Σήμερα όλοι, ερασιτέχνες κι επαγγελματίες,θεωρούν ευλογία την ευρεία διάδοση της χρήσης της ψηφιακής τεχνολογίας στην φωτογραφία λόγω του αποτελέσματος: ευκολία, ταχύτητα, διάδοση. Ο Richard Learoyd διαφωνεί: «Είχα την τύχη να ανήκω στη γενιά πριν διαδοθεί η χρήση των υπολογιστών» λέει αναφερόμενος στις σπουδές του στην Σχολή Καλών Τεχνών της Γλασκώβης. «Αναπολώντας την περίοδο εκείνη συνειδητοποιώ πως τότε άρχισε πραγματικά η ζωή μου.»
Στην Καλών Τεχνών ο Learoyd άρχισε να πειραματίζεται με την camera obscura, κυριολεκτικά έναν «σκοτεινό θάλαμο». Μόνο που αυτή η φωτογραφική μηχανή έχει μέγεθος ενός ολόκληρου δωματίου. Για τους αδαείς (δηλαδή το 99% του πληθυσμού) θα εξηγήσουμε πως λειτουργεί: το φωτογραφικό χαρτί εκτίθεται στην φωτογραφική μηχανή/δωμάτιο ενώ το μοντέλο ποζάρει στο διπλανό δωμάτιο και οι δύο χώροι χωρίζονται από έναν φακό. Το φως που λούζει το μοντέλο εστιάζεται και αποτυπώνεται στο χαρτί, χωρίς την χρήση αρνητικού.
Το ότι δεν υπάρχουν αρνητικά σημαίνει πως κάθε φωτογραφία είναι μοναδική. Για πάντα. Αυτό ανατανακλάται και στις τιμές των έργων του στις γκαλερί, περίπου 80.000 αγγλικές λίρες η φωτογραφία. Το ποσοστό αποτυχίας βέβαια είναι υψηλό.
Οι φωτογραφίες του Learoyd έχουν μια απόκοσμη, γαλήνια ομορφιά, κάτι που είναι εμφανές στα έργα που έχουν επιλεγεί για την νέα μίνι αναδρομική του έκθεση στο Victoria & Albert Museum. Τα μεγάλα πορτραίτα, οι γοτθικού τυπου νεκρές φύσεις καθώς και η σειρά του σκοτεινού καθρέπτη που δίνει το όνομα της στην έκθεση, όλα διαθέτουν μια υποβλητική δύναμη.
Ωστόσο τα πορτραίτα είναι εκείνα που σε μαγνητίζουν. Παρόντα και ταυτόχρονα φευγαλέα πρόσωπα, μοιάζουν αληθινά και θυμίζουν πίνακες Φλαμανδών ζωγράφων όπως το Κορίτσι με το Μαργαριταρένιο Σκουλαρίκι του Βερμέερ. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στην σχολαστική παρότι απαρχαιωμένη διαδικασία της λήψης. Η γιγαντιαία camera obscura που έχει φτιάξει στο στούντιο του στο Shoreditch του επιτρέπει να δει την τυπωμένη φωτογραφία λίγα λεπτά μόνο μετά την λήψη της. Εξάλλου, όπως λέει κι ο ίδιος το αποτέλεσμα μετράει: «όταν μια εικόνα είναι καλή έχει κανείς την αίσθηση ότι στο χαρτί έχει μείνει ένα αποτύπωμα του ανθρώπου. Νιώθεις σχεδόν την ανάσα τους.»
Ο Learoyd είναι ένας επιμελής αρχιμάστορας, τον θέλγει η μακρά κι επίπονη διαδικασία δημιουργίας κάθε εκτύπωσης. Δυστυχώς η εταιρεία που παρήγαγε το χημικά επεξεργασμένο χαρτί που χρησιμοποιεί σταμάτησε να το παράγει. Είχε προνοήσει ωστόσο κι έχει αποθηκεύσει μεγάλα ρολλά τα οποία συντηρεί στο ψυγείο του «Με φτάνουν για περίπου 20 χρόνια, έχω υπολογίσει και τα λάθη.»
Το ότι δεν υπάρχουν αρνητικά σημαίνει πως κάθε φωτογραφία είναι μοναδική. Για πάντα. Αυτό ανατανακλάται και στις τιμές των έργων του στις γκαλερί, περίπου 120.000 ευρώ η φωτογραφία. Το ποσοστό αποτυχίας βέβαια είναι υψηλό. «Κάθε φωτογραφία μου έχει δουλευτεί, δεν υπάρχουν ευτυχείς συγκυρίες.»
Στις φωτογραφίσεις του ακόμα και η παραμικρή λεπτομέρεια, το που θα ακουμπήσει ένα χέρι ή πως θα πέφτει το φως σε έναν ώμο, πρέπει να προετοιμαστεί από έναν βοηθό πριν από την τελική στιγμή της λήψης. «Δεν έχω μεγάλη φαντασία» λέει αστειευόμενος. «Κάνω ότι είναι απαραίτητο από πριν ώστε να βγάλω την φωτογραφία που χρειάζομαι.»
Ο Learoyd χρησιμοποιεί τα ίδια μοντέλα, κυρίως γυναίκες, ξανά και ξανά... Τα επιλέγει για την διαχρονική τους ομορφιά και την ικανότητα τους να ποζάρουν χωρίς να δίνουν την εντύπωση ότι κάνουν ακριβώς αυτό. Ένα από τα μοντέλα του, η Nancy Gryspeerdt διαφώτισε το κοινό για την εμπειρία της γράφοντας το βιβλίο Day for Night. Περιγράφει την προετοιμασία της λήψης (μια ατίθαση τρίχα που μαζεύεται πίσω από το αυτί της) και τον "ενδιάμεσο χρόνο", όταν βρίσκεται μόνη της στον σκοτεινό θάλαμο, διατηρώντας μια συγκεκριμένη πόζα και βλέμμα πριν "έρθει το φλας και με τυφλώσει για ένα δευτερόλεπτο". Αυτή η παύση – μακρά, έντονη, γεμάτη υπόσχεση – είναι όπως λέει η ίδια «η μόνη στιγμή που νιώθω ότι συντελείται τέχνη».
Οι περισσότεροι φωτογράφοι θα σας πούνε ότι γνωρίζουν αμέσως αν έχουν πετύχει μια σπουδαία λήψη την στιγμή που πιέζουν το κλείστρο – ο Learoyd ωστόσο δεν μπορεί να το γνωρίζει μέχρι να τυπωθεί η εικόνα. "Καποιες φορές" λέει η Nancy «μπορείς να καταλάβεις αν είναι καλή φωτογραφία ή όχι όταν ακόμα βγαίνει από τους κυλίνδρους. Καθώς τοποθετείται στον πίνακα για να την δούμε νιώθουμε ήδη να εκπέμπει κάτι που μας ταράζει.»
Η τεχνική δεξιότητα του Learoyd συμπληρώνεται με ένα λιγότερο απτό χάρισμα που δίνει στις εικόνες του μια αίσθηση ακινησίας και ησυχίας που σπανίζει. Οι εικόνες του θυμίζουν την ενδοχώρα ανάμεσα στην συνείδηση και το όνειρο, στο απτό και το παράξενα φανταστικό. Αιωρούνται εκεί, υπενθυμίζοντας μας την αίσθηση μαγείας που προκαλούσε η φωτογραφία στην αρχή της, την δύναμη της αλχημείας που αιχμαλωτίζει και μεταμορφώνει. Όταν δεν είχαμε όλοι στην τσέπη μας μια φωτογραφική μηχανή και την ψευδαίσθηση ότι είμαστε καλλιτέχνες.
Η έκθεση Richard Learoyd: Dark Mirror διαρκεί από τις 24 Οκτωβρίου έως τις 14 Φεβρουαρίου 2016 στο V&A στο Λονδίνο.