«ΘΑ ΓΡΑΦΤΟΥΝ ΠΟΛΛΑ ΒΙΒΛΙΑ για το έτος 2020: ιστορικά, αναλυτικά, πολιτικά...», σημειώνει η συγγραφέας Ζέιντι Σμιθ στην εισαγωγή του βιβλίου της που κυκλοφόρησε πρόσφατα και περιλαμβάνει έξι "βιωματικά" κείμενα που έγραψε εντός πανδημίας. «Αυτό δεν είναι από εκείνα – η χρονιά είναι ακόμα στη μέση. Αυτό που προσπάθησα να κάνω είναι να οργανώσω κάποια από τα συναισθήματα και τις σκέψεις που μου έχουν προκαλέσει μέχρι τώρα τα γεγονότα, σ' αυτά τα σπαράγματα του χρόνου που επέτρεψε τούτη η χρονιά. Πρόκειται πάνω απ' όλα για προσωπικά δοκίμια: μικρά εξ ορισμού, σύντομα εκ των συνθηκών».
Εκτός των άλλων, τούτη η χρόνια μας επιβεβαίωσε την ματαιότητα των προβλέψεων και των προβολών σε τόσο ρευστούς και γεμάτους απρόβλεπτες αναταράξεις, καιρούς. Δεν είμαι σίγουρος αν θα γραφτούν πολλά βιβλία για το 2020 ούτε και για το αν θα θέλει ο κόσμος να τα διαβάσει (εκτός αν πράγματι αποδειχτεί ότι αυτή η αποφράδα χρονιά ήταν το σημείο "μηδέν" και συγχρόνως το έτος υπ' αριθμόν ένα, η απαρχή μιας νέας παγκόσμιας συνθήκης, όπως ακούγαμε και διαβάζαμε διαρκώς στην πρώτη φάση της πανδημίας), το βέβαιο είναι πάντως ότι μέχρι τώρα, έναν μήνα πριν την λήξη, δεν έχουμε κατακλυστεί από «covid λογοτεχνία» ή από αναρίθμητες εκδόσεις «ημερολογίων καραντίνας» (ή «εγκλεισμού», στο πιο "Κόμης Μοντεχρήστος").
«Αρχίζεις να σκέφτεσαι την περιφρόνηση ως ιό. Πρώτα μολύνει τα άτομα, αμέσως όμως εξαπλώνεται στις οικογένειες, τις κοινότητες, τους λαούς, τις δομές εξουσίας, τα έθνη. Λιγότερο φανταχτερή από το μίσος, πιο θανάσιμη όμως επειδή είναι πολύ πιο κοινή».
Ευτυχώς, γιατί υπήρχε ένας τέτοιος φόβος εκείνη την περίοδο, από τον Φλεβάρη μέχρι το καλοκαίρι, όταν όλοι μας την είχαμε ακούσει κάπως περίεργα, παρασυρμένοι από μια απόκοσμη διέγερση που σώνει και καλά έπρεπε να βρει κάποιου είδους δημιουργική / εκφραστική διέξοδο.
Η Ζέιντι Σμιθ πάντως επιχείρησε να βγάλει μια άκρη για όλο αυτό που μας συμβαίνει φέτος – για όλο αυτό που μας κάνει να λέμε διαρκώς ο ένας στον άλλο, ή στον εαυτό μας, «τι ζούμε!» – με το γράψιμο, συγκεντρώνοντας στην συνέχεια τα κείμενα της σε ένα από τα ελάχιστα, τελικά, βιβλία που γράφτηκαν με θεματικό πλαίσιο την τρέχουσα πανδημία, ή, όπως γράφει, «αυτήν την παγκόσμια αυτοταπείνωση». Ο τίτλος της μικρής αυτής ανθολογίας είναι "Intimations" – που θα μπορούσε να αποδοθεί στα ελληνικά με διάφορες λέξεις: νύξεις, ενδείξεις, υπόνοιες, αναγγελίες, εκμυστηρεύσεις. Ή και επιφοιτήσεις ίσως, όπως αυτές τις δύο που την επισκέφτηκαν μέσα στην καραντίνα και τις αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου χαρακτηρίζοντάς τις ανεκτίμητες: «Το να μιλάς στον εαυτό σου μπορεί να αποδειχτεί πολύ χρήσιμο. Και το να γράφεις σημαίνει να σε κρυφακούνε».
Παρά την εδώ και μια δεκαετία ιδιότητά της ως καθηγήτρια δημιουργικής γραφής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (NYU), σημειώνει στο πρώτο κείμενο της έκδοσης με τίτλο «Παιώνιες»: «Η γραφή περιγράφεται συχνά ως "δημιουργική" – προσδιορισμός που πάντα μου φαινόταν αταίριαστος. Η γραφή είναι έλεγχος, είναι αντίσταση. Που μπορεί να είναι μια όμορφη, και κάποιες φορές ακόμα και χρήσιμη, δραστηριότητα – στο χαρτί. Ως εξάσκηση για την αληθινή ζωή, δεν έχει καμιά αξία, όπως μου έχει δείξει η εμπειρία μου. Στην αληθινή ζωή, η υποταγή και η αντίσταση δεν έχουν προκαθορισμένη μορφή».
Στο δοκίμιο που έχει τίτλο «Οδύνη» ("Suffering") ξεκινά παρατηρώντας τον τρόπο με τον οποίο η μιζέρια του lockdown φαίνεται σα να είναι «σχεδιασμένη με ακρίβεια και διαφορετική για τον καθένα», ενώ σε ένα άλλο συγκρίνει την εξάπλωση του ιού με την μεταδοτική ισχύ της κοινωνικής περιφρόνησης: «Αρχίζεις να σκέφτεσαι την περιφρόνηση ως ιό. Πρώτα μολύνει τα άτομα, αμέσως όμως εξαπλώνεται στις οικογένειες, τις κοινότητες, τους λαούς, τις δομές εξουσίας, τα έθνη. Λιγότερο φανταχτερή από το μίσος, πιο θανάσιμη όμως επειδή είναι πολύ πιο κοινή».
Γράφει κι άλλα πολλά στα μικρά αυτά δοκίμια, κάποια εκ των οποίων εξαιρετικά ενδιαφέροντα, μέσα στον στοχαστικό προβληματισμό και την αμφισημία τους, όσον αφορά τους περίεργους και λανθάνοντες τρόπους με τους οποίους έχει διαμορφώσει την αντίληψη και την συνείδησή μας αυτή η χρονιά. Ας κρατήσουμε ως επιμύθιο κάτι που λέει περί αγάπης (γενικώς, όχι ρομαντικής αποκλειστικά), εκεί δηλαδή που καταλήγουν όλα: «Η αγάπη δεν είναι κάτι που κάνεις [όπως η τέχνη] αλλά... κάτι που περνάς – γι' αυτό μάλλον φοβίζει τόσους πολλούς από εμάς και γι' αυτό την προσεγγίζουμε τόσο συχνά με πλάγιους τρόπους».