Κωστής Παπαγιώργης. Από το πρώτο τεύχος, η LiFO στάθηκε κοντά στο βιβλίο, στις σελίδες, στο έπος των λέξεων. Από το πρώτο τεύχος διαβάζαμε τον αείμνηστο Κωστή Παπαγιώργη (1947-2014), αυτό τον έξοχο γραφιά που δόθηκε με όλο του το είναι στη φιλοποσία, στη φιλοσοφία, στη βιβλιοφιλία. Και ξέραμε ότι πάντα έχει κάτι λίαν πρωτότυπο να πει για το εκάστοτε βιβλίο για το οποίο έγραφε στην στήλη του «Βιβλιομανία». Ανεκτίμητος ο Κωστής, ανανέωσε τον δοκιμιακό λόγο, πλούτισε την Ελληνική, καταπιάστηκε με θέματα που έως αυτόν ουδείς είχε εξερευνήσει, και μάλιστα με τέτοιο βάθος, τέτοιο ήθος, τέτοιο πάθος (θέματα όπως η μισανθρωπία, ο φθόνος, οι ξυλοδαρμοί, το χάσιμο του χρόνου μες στο χάος της νύχτας, η μνήμη, η αγοραφοβία, αλλά και ο Ντοστογιέφσκι, ο Έγελος, ο Εμμανουήλ Ξάνθος, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Χρήστος Βακαλόπουλος). Θυμίζω, επίσης, ότι χάρη στον Κωστή διαβάσαμε Ε. Σιοράν και Μισέλ Φουκώ, Πολ Ρικέρ και Ρενέ Ζιράρ, Μπλεζ Πασκάλ και Ζαν-Πολ Σαρτρ, μεταξύ πολλών άλλων και πολύ σημαντικών. Αξίζει, επίσης, να θυμίσω ότι στη «Βιβλιομανία» μίλησε για βιβλία του Σοπενάουερ και του Ράμφου, του Τανιζάκι και της Κατερίνας Μάτσα, του Στάινμπεκ και του Σολωμού, του Σπινόζα και του Καρύλ Φερέ, του Τσβάιχ και του Γιόζεφ Ροτ, του Καμύ και του Τσερνισέφσκι, νέων Ελλήνων συγγραφέων και ποιητών αλλά και κλασικών μυθιστοριογράφων. Λειτουργούσε σαν περισκόπιο ο Κωστής, και σαν ναρκαλιευτής.
Ας δούμε και πάλι τι έγραφε, και πώς, για τον Αλμπέρ Καμύ και το ξακουστό βιβλίο του «Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος»: «Ο Καμύ θα "δικάσει" με τον τρόπο του τη "συμμορία των επαναστατημένων" φονιάδων, με τη διαφορά ότι στον καθένα θα επιλέξει διαφορετικά επιχειρήματα. Ιστορικά, όπως γράφει, η πρώτη συγκροτημένη επίθεση προέρχεται από τον Σαντ, που συγκεντρώνει σε μία μοναδική και τεράστια πολεμική μηχανή τα επιχειρήματα της ελευθεριάζουσας σκέψης, μέχρι την εποχή του κληρικού Μεσλιέ και του Βολταίρου. Ο Σαντ είναι άθεος. Πιο σωστά, η ιδέα που σχηματίζει για τον Θεό είναι η ιδέα μιας εγκληματικής θεότητας που συντρίβει τον άνθρωπο και τον αρνείται. Έγραφε: "Η εθνική φυλάκισή μου, η γκιλοτίνα μπροστά στα μάτια μου μου έκανε χίλιες φορές περισσότερο κακό από όλες τις Βαστίλλες του κόσμου". Άλλωστε, από αυτήν τη φράση άντλησε το κουράγιο να είναι δημόσια μετριοπαθής κατά τη διάρκεια της Τρομοκρατίας και να επέμβει γενναιόψυχα για να σώσει μια πεθερά, η οποία εντούτοις τον είχε κλείσει στη Βαστίλλη. Παράδοξη συνήθεια των Γάλλων: φιλοσοφούν παρακολουθώντας καρατομήσεις!».
2.
Ο Εαυτός. Προσφάτως κυκλοφόρησε ένα κατάλοιπο του Κωστή με τίτλο «Ο Εαυτός» (εκδ. Καστανιώτης). Πολύτιμο πόνημα κι αυτό, όπως όλα του Παπαγιώργη. Προλογίζει η γυναίκα του, η εκλεκτή Ράνια Σταθοπούλου, και υπογράφει μια εκτενή, περιεκτική και κατατοπιστική εισαγωγή ο ποιητής Θάνος Χατζόπουλος, φίλος και συνομιλητής του Έλληνα στοχαστή. Στο εξώφυλλο βλέπουμε μια προσωπογραφία του Κωστή, έργο του σπουδαίου Χρόνη Μπότσογλου. Στη σελίδα 156 βλέπουμε ένα χειρόγραφο του Παπαγιώργη και θαυμάζουμε τον επιμελημένο, κομψό γραφικό του χαρακτήρα. Και στον «Εαυτό» ο Παπαγιώργης σκοπεί στο να αναλύσει, με πάντα καλομελετημένο και λίαν θελκτικό τρόπο, όσα τον είχαν απασχολήσει και στα προηγούμενα γραπτά του: τη σωματικότητα και το άυλο μέρος του εαυτού, το πνεύμα, τα πάθη, τις αισθήσεις, τις ψυχικές διακυμάνσεις, σύνολη την περιπέτεια του «εγώ» που είναι χώμα και όνειρο μαζί. Ανατρέχει σε νευροψυχιάτρους (όπως ο Ζαν Λερμίτ), ψυχολόγους (όπως ο Ντιντιέ Ανζιέ), φιλοσόφους (όπως ο Αριστοτέλης), αλλά και σε λογοτέχνες και ποιητές (όπως οι Σύλβια Πλαθ, Λέων Τολστόι, Ντ' Ανούντσιο, Πολ Βαλερύ).
3.
Η Ζυράννα Ζατέλη για τον Κωστή: «Και νομίζω πως τότε ήταν, γύρω στα σαράντα του, που ο Κωστής τα είχε κάψει όλα, είχε παίξει τη ζωή του κορώνα-γράμματα, αλλά από ένα γινάτι ή ένα θαύμα επέζησε και έζησε και τελεσφόρησε μέσ' απ' τα λάθη και τα πάθη του. Και χάρις στη Ράνια βέβαια, που τον φρόντισε και τον λάτρεψε όσο τίποτα. Χάρις, επίσης, στη δικιά του απίστευτη πειθαρχία και συνέπεια: και το κρασί είχε κόψει, και το τσιγάρο κάποτε, είχε βάλει πρόγραμμα να περπατάει κάθε μέρα δεν ξέρω πόσα χιλιόμετρα –ήταν και το ζάκχαρο γαρ–, μόνο ένα πράσινο μήλο τού επιτρεπόταν μεσημέρι ή βράδυ, σαν "γλύκισμα" υποτίθεται, και γενικώς, ως προς αυτά, ζούσε βίον ασκητού ο πρώην θύων εις τον Βάκχον». Και αλλού: «Καμιά δραματικότητα δεν είχαν οι κουβέντες μας, ποτέ, πλάκες κάναμε όποτε βρισκόμασταν, καλαμπούρια, κι αυτό ήταν που μου άρεζε –πέραν των άλλων– στον Κωστή· ότι δεν παίρναμε τον εαυτό μας στα σοβαρά, ούτε για υπαρξιακά μιλούσαμε ούτε για μεταφυσικά, κι είχα μια συστολή απέναντί του γενικώς, όπως κι αυτός σ' εμένα, αλλά και μπόλικη αβίαστη ζεστασιά – ένιωθα πως με συμπαθούσε ιδιαίτερα γιατί κι εγώ τον συμπαθούσα έτσι. Άκουγα επίτηδες αθλητικές ειδήσεις στο ραδιόφωνο όταν ήταν να τον δω, μάθαινα ονόματα ποδοσφαιριστών, μάθαινα για μεταγραφές, προπονητές και τέτοια, για να τον "ξεκουφαίνω" με τις γνώσεις μου! Το 'κανε χάζι και μου ήταν ευχάριστο, το χαιρόμουν. Κάτι φορές, δε, είχα τέτοια ρέντα –πέρα από τα ποδοσφαιρικά, εννοείται–, που μου έλεγε την άλλη μέρα η Ράνια στο τηλέφωνο πόσο καλά πέρασε ο Κωστής με τις ιστορίες μου και τι της έλεγε όταν έφευγα».