Οι φωτογραφίες της σπουδαίας Γαλλίδας κινηματογραφίστριας Ανιές Βαρντά απ' την Κούβα είχαν μείνει κλεισμένες σε κουτιά απ' τα μέσα της δεκαετίας του '60. Οι εικόνες -με τις αέρινες σιλουέτες γυναικών και με άντρες που θερίζουν σε φυτείες ζαχαροκαλαμων- «δεν τραβήχτηκαν για να δημοσιοποιηθούν», λέει η μεγάλη κυρία του γαλλικού σινεμά στην εφημερίδα Guardian.
Οι χιλιάδες εικόνες τραβήχτηκαν στην Κούβα, για την ταινία που γύριζε εκεί, το Salut les Cubains, η οποία αποτελούνταν μόνο από φωτογραφίες, τη μία μετά την άλλη, και την αφήγηση. Μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, η Βαρντά τις έβαλε στην άκρη. Και εκεί έμειναν μέχρι που ο επιμελητής εκθέσεων Clément Chéroux τις ανακάλυψε στα αρχεία της.
Ήταν τέσσερα χρόνια πριν ανατραπεί ο φιλοαμερικανός δικτάτορας Μπατίστα και αντικατασταθεί απ' τον Φιντέλ Κάστρο και η Κούβα ζούσε μια υπόγεια ένταση. Η επαναστατικότητα εισχωρούσε στην κουλτούρα, και εισχώρησε και στις φωτογραφίες της Βαρντά.
Ήταν τέσσερα χρόνια πριν ανατραπεί ο φιλοαμερικανός δικτάτορας Μπατίστα και αντικατασταθεί απ' τον Φιντέλ Κάστρο και η Κούβα ζούσε μια υπόγεια ένταση. Η επαναστατικότητα εισχωρούσε στην κουλτούρα, και εισχώρησε και στις φωτογραφίες της Βαρντά.
Μια έκθεση στο Κέντρο Πομπιντού του Παρισιού παρουσιάζει τις φωτογραφίες της με κινηματογραφικό τρόπο, τιμώντας την αρχική τους χρήση ως στοιχεία έμπνευσης για το μισάωρο φιλμ της Salut les Cubains, το οποίο επίσης παρουσιάζεται στην έκθεση.
Η ενέργεια και η ατμόσφαιρα της κουβανικής επανάστασης της δεκαετίας του '50 είχε ιντριγκάρει πολλούς Γάλλους καλλιτέχνες και διανοούμενους στην Αβάνα, μεταξύ των οποίων ήταν ο Σαρτρ και η Σιμόν Ντε Μποβουάρ που έκαναν παρέα με τον Τσε Γκεβάρα και έστελναν ανταποκρίσεις στις γαλλικές εφημερίδες, ο Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, ο Κρίς Μαρκερ κ.α.
Η Βαρντά βρέθηκε στην Κούβα μαζί με το φίλο της Jacques Ledoux, διευθυντή της Βελγικής Ταινιοθήκης, καλεσμένη της Κινηματογραφικής Σχολής της Κούβας.
«Δεν ήμουν καθόλου πολιτικοποιημένη» λέει. «Μ' αρέσει να είμαι περίεργη και να μαθαίνω απ' τους ανθρώπους. Προσπάθησα να ανακαλύψω την Κούβα όσο ήμουν εκεί, κι όχι από βιβλία και εκ των προτέρων.» Οι νότες του πολιτικού πυρετού είναι πιο απαλές στις φωτογραφίες της απ' την αίσθηση της ζωτικότητας. Η ίδια αποκαλεί την ισορροπία που πέτυχε «Σοσιαλισμό και cha-cha-cha». Θαύμααε εκτός των άλλων την περήφανη, ποιητική ομορφιά του αυθόρμητου χορού στο δρόμο. Φωτογράφισε ομιλίες δημαγωγών σε πλήθη.
Γνώρισε τον Benny Moré (γνωστό και ως El Rey – the King), έναν κοσμαγάπητο Κουβανό τενόρο σε ένα άδειο σελφ σέρβις εστιατόριο, όπου έδωσε γι' αυτήν μια αυθόρμητη μικρή παράσταση, ανάμεσα στα καρότσια με τα πιάτα και τα ποτήρια.
Μετά από πολλές προσπάθειες συνάντησε και τον Κάστρο, στο αγαπημένο του παραθαλάσσιο εστιατόριο. «Ήταν όμορφος, ευγενικός, ήρεμος» θυμάται. Τον έβαλε να στηθεί ανάμεσα σε δύο τεράστιους ογκόλιθους, για να μοιάζει πως είχε πέτρινα φτερά. Στο φιλμ της λέει πως ο Κάστρο «ενσαρκώνει την Κούβα όπως ο Γκάρι Κούπερ ενσαρκώνει την Άγρια Δύση».
Όταν επέστρεψε στο Παρίσι, ξεχώρισε απ' τα 4.000 αρνητικά 1.500 φωτογραφίες προς εκτύπωση και για να φτιάξει το φιλμ.
Το Salut les Cubains κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1964 και κέρδισε το χάλκινο μετάλλιο στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Βενετίας. Είναι μια ερωτική επιστολή σε μια Κούβα που έκτοτε έχει εξαφανιστεί. «Δεν είχαν φαγητό - έπαιρναν κοτόπουλα με το δελτίο», λέει. «Όμως υπήρχαν εκθέσεις, ταινίες, μπαλέτα, ποιήματα. Βίωσα μια πολιτιστική έκρηξη.»