Την περασμένη Τετάρτη ο οίκος δημοπρασιών Bonhams προχώρησε στη δημοπράτηση 300 σπάνιων βιβλίων, χειρογράφων, σχεδίων και προσωπικών αντικειμένων που ανήκαν στο ζεύγος ποιητών Σίλβια Πλαθ και Τεντ Χιουζ.
Πρόκειται για μια λίαν προσωπική συλλογή που ανήκε στην κόρη τους Φρίντα Χιουζ, η οποία στην εισαγωγή του καταλόγου αναφέρει την αγωνία της πως αγαπημένα αντικείμενα όπως έπιπλα ή κοσμήματα μπορεί να χαθούν για πάντα αν δεν καταγραφούν και αποτελέσουν αντικείμενα πόθου συλλεκτών που εκτιμούν το έργο των γονέων της.
Μια δημοπρασία, λέει, πρόκειται «να επιτρέψει σε άλλους να αναλάβουν την συντήρηση και την απόλαυση» αυτών των λογοτεχνικών κειμηλίων.
«Επιλέγοντας τα αντικείμενα προς πώληση, συνειδητοποίησα ότι πολλά από τα πράγματα που μου ανήκαν αποπνέουν την ιστορία των γονέων μου, μια κοινή ιστορία. Το ένα αντικείμενο συμπλήρωνε και εξηγούσε τα άλλα - τα βιβλία και τα φυλλάδια και τα ποιήματα που υπέγραφαν είτε η μητέρα είτε ο πατέρας μου αντιπροσωπεύουν πτυχές των λογοτεχνικών τους βίων και και στοιχειοθετούν τον ισχυρό τους δεσμό».
Για εκείνους που αγαπούν το έργο της σπουδαίας ποιήτριας, αλλά ταυτόχρονα βρίσκουν συναρπαστική την προσωπικότητα και εκτιμούν το απαράμιλλο στυλ της, η παρουσίαση των αντικειμένων αυτών συνοδευόμενη από ιστορίες και άγνωστες λεπτομέρειες της προσωπικής και οικογενειακής της ζωής αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία να βυθιστούν στο σύμπαν της.
Για εκείνους που αγαπούν το έργο της σπουδαίας ποιήτριας, αλλά ταυτόχρονα βρίσκουν συναρπαστική την προσωπικότητα και εκτιμούν το απαράμιλλο στυλ της, η παρουσίαση των αντικειμένων αυτών συνοδευόμενη από ιστορίες και άγνωστες λεπτομέρειες της προσωπικής και οικογενειακής της ζωής αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία να βυθιστούν στο σύμπαν της.
Η Πλαθ έκανε περίπου εβδομήντα διορθώσεις του κειμένου και επιμελήθηκε την ορθογραφία, στίξη, γραμματοσειρά και σε έξι περιπτώσεις άλλαξε λέξεις στο The Bell Jar που είχε εκδώσει με το ψευδώνυμο Βικτώρια Λούκας.
Για παράδειγμα στη σελίδα 53 είχε αλλάξει το «Πλάτωνας» σε «Σωκράτης» και στη σελίδα 122 το «καροτσάκια» σε «καρότσια». Η Πλαθ έχει γράψει στο βιβλίο τη διεύθυνση της κατοικίας της στο Ντέβον, όπου επεξεργάστηκε τα δοκίμιά του πριν τον οριστικό χωρισμό της με τον Χιουζ, όταν και μετακόμισε με τα παιδιά στο Λονδίνο.
Σε όλη την σταδιοδρομία της η Σίλβια Πλαθ χρησιμοποίησε 4 γραφομηχανές. Μία Royal, την οποία είχε όσο ήταν φοιτήτρια στο Smith College, μεταξύ 1950 και 1955, και πλέον ανήκει στην συλλογή του κολεγίου, μία Smith-Corona που επίσης χρησιμοποιούσε περίπου την ίδια περίοδο, μια Olivetti Lettera 22 που της χάρισε η μητέρα της, το καλοκαίρι του 1956, και τέλος μία ελβετική Hermes που δημοπρατήθηκε για 37.270 ευρώ.
Η φιστικί γραφομηχανή είχε αριθμό παραγωγής 301142 και κατασκευάστηκε το 1959, χρονιά που την αγόρασε η Πλαθ. Στην επιστολή της 10ης Σεπτεμβρίου 1959 προς την μητέρα της γράφει: «Η γραφομηχανή μου είναι υπέροχη. Την αγαπώ».
Στην επετηρίδα της τάξης της, δίπλα στη δική της φωτογραφία, η νεαρή Σίλβια Πλαθ γράφει: «Αγαπητή Πατ - Φύλλα και ήλιος, πευκοβελόνες και σάντουιτς - όλα αυτά και η καλύτερη φίλη που θα μπορούσε να έχει ένα κορίτσι». Η Πατ είναι σχεδόν χωρίς καμία αμφιβολία η Πατρίσια Ο'Νιλ, η κολλητή της στο σχολείο που αναφέρεται σε πολλές επιστολές προς τη μητέρα της και άλλους, από το 1950 έως το 1956.
Απευθυνόμενη σε εκείνη, σε μια επιστολή της στις 27 Μαΐου 1956 η Πλαθ γράφει: «Τα καλύτερα και πιο πρόσφατα και μυστικά νέα, τα οποία δεν μπορώ να αντισταθώ να μοιραστώ μαζί σου, είναι πως τον επόμενο Ιούνιο θα φέρω στο σπίτι έναν λαμπρό και αθλητικό ποιητή από το Γιόρκσαϊρ ονόματι Τεντ Χιουζ... Ερωτεύτηκα τα ποιήματα του Τεντ πριν καν τον συναντήσω...».
Σε δύο από τις ομαδικές φωτογραφίες της επετηρίδας η Σίλβια και η Πατ στέκονται πλάι πλάι και οι υπογραφές τους, σχεδόν πανομοιότυπες, είναι μαζί στο οπισθόφυλλο.
Τρία κομψά ρολόγια χειρός, χαρακτηριστικά δείγματα ωρολογοποιίας των δεκαετιών του '40 και του '50, κληροδοτήθηκαν από τον Πλαθ στην κόρη της Φρίντα Χιουζ. Πρόκειται για ένα χρυσό ρολόι Resolute 9 καρατίων, ένα μεταλλικό Bentima και ένα χρυσό 9 καρατίων με δερμάτινο λουράκι, όλα με χειροκίνητο μηχανισμό κουρδίσματος.
Η αλήθεια είναι πως το να αγοράσεις τις οικογενειακές φωτογραφίες μιας άλλης οικογένειας φαντάζει κάπως παράξενο αλλά στην δημοπρασία αυτή η συλλογή με τρία στιγμιότυπα της Πλαθ και των παιδιών της απέφερε περισσότερα από 4.000 ευρώ.
Στην πρώτη από αριστερά η Σίλβια Πλαθ σκύβει πάνω από την τριών εβδομάδων Φρίντα που βρίσκεται μέσα στο καροτσάκι της, τον Απρίλιο του 1960. Η μεσαία απεικονίζει την Σίλβια και τον Νίκολας που είναι μωρό και κρατάει ένα αρκουδάκι, ενώ πίσω η μητέρα του έχει γράψει «Rains of Oblivion», το 1962, και στην τρίτη βλέπουμε τη Φρίντα την ημέρα της βαπτίσεως της: 25η Μαρτίου 1962.
Ένα υπέροχο πορτρέτο του Χιουζ από την ερωτευμένη σύζυγο του, το οποίο κατά πάσα πιθανότητα σχεδίασε εκείνη είτε στο Παρίσι, είτε στην Ισπανία κατά την διάρκεια του μήνα του μέλιτος.
Επιστρέφοντας στο Κέιμπριτζ από το ταξίδι αυτό, η Πλαθ γράφει στη μητέρα της στις 23 Οκτωβρίου 1956: «Στο μυαλό και την καρδιά μου κάθε σκίτσο συνδέεται όμορφα με το πώς καθόμασταν μαζί στον καυτό ήλιο, ο Τεντ διάβαζε, έγραφε ποιήματα ή απλά μου μιλούσε... τα σχέδια είναι πολύ σημαντικά για εμένα...».
Το παιδικό σχέδιο της Πλαθ με την αφιέρωση «Για τον μπαμπάκα» είναι ένα πολύ συγκινητικό κομμάτι της δημοπρασίας. Πρόκειται για ένα δώρο της επτάχρονης τότε Σίλβια προς τον κλινήρη πατέρα της που επρόκειτο να πεθάνει μόλις δύο μήνες μετά.
Είναι μια αντιγραφή του ποιήματος Εαρινό Μαδριγάλι της Ροούενα Μπενετ που εκδόθηκε το 1939 και η μικρή ζωγράφος απεικονίζει άνθη και δυο πουλιά που κελαηδούν για να εικονογραφήσει τους στίχους «ακουσα τα πουλιά να τραγουδούν ένα μαδριγάλι».
Αυτό το κομμάτι δημοπρατήθηκε για περίπου 11.500 χιλιάδες ευρώ, ποσό λογικό αν αναλογιστεί κανείς ότι είναι διπλά συλλεκτικό. Πρόκειται για ανατυπώσεις της πρώτης έκδοσης των τριών τόμων του έργου «Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» με την ιδιόχειρη αφιέρωση του Τεντ, «Στη Σίλβια και την Φρίντα με αγάπη από τον Τεντ, 27 Οκτωβρίου 1960».
Ήταν το δώρο για τα 28α γενέθλια της Σίλβια. Η Πλαθ είχε διαβάσει την τριλογία του Άρχοντα τον Μάρτιο του ίδιου έτους και στο ημερολόγιο της είχε γράψει: «Ολοκλήρωσα την τριλογία του Τόλκιν. Θρίαμβος. Δεν θυμάμαι πότε συγκινήθηκα τόσο».
Η Πλαθ ήταν μία από τους πρώτους συγγραφείς στους οποίους απονεμήθηκε το βραβείο μετά θάνατον και η συλλογή της υπήρξε ομόφωνη επιλογή όλων των κριτών.
«Η κυκλοφορία της Συλλογής Ποιημάτων είναι ένα αξιοσημείωτο λογοτεχνικό γεγονός. Η Πλαθ δεν κέρδισε σπουδαίες διακρίσεις εν ζωή... Ο τόμος αυτός συγκεντρώνει όλο το ώριμο έργο της. Ο συνδυασμός της ευφυούς μεταφοράς και της φυσικής δομής τον καθιστά ένα εντυπωσιακό έργο».
Μαζί με τα άλλα αντικείμενα δημοπρατήθηκε και το δερμάτινο πορτοφόλι της ποιήτριας. Περιείχε το δίπλωμα οδήγησης, κάρτα κοινωνικής ασφάλισης, την κάρτα μέλους της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της Βοστώνης, την κάρτα μέλους της Εταιρείας Ποιητών της Αμερικής, και άλλες τρεις ακόμα κάρτες με την υπογραφή της Πλαθ καθώς και μία φωτογραφία της με τη μητέρα και τον αδελφό της Γουόρεν να ποζάρουν δίπλα σε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο στο σπίτι οικογενειακών φίλων το 1953.
Σε μια οικογένεια λογοτεχνών είναι αναμενόμενο -και κάπως χαριτωμένο- να παίρνει την θέση της οικογενειακής Βίβλου ένα λεξικό. Το μικρό λεξικό της Οξφόρδης (έκδοση του 1955) της οικογένειας Χιουζ φέρει τις υπογραφές της Σίλβια Πλαθ και του Τεντ Χιουζ και αναγράφει τις ημερομηνίες γέννησης του Νίκολας και της Φρίντα, η οποία μάλιστα αργότερα το υπέγραψε κιόλας.
Πέντε ημέρες μετά την απόκτηση του, η Σίλβια γράφει στην μητέρα της: «Αγοράσαμε ένα τεράστιο μαχαίρι για το ψωμί και το κρέας κι ένα σπουδαίο Βραχύ Λεξικό της Οξφόρδης, το οποίο πλέον έγινε το αγαπημένο μας βιβλίο... ως δώρα χριστουγέννων για τους εαυτούς μας».
Αυτό το γραφείο που ανήκει στην ύστερη βικτωριανή περίοδο χρησιμοποιούσε η Σίλβια Πλαθ στην κατοικία τους Κορτ Γκριν τελικά αποσύρθηκε από την δημοπρασία. Ήταν το γραφείο που προσέφερε ως δώρο ο Τεντ Χιουζ στην κόρη τους Φρίντα, όταν έφυγε από το σπίτι.
«Με ένα κόκκινο χαλί θα παρέμενα για πάντα αισιόδοξη...» είχε γράψει η Πλαθ στη μητέρα της, λίγο μετά την μετακόμιση στη νέα τους κατοικία στο Ντέβον, τον Νοέμβριο του 1961. Σε μια επιστολή προς τους δικούς του γονείς, ο Τεντ Χιουζ αναφέρει πως «αγοράζουμε και κάτι χαλιά - ένα Wilton, αρκετά ακριβό αλλά ευχάριστο».
Στις 12 Ιανουαρίου του νέου έτους η Πλαθ λέει στην μητέρα της ότι «όλα τα χαλιά μας παραδόθηκαν. Το καθιστικό είναι ευχάριστο τώρα, με τις κόκκινες κουρτίνες και το κάθισμα του παραθύρου και το ολόμαλλο Wilton, το οποίο είναι κυρίως κόκκινο αλλά έχει τη συνήθη μπορντούρα και το κεντρικό διακοσμητικό με σχέδια φύλλων και λουλουδιών σε σπασμένο λευκό, πράσινο και μαύρο, συνεπώς η φθορά δεν θα φαίνεται εύκολα».