Δεν θυμάμαι περιστατικά από τις φωτογραφίσεις, γιατί είναι τέτοια η ένταση της στιγμής, που μετά από κάθε συνάντηση κατεβαίνει ο διακόπτης και σβήνουν όλα. Και είναι πολύ κρίμα, γιατί μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφτώ πολλούς μοναδικούς ανθρώπους. Υπάρχει, ωστόσο, κάτι που μπορεί να ειπωθεί για μία φωτογράφιση, λόγω του αστείου τρόπου με τον οποίο εξελίχθηκε, εν αγνοία μου. Ήταν η δεύτερη φορά που πήγαινα στο σπίτι του ποιητή Μιχάλη Γκανά και, για να μην κάνουμε τα ίδια, πρότεινα να βγούμε έξω. Κάναμε τον γύρο του τετραγώνου και στο τέλος σταθήκαμε για λίγο σε μια είσοδο πολυκατοικίας. Αλλά ας αφήσουμε μια αυτόπτη μάρτυρα να διηγηθεί τη συνέχεια:
«Στο απέναντι διαμέρισμα από το παλιό μου γραφείο μένει ένας ποιητής. Τον χάζευα τέσσερα ολόκληρα χρόνια να βγαίνει στο μπαλκόνι και ήξερα απ' έξω το πρόγραμμά του. Εκείνη την μέρα μόλις είχα τελειώσει τη δουλειά μου και κατέβαινα, όταν, βγαίνοντας, είδα την πιο απίθανη κινηματογραφική σκηνή: τον Γκανά, τον Στάβερη με το τρίποδό του, που τον γνώριζα εξ όψεως, και το αφεντικό μου με ανασηκωμένα τα μανίκια να τους εξηγεί λεπτομερώς και αναλυτικώς πως επρόκειτο για ιδιωτικό χώρο και θα έπρεπε να είχαν ζητήσει άδεια για να φωτογραφηθούν στην είσοδό του. Δεν με πήρε είδηση κανείς, έκατσα για λίγο, τους παρατηρούσα αθόρυβα και γελούσα μόνη μου. Ύστερα τηλεφώνησα στο γραφείο και εξήγησα ποιοι είναι οι άνθρωποι αυτοί, χωρίς, ωστόσο, να δώσει κάποιος την ελάχιστη σημασία. Λίγο καιρό μετά ο ποιητής βραβεύτηκε σε μια εκδήλωση όπου βρέθηκε και το αφεντικό μου. Έκπληκτος τον είδε μπρος του, αυτόν που λίγο καιρό πριν είχε βρίσει. "Η εκδίκηση της γυφτιάς" είπε γελώντας ο ποιητής, ενώ ακόμα διηγούμαστε την ιστορία με τον Στάβερη γελώντας. Πάνε πια εννιά χρόνια».
• «Είναι σαν να σου μιλάει» λέει ο κόσμος αυθόρμητα για έναν πίνακα, όπως και για μια φωτογραφία. Αυτή την ταύτιση με τη βουβή εικόνα, όσο απλοϊκή κι αν φαίνεται, δεν θα τη διακωμωδούσα. Εξάλλου, αυτό δεν είναι που ψάχνουμε στο βλέμμα του άλλου, να μας μιλήσει, να μας συστηθεί, να μας εμπνεύσει εμπιστοσύνη; Αυτό κανονικά αρκεί. Αλλά υπάρχει ίσως περιθώριο και για κάτι ακόμη. Για ένα ξάφνιασμα, ένα αναπάντεχο στοιχείο παραδοξότητας που αιχμαλωτίζει ακαριαία το βλέμμα και σε κάνει να αμφιβάλεις γι' αυτό που βλέπεις. Μπορεί να είναι μια ανεπαίσθητη λεπτομέρεια, μια στάση «αφύσικη», ένας λάθος συγχρονισμός, κάτι ανεπιθύμητο που εισβάλλει στο κάδρο, οτιδήποτε. Αλλά ακόμα κι αν τίποτε απ' όλα αυτά δεν συμβαίνει και είναι όλα αρμονικά δοσμένα, δεν πρόκειται να αρνηθούμε την ευχαρίστησή μας.
Η προσέγγιση του ανθρώπου που φωτογραφίζω είναι πάντα ακριβώς η ίδια, όποιος και να είναι αυτός. Έχεις να λύσεις πάντα την ίδια εξίσωση. Όποιες κι αν είναι οι διαβαθμίσεις του αδιάφορου, του γοητευτικού, του γνωστού, του άγνωστου, του μισητού, του αγαπημένου.
• Τίποτα δεν με προόριζε για τη φωτογραφία πορτρέτου. Αισθανόμουν άνετα μόνο μέσα στην κίνηση της πόλης, εκεί όπου είσαι αόρατος και περιφέρεσαι σαν φάντασμα. Αλλά με το είδος αυτό του θράσους που αποκτάς στον δρόμο συντελείται μια μετάλλαξη, αποκτάς άλλη αυτοπεποίθηση, μαθαίνεις να ελίσσεσαι σε οποιεσδήποτε συνθήκες και να ξεπερνάς τις αναστολές σου. Έπειτα, αν δεν περιορίζεσαι στο στούντιο, είναι τόσα αυτά που μπορείς να αντλήσεις από τον δρόμο και να τα μεταγγίσεις στο πορτρέτο: αντανακλαστικά, χορογραφία, αίσθηση του χώρου, ρεπορταζιακή καταγραφή, ακόμα και ψυχολογική αντίληψη. Το να παρατηρείς τους πολλούς σε φέρνει πιο κοντά στον έναν.
• Σημαντικά είναι όλα τα πορτρέτα των ανθρώπων που έχουν χαθεί. Εκεί, στο μικρό προσωπικό νεκροταφείο των αρχείων σου, διατηρείται, πιο πολύ και από ένα ίχνος, η αόριστη αίσθηση μιας στιγμής και μιας συνάντησης.
• Στην αρχή της φωτογράφισης υπάρχει πάντα μια ισορροπία τρόμου. Μια βουβή αναμέτρηση όπου ο ένας ζυγίζει τον άλλον. Μπορεί να διαισθανθείς τότε στον αέρα είτε μια προσμονή είτε μια καχυποψία. Συνηθέστερα μια αμηχανία και μια ανασφάλεια και από τις δυο μεριές. Το καλύτερο είναι να παρουσιάζεσαι σχεδόν «γυμνός», χωρίς κραυγαλέο εξοπλισμό, χωρίς βοηθούς, μακιγιέρ κ.λπ. και να δημιουργείς μια απλή και καλοπροαίρετη πάντα σχέση. Τότε μόνο το πορτρέτο θα μπορέσει να βγει από ένα προκαθορισμένο πλαίσιο και να οδηγήσει σε μια νέα ισορροπία, στη μύτη ενός διαβήτη, όπου θα έχει συμβεί κάτι το αστάθμιστο και το ενδιαφέρον. Ο ένας θα έχει παρασύρει τον άλλον. Όταν, βέβαια, έχουμε να κάνουμε με κάποιον αντιπαθή —υπάρχουν και τέτοιοι—, είναι νόμιμο να υποκύπτουμε στον πειρασμό της σκανταλιάς. Όλο και κάποια ειρωνική μικρολεπτομέρεια θα γλιστρήσει στο πορτρέτο εν αγνοία του αντιπαθούς.
• Συνήθως δεν επιλέγω τις φωτογραφίες που θα δώσω για ένα θέμα, για να μην μπαίνω στα χωράφια των γραφιστών και να μην έχω προστριβές μαζί τους. Ειδικά όταν έχεις εμπιστοσύνη σε ένα άλλο μάτι, είναι μεγάλη ανακούφιση να παραχωρείς όλα τα φιλμ και να ανακαλύπτεις μετά, στο τυπωμένο χαρτί, με τη χαρά της έκπληξης, την επιλεγμένη φωτογραφία. Αυτό, φυσικά, είναι μάλλον η εξαίρεση παρά ο κανόνας.
• Η προσέγγιση του ανθρώπου που φωτογραφίζω είναι πάντα ακριβώς η ίδια, όποιος και να είναι αυτός. Έχεις να λύσεις πάντα την ίδια εξίσωση. Όποιες κι αν είναι οι διαβαθμίσεις του αδιάφορου, του γοητευτικού, του γνωστού, του άγνωστου, του μισητού, του αγαπημένου.
• Έχω σταματήσει να κάνω πορτρέτα. Σίγουρα έχουν χαθεί κάποιοι αυτοματισμοί, αλλά δεν θα ενεργούσα πολύ διαφορετικά αν μου δινόταν πάλι η ευκαιρία. Αυτό ήταν και το πρόβλημα, ότι από ένα σημείο και μετά έχασα το ενδιαφέρον μου λόγω της επανάληψης. Πάντα μου άρεσε να τοποθετώ τον άνθρωπο μέσα σε ένα περιβάλλον, το δικό του ή οποιοδήποτε άλλο, τυχαίο. Αλλά το μόνο που είχα καταφέρει να εξελίξω ήταν η ταχύτητα με την οποία αντιλαμβανόμουν κάποιες υπάρχουσες δυνητικότητες στον άνθρωπο και στο περιβάλλον. Θυμάμαι πόσο με αποσυντόνιζε στην αρχή η επιμονή με την οποία μού ζητούσαν να τους «στήνω», να τους «σκηνοθετώ», όπως μου έλεγαν. Η αναποφασιστικότητα σ' αυτές τις περιπτώσεις αποτελεί μειονέκτημα, γιατί καταργεί την εμπιστοσύνη. Και χωρίς την εμπιστοσύνη, έστω αυτήν τη σιωπηρή, δεν λειτουργεί το πορτρέτο. Οπότε, αναγκάστηκα κι εγώ να «σκηνοθετώ», χωρίς όμως να το δείχνω.
• Αν μιλάμε για τη δημοσιογραφική φωτογραφία, είναι γνωστή η καθοριστική στροφή που πήρε με την περίφημη φωτογραφία της προσυδάτωσης ενός αεροπλάνου στον ποταμό Χάντσον, μια φωτογραφία που μεταδόθηκε αρχικά μέσω Twitter από έναν αυτόπτη μάρτυρα πριν αγοραστεί απ' όλα τα δημοσιογραφικά πρακτορεία. Έκτοτε, είμαστε όλοι δυνάμει αυτόπτες μάρτυρες, προσδοκώντας το scoop στο κινητό μας. Η ολοένα μεγαλύτερη προτεραιότητα που δίνεται στην καυτή είδηση αντί για τη δημοσιογραφική έρευνα έχει αφυδατώσει και την ερευνητική φωτογραφία. Όλο και πιο δύσκολα θα επιλέξει κάποιος να εμβαθύνει σε ένα θέμα, όλο και πιο δύσκολα θα βρει να το διαθέσει.
• Αναρωτιέμαι πώς θα είναι το τοπίο όταν κοπάσει η ναρκισσιστική αυτή φρενίτιδα της selfie, την οποία εξάλλου βλέπω με συμπάθεια. Ένας κόσμος ραγίζει, πρότυπα και συμπεριφορές κατακρημνίζονται κι αυτό θα έχει επιπτώσεις στο πώς βλέπουμε τον εαυτό μας και πώς τον τοποθετούμε εν μέσω των κατακλυσμιαίων αλλαγών που φαίνεται πως θα ζήσουμε. Η βελόνα έχει αρχίσει ήδη να μετατοπίζεται από το αυτιστικό «εγώ» σε ένα πιο γενναίο και ανοιχτό «εμείς».
• Το γενικό συμπέρασμα του φίλου μου φωτογράφου Γιώργου Μαρίνου, που βλέπει πράγματα που εμείς δεν βλέπουμε (έχει οδηγήσει μεγάλες εταιρείες στη βελτίωση των μηχανημάτων τους με τις παρατηρήσεις του), είναι ότι οι ψηφιακές κάμερες είναι ασυναγώνιστες στο θέμα της ευκρίνειας, αλλά υστερούν στην τονική απόδοση και στην υφή της φωτογραφίας, σε σχέση με τις αναλογικές. Το διαπίστωσε άλλη μια φορά τυπώνοντας την τωρινή έκθεση της LiFO στο Μπενάκη.
— Είναι διαφορετικό να βγάζεις κάποιον φωτογραφία για προσωπική ευχαρίστηση και διαφορετικό για δουλειά; Δεν έκανα ποτέ αυτόν τον διαχωρισμό.
Η αλήθεια όμως είναι ότι το πορτρέτο που προορίζεται για δημοσίευση σου επιβάλλει μία άλλη πειθαρχία, αυστηρότητα και εγρήγορση.
Info
Οι Αθηναίοι της LiFO
Μουσείο Μπενάκη - Κτίριο Οδού Πειραιώς (Πειραιώς 138 & Ανδρονίκου, Γκάζι, 210 3453111)
Διάρκεια έκθεσης: 27/11/19 - 2/2/20
σχόλια