Nίκος Καχτίτσης: H επιστροφή ενός ανεπιθύμητου ήρωα. Από τον Κωστή Παπαγιώργη

Nίκος Καχτίτσης: H επιστροφή ενός ανεπιθύμητου ήρωα. Από τον Κωστή Παπαγιώργη Facebook Twitter
Γεννημένος το 1926 στη Γαστούνη, ο Νίκος Καχτίτσης πέρασε τα γνωστά βάσανα επί Κατοχής, επιστρατεύσεως και Εμφυλίου. Αν κρίνουμε από την αλληλογραφία του και τους ντόπιους ανθρώπους των γραμμάτων που συναναστράφηκε, το εξωτερικό (Αφρική - Μόντρεαλ) θα πρέπει να του έκανε πολύ καλό, καθώς απελευθερώθηκε από τον αποπνικτικό μικροαστισμό των φιλόδοξων διανοουμένων.
0

Ο Εξώστης ακολουθεί πιστότατα τη συνταγή του χαμένου «αριστουργήματος»: «Τέλος», γράφει ο τυχερός που ανακάλυψε στο υπόγειο κάποιου βιβλιοπωλείου τα χειρόγραφα που δημοσιεύει, «σημειώνω ότι μάταια προσπάθησα, χρόνια τώρα, ερχόμενος σε επαφή με κάποια αποικιακή Αρχή και με μια άλλη της βορινής Ευρώπης, μήπως ανακαλύψω το πραγματικό όνομα του συγγραφέα. Κατά τα φαινόμενα, θα μείνει για πάντα άγνωστος».

Γεννημένος το 1926 στη Γαστούνη, ο Νίκος Καχτίτσης πέρασε τα γνωστά βάσανα επί Κατοχής, επιστρατεύσεως και Εμφυλίου. Αν κρίνουμε από την αλληλογραφία του και τους ντόπιους ανθρώπους των γραμμάτων που συναναστράφηκε, το εξωτερικό (Αφρική - Μόντρεαλ) θα πρέπει να του έκανε πολύ καλό, καθώς απελευθερώθηκε από τον αποπνικτικό μικροαστισμό των φιλόδοξων διανοουμένων. Δεν γίνεται να μένεις στη Γαστούνη ή στην Ανδραβίδα και να αναμένεις από τον εαυτό σου συνταρακτικές επιτυχίες. Αντίθετα, η μετακίνηση, όσο μικρή κι αν είναι, μπορεί να μην προκαλεί σεισμούς, κατορθώνει όμως να ανανεώσει επί τα βελτίω την όποια δημιουργικότητα του γραφιά που θέλει ντε και καλά να γίνει δημιουργός, διάσημος, με έναν λόγο να δει με άλλο μάτι τον εαυτό του.

Διόλου τυχαίο, λοιπόν, ότι ο Καχτίτσης εκλέγει ως διάκοσμο του δράματος που περιβάλλει τον Στοππάκιο Παπένγκους (δωσίλογο κατά την πολιορκία της Γάνδης) όχι την Ηλεία, βέβαια, αλλά την Αφρική. Στην ξενιτιά είναι όλα διαφορετικά, όλα νέα στο μάτι, όλα εκμεταλλεύσιμα για τη γραφή. Μπορεί ο αφηγητής -που είναι και πρωταγωνιστής του δράματος- να αλληθωρίζει επικίνδυνα προς τον Ντοστογιέφσκι, τον Κάφκα ή όποιον άλλο συγγενή. Δικαιολογίες υπάρχουν, όπως η καχτιτσική: «Ήμουνα καφκικός προτού διαβάσω Κάφκα...». Και ποιος δεν ήταν, άλλωστε. Ωστόσο, το βιβλίο του Καχτίτση έχει δική του ανάσα, κινείται με δικό του διαβατήριο και κυρίως εξαντλεί με δεξιοτεχνία τον ανεπιθύμητο ήρωα, που όχι μόνο εσωτερικεύει την έξωθεν καταδίωξη αλλά κάνει τη μανία καταδιώξεως και την αυτοτιμωρία καθημερινό του δηλητήριο. Κυριολεκτικά, έχει πάρει πικρό διαζύγιο από τον εαυτό του.

Εύκολα θα συμπεραίναμε ότι η ψυχόρμητη διάθεση του Καχτίτση είναι μια μέθοδος αυτουπονόμευσης, μια ενοχοποιητική πραγματεία που το παραμικρό το διογκώνει για να καταλήξει -ενώπιον δικαστηρίου, θα λέγαμε- σε συντριβή και δικαιολογημένη καταδίκη.

Η αποξένωση, ακόμα και από το ίδιο του το σώμα, είναι εγκατεστημένη στο θυμικό του. Η σκηνή με το «τσαχαλάκι», σαν τρίχα ή σαν τα πόδια κάποιας αράχνης που τον περπατάει πίσω από τα αυτιά του, είναι εύστοχη διότι δεν περιορίζεται σε κάποια διαβατική παραίσθηση αλλά συνάμα και διωκτική, καθώς τον κάνει να νιώσει συγκρατημένα χάχανα αόρατων ακροατών. Άλλωστε, δεν ήταν μόνο χλιαρή ανάσα αλλά του προξένησε την επίμονη ιδέα ότι προερχόταναπό κάποιον βαριά άρρωστο και πιθανώς πεθαμένο. Τυχαία, μήπως, αυτογελοιογραφείται ο Καχτίτσης; «Ας ήμουνα συγγραφέας για να περιγράψω την κατάστασή μου...».

Προφανώς, αυτή η φιγούρα του μοναξιασμένου και αταίριαστου που μονάζει διακριτικά σε μια κόγχη της Αφρικής δεν είναι πλασματική.

Ο ήρωας κρατάει ημερολόγιο, άρα έχει κάποιον διάλογο με τον εαυτό του, κατέχει κάποιες καταθέσεις, συναγελάζεται με ευυπόληπτους ανθρώπους, εντούτοις, παρά τα φαινόμενα, μέσα του έχει ναυαγήσει, πιθανότατα μόνο το ημερολόγιό του είναι σε θέση να τον καταλάβει: «Ξέρω ότι θα με περάσει για τρελό αυτός που θα διαβάσει τις γραμμές αυτές. Αλλά τι μ' ενδιαφέρει τι θα πει ο κόσμος, όταν εγώ θα έχω γίνει στάχτη; Θα κάνω κι άλλες αποκαλύψεις, γιατί δεν μ' ενδιαφέρει τίποτα. Για ν' αποδείξω ότι έχω επίγνωση πως δεν είμαι στα καλά μου, προσθέτω ότι αυτά που λέω τώρα δεν συμβιβάζονται με αυτά που είπα παραπάνω για τον θάνατο που με περιμένει. Το ξέρω, το ξέρω...

Αλλά το τονίζω: τίποτα πια δεν έχει για μένα σημασία». Μπορεί να αυτοκτονεί μόνο με λέξεις, αλλά έχει την τρομερή υποψία ότι για όλα φταίει αυτός...

Στο ξενοδοχείο όπου μένει νιώθει ότι παρακολουθείται, ότι του στήνουν γελοίες παγίδες, ότι τον αποστρέφονται, ακόμη και ο Πίτερ, στον οποίο έχει δώσει το δικαίωμα να κοιμάται σε ένα από τα δωμάτιά του, τον αποστρέφεται. Τι είναι αυτός ο άνθρωπος-σκιά, αν όχι ένα σκέλεθρο που δεν αποσκοπεί στο να κερδίσει ή να χάσει κάτι; Γρήγορα ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι η παθητικότητα του κεντρικού προσώπου δεν ευνοεί την αφήγηση, παρεκτός αν ο αφηγητής αποταθεί σε τρίτα πρόσωπα. Προφανώς, ο συνταγματάρχης είναι εκμεταλλεύσιμο πρόσωπο, μόνο που η σκηνή με το λιοντάρι που διηγείται στον Στοππάκιο ξεφεύγει λίγο (τι λίγο...) από το κλίμα που έχει δημιουργήσει ο Καχτίτσης. Εδώ πλέον έχουμε παρωδία και κωμωδία, αλλά διόλου κλίμα παραλόγου και αυτοκαταστροφής της γλώσσας.

Για να ξαναβρούμε το κλίμα της αρχής, θα πρέπει να κάνουμε μεγάλο άλμα (πολλών σελίδων) και να ξαναβρούμε τον καθημαγμένο ήρωα να ακούει πλέον ψίθυρους, ρόγχους άναρθρους, που στερούνται νοήματος. Αυτά τα χρα, χρουχ, χρε, χρεχ, γρεχ, φρεχ, βρεχ, προδίδουν πλέον έναν άρρωστο άνθρωπο που ακούει φωνές. Όταν κυκλοφορεί στους διαδρόμους του ξενοδοχείου περπατάει σαν τον κάβουρα, μονόπαντα, για να μη βρεθεί κανείς πίσω του. Με μια έξοχη επίνοια ο Καχτίτσης βάζει τον ήρωά του να λέει ότι ακούει πλέον με τα μάτια, ότι τα μάτια του έχουν αποκτήσει αφή...

«Δεν έχω τίποτα πια να ελπίζω. Θα εφαρμόσω την πρωτότυπη τιμωρία που έχω σκεφτεί εδώ και μήνες. Θα διώξω τους υπηρέτες μου, για να μην έχω βοήθεια από κανέναν, και προπαντός τον κηπουρό - αυτόν από τους πρώτους. Αν και είναι χρόνια τώρα που έχει αφήσει τα κηπάρια παραμελημένα. Θα τρώω από τα αποθέματα που μου απομένουν, χωρίς να βγαίνω πλέον έξω.

Ούτε και στα κρινάκια θα πηγαίνω. Θ' αφήσω τη χλωρίδα γύρω από την έπαυλή μου να με πνίξει από όλα τα σημεία. Μεγαλώνουν εύκολα εδώ. Δεν τους δίνω διορία παραπάνω από κάνα μήνα. Μέχρι να μεγαλώσουν όλα εντελώς, σε σημείο που να με καταδικάσουν μια μέρα σε ασφυξία και να μην μπορώ να δραπετεύσω, θα έχουν τελειώσει και τα τρόφιμα. Το πολύ πολύ να φυτοζωώ με καμια μπανάνα. Εν τω μεταξύ, θα έχω εξαντληθεί για τα καλά στο σώμα από την πείνα (αφού και τώρα ακόμα σπάνια τρώω) και στην ψυχή από τις τύψεις. Έτσι θα τελειώσω. Το κυριότερο είναι ότι θα αποφύγω τον ενταφιασμό στο απαίσιο εκείνο νεκροταφείο, παράλληλα με άλλους».

Η αυτοπεριφρόνηση του αφηγητή τα μύρια όσα τεχνάσματα σοφίζεται για να υποβιβάσει τον εαυτό του και την οιαδήποτε ικμάδα ελπίδας, οι τρόποι που επινοεί για να «ξεφορτωθεί» (ματαίως) το κουφάρι του είναι αμιγώς λογοτεχνικά κατορθώματα, που δίνονται μάλιστα με πηγαία εφευρετικότητα. Προς το τέλος, σκέφτεται τη ζούγκλα αλλά και την Αμερική. «Λέω να πάω στην Αμερική και να χαθώ στην πολυκοσμία, στο χάος των γκρίζων δρόμων. Εκεί αποκλείεται να με αναγνωρίσει άνθρωπος. Θα μένω στο διαμέρισμα, ψηλά, σε κανέναν ουρανοξύστη, απ' όπου τους ανθρώπους θα τους βλέπω σαν κόκκους σκόνη. Αυτό, τώρα μου ήρθε. Καλό κι αυτό...».

Nίκος Καχτίτσης: H επιστροφή ενός ανεπιθύμητου ήρωα. Από τον Κωστή Παπαγιώργη Facebook Twitter
Τυχαία, μήπως, αυτογελοιογραφείται ο Καχτίτσης; «Ας ήμουνα συγγραφέας για να περιγράψω την κατάστασή μου...». Προφανώς, αυτή η φιγούρα του μοναξιασμένου και αταίριαστου που μονάζει διακριτικά σε μια κόγχη της Αφρικής δεν είναι πλασματική.

Εύκολα θα συμπεραίναμε ότι η ψυχόρμητη διάθεση του Καχτίτση είναι μια μέθοδος αυτουπονόμευσης, μια ενοχοποιητική πραγματεία που το παραμικρό το διογκώνει για να καταλήξει -ενώπιον δικαστηρίου, θα λέγαμε- σε συντριβή και δικαιολογημένη καταδίκη. Η φροντίδα των εκδόσεων Κίχλη δικαιολογεί τον υπότιτλο «νέα έκδοση». Το βιβλίο είναι κόσμημα, τόσο όμορφο που θα έκανε ακόμα και τον συγγραφέα να σηκωθεί από τον τάφο του.

Ειδικά τα σχόλια στο Επίμετρο είναι εύστοχα, απαραίτητα, οι επιστολές αποκαλυπτικές, τα πρόσωπα που φρόντισαν το κείμενο -με κορυφαίο τον Γονατά- προσφέρουν αποκαλυπτικές λεπτομέρειες για ένα βιβλίο που έχει δικό του δρόμο στην ντόπια παραγωγή. Στο κείμενό του ο Γιάννης Δημητρακάκης ξεχωρίζει τις δύο πιο καίριες φράσεις του αφηγητή: «Ο φακός του ματιού του μυαλού μου υποχωρεί, προχωρεί, σαν το τηλεσκόπιο που πάει να επιτύχει καθαρή εικόνα, και τα γεγονότα τα βλέπω να είναι κάτω από τον απόλυτο έλεγχό μου...». Στο άλλο άκρο τώρα, ο κακοφορμισμένος παρατηρητής φθέγγεται ανάποδα: «Το φως που έπεφτε από τον ουρανό έδινε σ' όλα τα πράγματα ένα χρώμα εχθρικό. Πώς να το πω - σαν να έριχναν έναν προβολέα πάνω μου και να με περιεργάζονταν, με υποψία, ολόκληρος ο κόσμος».

Γράφοντας για τον Ντοστογιέφσκι στον Γονατά, ο Καχτίτσης λέει τα εξής νόστιμα: «Ονομάζετε τον Ντοστογιέφσκι οργανωμένο εχθρό του ύφους. Δεν θα είναι υπερβολή αν σας πω ότι για μένα το ύφος του Ντοστογιέφσκι είναι η πεμπτουσία του ύφους. Πολλές φορές κάνω ακόμα και χοντρά συντακτικά λάθη στην προσπάθειά μου να μιμηθώ την πραγματικότητα: όταν είδε ότι τον είδα που με είδε...».

Το 1944 συλλαμβάνεται και κρατείται από τα Τάγματα Ασφαλείας, επειδή διατηρούσε αλληλογραφία με τον Λ. Μπαζό, ενταγμένο στην ΕΠΟΝ. Γράφει ο Καχτίτσης: «[...] το '44 με είχαν συλλάβει τα Τάγματα Ασφαλείας και δεν εβασανίστηκα από τον Κουρκουλάκο, που είναι σήμερα κυβερνήτης της Αγροτικής Τράπεζας, διορισμένος από τη Χούντα [...]. Το θέμα της σύλληψής μου από τα Τάγματα Ασφαλείας δεν ήταν καθόλου μικρό - μου προξένησε ανεπανόρθωτο τραύμα, με μια επιπλοκή κατά την περίοδο 1950-1952, οπότε, στην Αθήνα ευρισκόμενος, κόντεψα να πάω στο Φρενοκομείο, πάσχοντας από οξύτατο σύμπλεγμα καταδιώξεως [...]».

Nίκος Καχτίτσης: H επιστροφή ενός ανεπιθύμητου ήρωα. Από τον Κωστή Παπαγιώργη Facebook Twitter

To άρθρο δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 2012 στην έντυπη LIFO

Βιβλίο
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η ζωή και τα ήθη ενός λεσβιακού χωριού μέσα από το φαγητό

Βιβλίο / Η ζωή και τα ήθη ενός λεσβιακού χωριού μέσα από το φαγητό

Στον Μανταμάδο οι γυναίκες του Φυσιολατρικού–Ανθρωπιστικού Συλλόγου «Ηλιαχτίδα» δημιούργησαν ένα βιβλίο που συνδυάζει τη νοσταλγία της παράδοσης με τις γευστικές μνήμες της τοπικής κουζίνας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Γκάρι Ιντιάνα δεν μένει πια εδώ 

Απώλειες / Γκάρι Ιντιάνα (1950-2024): Ένας queer ήρωας του νεοϋορκέζικου underground

Συγγραφέας, ηθοποιός, πολυτάλαντος καλλιτέχνης, κριτικός τέχνης, ονομαστός και συχνά καυστικός ακόμα και με προσωπικούς του φίλους, o Γκάρι Ιντιάνα πέθανε τον περασμένο μήνα από καρκίνο σε ηλικία 74 ετών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τζούλια Τσιακίρη

Οι Αθηναίοι / Τζούλια Τσιακίρη: «Οι ταβερνιάρηδες είναι ευεργέτες του γένους»

Με διαλείμματα στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, έχει περάσει όλη της τη ζωή στο κέντρο της Αθήνας - το ξέρει σαν την παλάμη της. Έχει συνομιλήσει και συνεργαστεί με την αθηναϊκη ιντελεγκέντσια, είναι άλλωστε κομμάτι της. Εδώ και 60 χρόνια, με τη χειροποίητη, λεπτολόγα δουλειά της στον χώρο του βιβλίου και με τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» ήξερε ότι δεν πάει για τα πολλά. Αλλά δεν μετανιώνει για τίποτα απ’ όσα της επιφύλαξε η μοίρα «εις τον ρουν της τρικυμιώδους ζωής της».
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
«H woke ατζέντα του Μεσοπολέμου», μια έκδοση-ντοκουμέντο

Βιβλίο / Woke ατζέντα είχαμε ήδη από τον Μεσοπόλεμο

Μέσα από τις «12 queer ιστορίες που απασχόλησαν τις αθηναϊκές εφημερίδες πριν από έναν αιώνα», όπως αναφέρει ο υπότιτλος του εν λόγω βιβλίου που έχει τη μορφή ημερολογιακής ατζέντας, αποκαλύπτεται ένας ολόκληρος κόσμος βαμμένος στα χρώματα ενός πρώιμου ουράνιου τόξου.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Βιβλίο / Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Μια νέα ερευνητική έκδοση του Ιδρύματος Ωνάση, ευχάριστη και ζωντανή, αφηγείται την ιστορία της πολυκατοικίας αλλά και της πόλης μας με τις μεγάλες και τις μικρότερες αλλαγές της, μέσα από 37 ιστορίες.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της νεωτερικότητας

Βιβλίο / Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της εποχής μας

Το δοκίμιο «Νεωτερικότητα και χυδαιότητα» του Γάλλου συγγραφέα Μπερτράν Μπιφόν εξετάζει το φαινόμενο της εξάπλωσης της χυδαιότητας στην εποχή της νεωτερικότητας και διερευνά τη φύση, τα αίτια και το αντίδοτό της.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
«Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Βιβλίο / «Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Μια κουβέντα με τη Δανάη Σιώζιου, μία από τις πιο σημαντικές ποιήτριες της νέας γενιάς, που την έχουν καθορίσει ιστορίες δυσκολιών και φτώχειας και της οποίας το έργο έχει μεταφραστεί σε πάνω από 20 γλώσσες.
M. HULOT
«Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Βιβλίο / «Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Μια επίκαιρη συζήτηση με την εγκληματολόγο Αναστασία Τσουκαλά για ένα πρόβλημα που θεωρεί «πρωτίστως αξιακό», με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου της βιβλίου της το οποίο αφιερώνει «στα θύματα, που μάταια αναζήτησαν δικαιοσύνη».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ