ εδώ» μου είπαν αυτοί, νομίζοντας και πάλι ότι ήμουν τρελός. Τους έπεισα να βγουν έξω και τότε τρόμαξαν κι εκείνοι με την εικόνα που αντίκρισαν. Τους πήγαν στο σχολείο για να τους φροντίσουν και το επόμενο πρωί πήγαν στην εκκλησία, που πολλοί από αυτούς δεν είχαν δει ποτέ τους. Εκεί τράβηξα τις πρώτες φωτογραφίες κι έφυγα με τον γιο μου για τη Θεσσαλονίκη. Τον άφησα στον παππού του και για μία εβδομάδα συνεχώς πηγαινοερχόμουν μέχρι τα σύνορα. Έτσι κατάφερα να μπω στο διεθνές φωτορεπορτάζ. Όχι με ραντεβού, όπως γίνεται σήμερα.
• Αργότερα, συνεργάστηκα με το Associated Press. Τον Οκτώβριο του 2000, επειδή είχα κουραστεί από τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, παρακάλεσα τον Μάικλ Φέλντμαν, τον υπεύθυνο του Associated Press, να μη με στείλει στην Ολυμπιάδα του Σίδνεϊ, προκειμένου να ξεκουραστώ, και του υποσχέθηκα ότι θα κάλυπτα το Ασιατικό Κύπελλο Ποδοσφαίρου που θα γινόταν στον Λίβανο. Όλες οι Ολυμπιάδες για τους φωτορεπόρτερ είναι χαμαλίκι. Πηγαίνω, λοιπόν, στον Λίβανο και το πρώτο παιχνίδι γινόταν στην Τύρο. Ήταν ανάμεσα στην ομάδα του Λιβάνου και στην ομάδα του Ιράκ και το κάλυπτα μόνος μου. Στο ημίχρονο μπήκα στο κέντρο Τύπου προκειμένου να στείλω τις πρώτες φωτογραφίες. Ήταν πέντε το απόγευμα και είδα το τηλέφωνό μου να χτυπά. Ήταν ο Φέλντμαν. Μου λέει: «Πότε μπορείς να φύγεις για το Άντεν στην Υεμένη; Είσαι ο μόνος δικός μας με δορυφορικό τηλέφωνο στην περιοχή». Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα τι είχε γίνει. Τελικά, ήταν η βομβιστική επίθεση της Αλ Κάιντα στο αντιτορπιλικό USS Cole του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, με 17 νεκρούς Αμερικανούς ναύτες. Ήταν η πρώτη πριν από το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους. Το πρώτο αεροπλάνο για το Άντεν από τον Λίβανο ήταν σε τρεις μέρες. Στον δρόμο από την Τύρο προς τη Βηρυτό πήρα τηλέφωνο έναν Λιβανέζο παραγωγό που είχαμε στην τηλεόραση και του ζήτησα να βρει τρόπο να πάμε στο Άντεν. Λίγα λεπτά μετά μου είπε ότι ένα learjet που ανήκε σε έναν Σαουδάραβα εκδότη θα ερχόταν να μας πάρει από τη Βηρυτό για να μας πάει στο Άντεν. Τον ρώτησα την τιμή και μου είπε 50.000 δολάρια. Πήρα τηλέφωνο στο Λονδίνο. Μίλησα στον Φέλντμαν και η απάντηση του ήταν «go ahead». Πήραμε μαζί μας το συνεργείο του CNN και μια κοπέλα του BBC που είχε έρθει από την Ιορδανία προκειμένου να μοιράσουμε το κόστος. Βίζα ούτε για δείγμα. Κάποια στιγμή, στη μέση της διαδρομής, ήρθε μια Φιλιππινέζα και μου είπε ότι ο πιλότος δεν μπορούσε να προσγειωθεί στο Άντεν και ότι θα μας άφηνε στη Σαναά. Της απάντησα ότι ήθελα να μιλήσω στον πιλότο. Με πήγε στο πιλοτήριο και του είπα: «Ή μας προσγειώνεις στο Άντεν ή προσγειώνουμε το αεροπλάνο εδώ που είμαστε. Πληρώσαμε 50.000 δολάρια». Τελικά, μας πήγε στο Άντεν. Φτάσαμε νωρίτερα και από τους Αμερικανούς πεζοναύτες. Τη δεύτερη μέρα ένα στρατιωτικό τζιπάκι είχε αρχίσει να μας ψάχνει. Κάποιος μας είχε καρφώσει. Στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου μέναμε Αμερικανοί στρατιώτες χτυπούσαν τις πόρτες με τα όπλα. Μας φώναζαν να φύγουμε γιατί θα έμεναν εκεί Αμερικανοί αξιωματούχοι. Βγήκα με τα σώβρακα τη στιγμή που απέναντί μου το CNN έβγαζε ζωντανή εικόνα και ο παραγωγός κρατούσε την πόρτα για να μην μπουν μέχρι να τελειώσει η σύνδεση. Από εκείνη την ημέρα, μας έδωσαν έναν επόπτη από το υπουργείο Τύπου και δεν μπορούσαμε να πάμε πουθενά χωρίς αυτόν. Όμως παρατήρησα ότι κάτι είχε στο στόμα του που το μασούσε και το έφτυνε συνεχώς. Ήταν ένα είδος ναρκωτικού που έχουν εκεί, σαν καπνός, που το κάνουν μπάλα, το βάζουν στο στόμα και το φτύνουν. Ήταν νόμιμο, αλλά ακριβό, και γι' αυτό του είπα: «Πόσα θέλεις για να με πας στο καράβι;». Μου ζήτησε 50 δολάρια. Του έδωσα 150. Με πάει μπροστά σε μια τεράστια σιδερένια πόρτα. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Μπροστά μου ήταν το USS Cole με την τρύπα στο πλάι του και τους βατραχανθρώπους να βουτάνε και να ψάχνουν. Τράβηξα μερικές φωτογραφίες και φύγαμε. Άρχισα να φωτογραφίζω και να στέλνω με τον υπολογιστή και το δορυφορικό. Ήταν η πρώτη μου παγκόσμια αποκλειστικότητα. Οι υπόλοιποι φωτορεπόρτερ από τα άλλα πρακτορεία ήρθαν τρεις μέρες μετά, όταν έφτασε εκείνη η πτήση από τη Βηρυτό.
• Έχω ταξιδέψει σε 98 χώρες σε όλο τον κόσμο. Η δουλειά του φωτορεπόρτερ είναι το «κλικ». Αποστολή σου είναι να δείξεις στους άλλους τι συμβαίνει πίσω από τα γεγονότα. Η φωτογραφία ορίζεται μόνο από εσένα, που την κάνεις. Αποτελεί την έκφραση της ψυχής σου και σκοπός της είναι να αγγίξει τον άλλον που θα τη δει. Θα κληθείς να φωτογραφίσεις ακόμα και τις πιο σκληρές καταστάσεις που θα αντιμετωπίσεις, αλλά όταν το βράδυ μείνεις μόνος, τα συναισθήματά σου θα εκδηλωθούν πολύ έντονα. Στο επάγγελμά μας κουβαλάς πολλές εικόνες που δεν ξεχνάς ποτέ. Κάποτε, στο Σεράγεβο, έξω από το νοσοκομείο κατέφθασε ένα αυτοκίνητο που από το πορτμπαγκάζ φαινόταν ένας άνθρωπος σχεδόν διαμελισμένος. Ήταν βουτηγμένος στα αίματα και βοηθήσαμε όλοι μαζί να τον μεταφέρουμε μέσα. Στην πλάτη του είχε μια μεγάλη τρύπα από την οποία έχανε οξυγόνο. Καθώς πήγα να τραβήξω με τη μηχανή, μου τραβά το χέρι ο γιατρός και μου το βάζει στην τρύπα που είχε στην πλάτη του για να μη φεύγει ο αέρας. Κάποια άλλη φορά, όταν ένα βράδυ έμπαιναν οι Παλαιστίνιοι στη Ραμάλα, ήμουν μαζί με ένα Αμερικανό καμεραμάν του ABC. Στο ξενοδοχείο όπου ήμασταν είχε στήσει την κάμερα στο παράθυρο. Κάποια στιγμή έφυγε για να καπνίσει και λίγα δευτερόλεπτα μετά ακούστηκε ένας πολύ δυνατός θόρυβος. Όλοι πέσαμε κάτω. Πανικόβλητος, έρχεται πάλι πίσω και βλέπει την κάμερα διαλυμένη από επτά σφαίρες. Αν δεν είχε πάει για να καπνίσει, θα ήταν νεκρός. Είδατε, τελικά, που λένε ότι το τσιγάρο σκοτώνει; Ο φόβος είναι ο καλύτερος φύλακας. Είναι εκείνος που δεν σου επιτρέπει να κάνεις τρέλες. Γι' αυτό και δεν υπάρχουν επικίνδυνες αποστολές, αλλά επικίνδυνες στιγμές.
• Μια συμβουλή στους νέους φωτορεπόρτερ είναι να μη στέκονται στα χρηματικά βραβεία. Ο πόθος να γίνεις διάσημος είναι τεράστιος. Αλλά ας αντιληφθούν ότι δεν σε τρέφει η μιζέρια του άλλου. Και στην εποχή των ψεύτικων ειδήσεων, ας μην είναι αυτοσκοπός η δόξα αλλά μόνο το πάθος γι' αυτό που κάνουν.
• Δυστυχώς, η οικονομική κρίση πολυφωτογραφήθηκε στη χώρα μας. Η μόνη ανάπτυξη που σημειώθηκε στην Ελλάδα τα χρόνια της Μεταπολίτευσης ήταν στην κατανάλωση. Με δανεικά όλοι μπορούν να γίνουν πλούσιοι. Ήταν παραπάνω από τις δυνατότητές μας όλο αυτό που συνέβαινε. Στην Αθήνα έμεινα 35 χρόνια σχεδόν και είναι μια πόλη που δεν μου άρεσε ποτέ. Η αντιπαροχή την κατέστρεψε. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, τα πρόσωπα των ανθρώπων είναι σκυθρωπά και σκοτεινά. Τους παρατηρώ στα μέσα μεταφοράς. Σκέφτονται συνεχώς και μου προκαλεί θλίψη που δεν έχουν κανένα ίχνος αισιοδοξίας ή ελπίδας. Γι' αυτό και πριν από λίγες μέρες αποφάσισα να επιστρέψω στη Δράμα, στην πόλη όπου γεννήθηκα. Για να κλείσω τον κύκλο της ζωής μου, επιστρέφοντας στις ρίζες μου. Έζησα πολύ έντονα και πλέον το μόνο που επιδιώκω είναι η ηρεμία.
• Δεν θα σταματήσω ποτέ να φωτογραφίζω. Απλώς, τώρα που μεγάλωσα, δεν κυνηγώ την είδηση, αλλά στέκομαι σε εικόνες που αποτυπώνουν την εγκατάλειψη. Ίσως σε αυτή την ηλικία προτιμώ φωτογραφίζοντας να δημιουργώ την είδηση. Μέσω της δουλειάς μου τα «έχω δει όλα» και μέσα από το φωτορεπορτάζ έμαθα να μην εκπλήσσομαι για τίποτα. Στο επάγγελμα αυτό δεν υπάρχει προσωπική ζωή. Έχω μετανιώσει για ελάχιστα πράγματα, π.χ. για τον τρόπο που διαχειρίστηκα τα χρήματά μου. Είχα πολλούς καλούς μισθούς και τώρα έχω μια αρκετά κακή σύνταξη. Επίσης, το μεγαλύτερο λάθος μου ήταν ότι βοήθησα ατάλαντους και αχάριστους συνεργάτες που δεν άξιζαν την εμπιστοσύνη μου. Παρόλο που έζησα μια γεμάτη ζωή, με εικόνες, εμπειρίες, συναντήσεις, το μόνο που μου έλειψε ήταν η επαφή με τα δυο μου παιδιά. Πάντως, το πιο σημαντικό στη ζωή μας είναι να μπορέσουμε να κάνουμε επάγγελμα το χόμπι μας. Ανήκω στους ανθρώπους που ευτύχησαν να το πετύχουν και παρόλο που αφιέρωσα χιλιάδες ώρες στη δουλειά μου, τελικά δεν χρειάστηκε να δουλέψω ποτέ.
Ιnfo:
Διετέλεσε Senior Photo Editor του Associated Press για την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική και του έχουν απονεμηθεί τα εξής βραβεία: του Ιδρύματος Μπότση, το Αtlanta Photojournalism Seminar, το Associated Press Managing Editors Association και της Πανελλήνιας Ένωσης Αθλητικού Τύπου.
www.facebook.com/dimitri.messinis
Το αρχικό πορτρέτο του κύριο Μεσσήνη είναι της Ιωάννας Γρηγοριάδη
σχόλια