Τα πορτρέτα του Ρίτσαρντ Άβεντον συγκεντρώνουν τόσες πολλές και πλούσιες λεπτομέρειες που μπορεί να είναι πιο αποκαλυπτικά από το να δεις μπροστά σου με σάρκα και οστά τη μορφή που απεικονίζει το καθένα τους. Στις φωτογραφίες του, η χειρονομία, η έκφραση, η ενδυμασία και τα χαρακτηριστικά του προσώπου μεταφέρουν σημαντικές πληροφορίες – οι τρίχες των φρυδιών, οι ρυτίδες, η εφαρμογή του μακιγιάζ, τα δόντια και το βλέμμα αφηγούνται μια ιστορία.
Ένα από τα πρόσωπα αυτά, ο Τρούμαν Καπότε, θα γινόταν συνεργάτης και φίλος του, ενώ ο Άβεντον υπήρξε ο δημιουργός δύο ριζικά διαφορετικών πορτρέτων του διάσημου συγγραφέα. Το πρώτο έγινε το 1955, όταν και οι δύο άνδρες ήταν δυο-τρία χρόνια μετά τα 30, ενώ στο δεύτερο, το 1974, ήταν και οι δύο πλέον μεσήλικες. Και οι δύο εικόνες, που αυτές τις μέρες εκτίθενται η μία πλάι στην άλλη στην έκθεση “Richard Avedon: Relationships” στο Μιλάνο, αποτελούν δείγμα του διεισδυτικού, εξονυχιστικού βλέμματος του φωτογράφου. Η πρώτη αναδεικνύει τη νεότητα και τον αισθησιασμό του ραγδαία ανερχόμενου συγγραφέα ενώ η άλλη, δύο δεκαετίες αργότερα, αποκαλύπτει πόσο έχει αμβλύνει τη μορφή του η ηλικία αλλά και οι καταχρήσεις.
Ο Άβεντον (1923 - 2004) ξεκίνησε την καριέρα του τη δεκαετία του 1940 ως φωτογράφος του Harper's Bazaar και από την αρχή τα πορτραίτα του στο στούντιο αντανακλούσαν μια λαμπερή κομψότητα μέσω μιας τεχνικής φωτισμού που ανέπτυξε και την οποία είχε ονομάσει «το φως της ομορφιάς» (“beauty light”).
Ο Ρίτσαρντ Άβεντον φωτογράφισε για πρώτη φορά τον Τρούμαν Κάποτε όταν ο συγγραφέας ήταν ήδη ένας αστέρας της αμερικανικής λογοτεχνίας. Το μυθιστόρημά του, «Άλλες φωνές, άλλοι τόποι» είχε εκδοθεί το 1948 όταν ήταν μόλις 24 ετών και είχε γνωρίσει την άμεση και ενθουσιώδη αποδοχή των κριτικών προκαλώντας συγχρόνως αντιδράσεις για τον ανοιχτά ομοφυλόφιλο πρωταγωνιστή του. Στο πορτρέτο του 1955 ο νεαρός και μικροκαμωμένος Τρούμαν απεικονίζεται με τον κορμό του ακάλυπτο, τα μάτια κλειστά, τα χέρια προς τα πίσω και το πηγούνι σηκωμένο.
Η πόζα που επιλέγει ο φωτογράφος υπογραμμίζει την ευάλωτη φύση του συγγραφέα. Το πρόσωπο του Καπότε είναι χαλαρό αλλά δεν εκδηλώνει κάποια έκφραση – δεδομένου ότι τα μάτια του είναι κλειστά, οι θεατές είναι σε θέση να τον παρατηρούν ακόμη και όταν δεν τους ανταποδίδει το βλέμμα. Ο Άβεντον τον έχει τοποθετήσει μπροστά από ένα ανοιχτόχρωμο φόντο, και το μεγάλο περιθώριο χώρου γύρω του, μοιάζει σα να τον διαχωρίζει από τον κόσμο, αναδεικνύοντας μια καθαρή και άδολη φιγούρα.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, οι δύο τους θα συνεργάζονταν στο λεύκωμα "Observations", το οποίο περιείχε μια σειρά από φωτογραφίες του Άβεντον που συνοδεύονταν από την αφήγηση του Καπότε, που είχε γράψει επίσης και το εισαγωγικό δοκίμιο της έκδοσης, όπου επαινούσε τον φωτογράφο για τη σαφήνεια του οράματός του, την γόνιμη παραγωγικότητά του και το εύρος της καλλιτεχνικής του επιρροής.
Το δεύτερο πορτρέτο μοιάζει να σηματοδοτεί την παρατεταμένη περίοδο παρακμής του συγγραφέα. Η φωτογράφηση έγινε το 1974 όταν ο συγγραφέας ήταν 50 ετών και βρισκόταν ήδη σε θέση κοινωνικής απομόνωσης από τους ίδιους κύκλους που τον κάποτε τον λάτρευαν εξαιτίας του βιβλίου “Answered Prayers” που θα αποκάλυπτε υποτίθεται τα κρυφά μυστικά της υψηλής κοινωνίας της Νέας Υόρκης αλλά δεν εκδόθηκε ποτέ. Ο αλκοολισμός του και η χρήση ναρκωτικών ήταν ευρέως γνωστά, και μετά από την λιγότερο παραγωγική δεκαετία της ζωής του, ο Τρούμαν Καπότε πέθανε από καρκίνο του ήπατος το 1984 πριν κλείσει τα εξήντα του χρόνια.
Στη δεύτερη φωτογραφία, ο ανάλαφρος αισθησιασμός του νεανικού πορτραίτου έχει χαθεί. Ο Άβεντον κεντράρει τώρα στο κεφάλι του Capote, το οποίο γεμίζει μεγάλο μέρος του κάδρου. Το βλέμμα του θαμπώνει μέσα από τα πρησμένα μάτια, τα αραιωμένα μαλλιά υποχωρούν πίσω από το στικτό μέτωπο. Το μυαλό που παρήγαγε μερικά από τα κορυφαία πεζογραφήματα της Αμερικής του 20ού αιώνα είναι εκεί, το πρόσωπο που απεικονίζεται όμως είναι γερασμένο και κλονισμένο.
Φέρεται να παραπονέθηκε ο Καπότε για εκείνο το πορτρέτο του 1974, χαρακτηρίζοντάς το «ιδιαιτέρως μη κολακευτικό», και υποστηρίζοντας ότι την ημέρα που έγινε η φωτογράφηση ήταν άρρωστος.
Δεν ήταν πάντως η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που ο Άβεντον αντιμετώπιζε επικρίσεις περί «σκληρότητας» για κάποια από τα πορτρέτα του. Ο ίδιος όμως δεν αποδεχόταν με τίποτα αυτόν τον χαρακτηρισμό. Σε μια συνέντευξη που είχε δώσει το 1999 στην εφημερίδα San Francisco Chronicle, έλεγε: «Ποτέ δεν θα μπορούσα να διανοηθώ ότι οι φωτογραφίες μου είναι σκληρές κατά οιονδήποτε τρόπο. Δεν είναι σκληρές, είναι όμορφες. Βρίσκω πραγματικά μεγάλη ομορφιά σ’ αυτήν την ‘χιονοστιβάδα της σάρκας’ που συμβαίνει με την ηλικία σ’ ένα πρόσωπο».
Ο ίδιος ο Καπότε άλλωστε είχε αναγνωρίσει στην εισαγωγή του για το “Observations” αυτή τη διερευνητική ματιά του Άβεντον στα χνάρια της ηλικίας. «Είναι αδύνατο να μην προσέξει κανείς πόσο συχνά προσελκύουν το βλέμμα του τα γερασμένα πρόσωπα, ενώ ακόμα και στους μεσήλικες θα αναζητήσει τα ίχνη και τις γραμμές της πιο βαθιάς ωριμότητας». Θα έπρεπε ίσως να περιμένει ότι θα ερχόταν η ώρα που θα γινόταν και ο ίδιος αντικείμενο αυτής της αλύπητης ματιάς.
Πηγή: The Conversation