Είναι αδύνατο να περιγράψουμε το έργο του φωτογράφου Μπίλι Μονκ, χωρίς να μιλήσουμε για τον ίδιο τον άνθρωπο. Πολλά έχουν ειπωθεί και γραφτεί για τη μυστηριώδη και συναρπαστική ζωή του: οι αδυσώπητες σχέσεις του, οι περίεργες ευκαιριακές δουλειές του, ο ευγενικός του χαρακτήρας και η καλή του εμφάνισή είναι εξίσου σημαντικές με την απεριόριστη ομορφιά των ασπρόμαυρων φωτογραφιών του που απεικόνιζαν την underground σκηνή του Κέιπ Τάουν, στο αποκορύφωμα του Απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική.
Ο Μπίλι Μoνκ ήταν καιροσκόπος. Υπήρξε εστιάτορας, μοντέλο, παράνομος αλιευτής καραβίδων, λαθρέμπορος, κακοποιός, δύτης διαμαντιών και, για λίγο, μπράβος στο διαβόητο υπόγειο νυχτερινό κέντρο διασκέδασης του Κέιπ Τάουν «The Catacombs» (Οι κατακόμβες). Ήταν ένας άνθρωπος που όλοι γνώριζαν ή είχαν μια καλή ιστορία να πουν γι 'αυτόν. Ήταν επίσης άνθρωπος που έλεγε κι ο ίδιος πολλές ιστορίες, αιχμαλωτίζοντας το ακροατήριό του με γοητευτικές αφηγήσεις και ποιητικά ανέκδοτα. Ήταν ο άνθρωπος που κάποιος είτε αγαπούσε είτε μισούσε, κι ακόμη και η πραγματική ημερομηνία γέννησής του δεν επιβεβαιώνεται, καθώς απέφευγε να μιλάει για την παιδική του ηλικία.
Είναι σαφές ότι ο Μoνκ ήταν μέρος κάθε φωτογραφίας που τράβηξε και όχι απλώς ένας ξένος. Οι άνθρωποι που φωτογραφήθηκαν από εκείνον φαίνονται άνετοι και χαρούμενοι, μοιάζουν ευτυχείς που φωτογραφίζονται και συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία.
Η καριέρα του ως φωτογράφου, όπως και όλα τα υπόλοιπα στη ζωή του, ήταν απλώς τυχαία. Έχοντας βαρεθεί τη δουλειά του ως μπράβος στις «Κατακόμβες», ο Μoνκ πήρε μια φωτογραφική μηχανή Pentax και με τη μικρή εμπειρία που είχε από τότε που είχε εργαστεί ως βοηθός φωτογράφου άρχισε να φωτογραφίζει τους θαμώνες στο νυχτερινό κέντρο διασκέδασης, ώστε να μπορεί να πουλήσει τις φωτογραφίες ως αναμνηστικά. Αλλά τίποτα δεν είναι πραγματικά σύμπτωση – ο Μoνκ είχε μια αδιαμφισβήτητη ικανότητα να αποτυπώνει την οικειότητα και τη γοητεία των ανθρώπων, δημιουργώντας εικόνες γεμάτες γοητεία.
Οι τεχνικές δεξιότητες του Μονκ αποδείχτηκαν αρκετά εντυπωσιακές. Παρόλο που οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τραβούσε τις φωτογραφίες δεν ήταν καθόλου ιδανικές κατάφερνε να βγάζει υπέροχες φωτογραφίες και το κυριότερο ήταν πως φαινόταν μέσα από αυτές η οικειότητα που είχε δημιουργήσει με τα υποκείμενα του. Είναι σαφές ότι ο Μoνκ ήταν μέρος κάθε φωτογραφίας που τράβηξε και όχι απλώς ένας ξένος. Οι άνθρωποι που φωτογραφήθηκαν από εκείνον φαίνονται άνετοι και χαρούμενοι, μοιάζουν ευτυχείς που φωτογραφίζονται και συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία.
Παρόλο που ο Μoνκ δεν παρουσιαζόταν ως επαγγελματίας φωτογράφος ή ως καλλιτέχνης, γνώριζε την ποιότητα και την ακεραιότητα των φωτογραφιών του. «Θα δείτε,» είπε κάποτε σε έναν φίλο του, «θα τα καταφέρω στη φωτογραφία. Θα μιλούν για τις φωτογραφίες μου πολύ καιρό αφού πεθάνω». Και δεν έπεσε έξω αλλά πήρε μια δεκαετία ακόμα μέχρι να ανακαλυφθούν οι φωτογραφίες του από τον φωτογράφο Jac de Villiers, ο οποίος μετακόμισε σε ένα στούντιο που ο Μoνκ είχε αφήσει τις φωτογραφίες του, τα αρνητικά και τις σημειώσεις του. Μέχρι τότε, οι φιλοδοξίες του Μπίλι Μoνκ για τη φωτογραφία είχαν ξεχαστεί και ο ίδιος είχε ήδη προχωρήσει στη ζωή του καταφέρνοντας να δημιουργήσει μια σχετικά επιτυχημένη και κερδοφόρα καριέρα ως δύτης διαμαντιών.
Με τη βοήθεια των Νοτιοαφρικανών φωτογράφων Andrew Meintjes και David Goldblatt, ο Jac de Villiers πραγματοποίησε την πρώτη έκθεση φωτογραφιών του Billy Monk στην Πινακοθήκη του Γιοχάνεσμπουργκ το 1982. Η έκθεση έγινε δεκτή τόσο από τους κριτικούς όσο και από το κοινό. Ο Μoνκ, αγνοώντας τη φήμη που απέκτησαν οι φωτογραφίες του, αλλά ενθουσιασμένος για την παρουσίαση τους, δεν κατάφερε να είναι στα εγκαίνια της έκθεσης, αλλά αγόρασε ένα καινούργιο κοστούμι και πήγε στο Γιοχάνεσμπουργκ δύο εβδομάδες αργότερα για να δει την έκθεση. Ωστόσο, η ζωή του Μoνκ ήταν πάντα γεμάτη εκπλήξεις και ανατροπές και, δυστυχώς, στον δρόμο του προς την Πινακοθήκη είχε μια διαμάχη με έναν άντρα, προσπαθώντας να προστατεύσει έναν φίλο του, και πυροβολήθηκε. Πέθανε την ίδια στιγμή και έτσι δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει στην έκθεση.
σχόλια