Οι έξι δεκαετίες που συμπληρώνει φέτος το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είναι μία ολόκληρη ζωή. 60 χρόνια που συνδέουν πολλά, «τον Νίκο Κούνδουρο και τον Φίνο, τον Τζιμ Τζάρμους και την ψηφιακή εποχή, την ΕΜΣ, τον Β' Εξώστη με την Κατρίν Ντενέβ, τους νέους Έλληνες δημιουργούς, τον Χρυσό Αλέξανδρο με το Πρώτο Πλάνο, τον Θερμαϊκό με το παγκόσμιο σινεμά». Για να γιορτάσουν όλα αυτά που χαρακτηρίζουν και συνθέτουν το φεστιβάλ, αλλά και για να μιλήσουν για όλα αυτά που αγαπάνε και για όλους αυτούς που το αγάπησαν, ετοίμασαν μία ξεχωριστή έκδοση, κάτι μοναδικό που δεν έχει ξαναγίνει – τουλάχιστον στην Ελλάδα: ένα κόμικ 180 σελίδων που λειτουργεί ως αυτόνομο έργο, κλείνοντας όμως μέσα του όλη την ιστορία του φεστιβάλ, των ανθρώπων του και της ίδιας της Θεσσαλονίκης, με έναν τρόπο εντελώς πρωτότυπο.
«Η ιδέα ανήκει στους ανθρώπους του φεστιβάλ» λέει ο Γιώργος Γούσης, ένας από τους δημιουργούς του (οι άλλοι δύο είναι ο Παναγιώτης Πανταζής/Pan Pan και η Γεωργία Ζάχαρη), «με πλησίασαν, κάναμε ένα ραντεβού και όταν μου πρότειναν να γίνει ένα κόμικ μου άρεσε η ιδέα. Τη βρήκα πρωτοποριακή, αλλά η πρώτη μου αντίδραση ήταν κάπως αμήχανη, γιατί έπρεπε να βρούμε τι θα είναι αυτό το κόμικ – έπρεπε να γίνει κάτι μεγάλο, και όχι ένα μικρό κομιξάκι 10-20 σελίδων.
Η πόλη πρωταγωνιστεί έντονα, φαίνεται ο χαρακτήρας της και το αποτέλεσμα είναι πάρα πολύ "φεστιβαλικό". Όποιος έχει επισκεφτεί το φεστιβάλ, θα βρει τον εαυτό του με κάποιον τρόπο μέσα στο κόμικ, κι απ' την άλλη, θεωρώ ότι είναι ένα καλό κόμικ που θα διαβάσεις και του χρόνου και μετά από χρόνια.
Ο χρόνος που είχα στη διάθεσή μου ήταν πολύ λίγος, λιγότερο από 4 μήνες, κι ένα μεγάλο έργο χρειάζεται δουλειά πολλών μηνών για να βγει ωραίο. Κι επειδή δεν ήθελα καθόλου να είναι μια απλή αναδρομή, κάτι μόνο ιστορικό για το φεστιβάλ και το σινεμά, έπρεπε να βρω κάτι έξυπνο που να τα συνδέει όλα. Επίσης, έπρεπε οπωσδήποτε να φτιαχτεί μία ομάδα, έτσι απευθύνθηκα στον Pan Pan και τη Γεωργία που γνωριζόμαστε χρόνια, είναι φίλοι μου και ξέρουμε καλά ο ένας τη δουλειά του άλλου, κι έτσι αρχίσαμε να το δουλεύουμε μαζί, μέρα-νύχτα, για τρεις μήνες.
Η πρώτη σκέψη που κάναμε ήταν "τι είναι ένα φεστιβάλ κινηματογράφου"; Είναι ο χώρος που συνδέεται η ζωή των ανθρώπων που επισκέπτονται το φεστιβάλ, αλλά και αυτών που δουλεύουν εκεί, με την τέχνη. Και σε ένα φεστιβάλ πηγαίνουμε για την εμπειρία του ίδιου του φεστιβάλ ή πηγαίνουμε για τα έργα τέχνης; Ξέραμε ότι ισχύουν και τα δύο, με διαφορετική βαρύτητα κάθε φορά στο καθένα. Σκεφτήκαμε ότι το φεστιβάλ κάνει παρέμβαση στη ζωή κάποιων ανθρώπων, οπότε το στόρι έπρεπε να είναι μια ερωτική ιστορία δύο ανθρώπων που θα τους βλέπουμε μόνο στο φεστιβάλ, σε μια αναδρομή με μεγάλο χρονικό πλαίσιο. Παρατηρούμε την εξέλιξη μιας σχέσης 15-20 χρόνων, σε τρία φεστιβάλ. Το ερώτημα ήταν πώς θα παρέμβει η τέχνη στη ζωή; Πώς θα εμφανιστούν οι επισκέπτες, οι Έλληνες και οι ξένοι σκηνοθέτες που έχουν έρθει; Έτσι, οι δύο ήρωες, ο Σωτήρης και η Ντάρια, μπλέκονται με την ιστορία του φεστιβάλ, καθώς κινούνται, αγαπιούνται, μεγαλώνουν και ωριμάζουν σε τρεις εποχές του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον του.
Με τον Παναγιώτη και τη Γεωργία ετοιμάσαμε μια περίληψη αυτού του πράγματος, το προτείναμε στο φεστιβάλ, συμφώνησαν και ξεκινήσαμε από την αρχή να δουλεύουμε με όρους δημιουργικούς: μία καινούργια ιστορία, φτιαγμένη ειδικά για το κόμικ. Γιατί το φεστιβάλ για μας είναι όλη αυτή η εμπειρία που ζεις εκεί, και επειδή δεν είμαστε ντόπιοι, την έχουμε ζήσει ως επισκέπτες. Δεν είναι απλά οι ταινίες που παίζουν τα βράδια, για μας είναι ένα τελείως διαφορετικό mood συνολικά: ότι πάω Θεσσαλονίκη και είμαι στη διάθεση του φεστιβάλ, την ημέρα συναντάω φίλους, γνωστούς, οι οποίοι είτε εμπλέκονται σε κάποια ταινία, είτε δουλεύουν στο φεστιβάλ, είτε είναι απλοί επισκέπτες. Είναι και όλα τα γύρω-γύρω που έχουν ενδιαφέρον, τι κάνεις το πρωί, το βράδυ μετά την ταινία, τα πάρτι, πού κοιμάσαι, τα φλερτ, οι συναντήσεις, οι πτώσεις, υπάρχει ένα παράλληλο timeline που τρέχει, και κάθε φορά που βλέπουμε τους ήρωες έχει προηγηθεί μια ζωή και φαίνεται η διαφορά του πριν με το τώρα.
Όλα αυτά άρχισαν να κλειδώνουν αμέσως, κάπως μαγικά, επειδή δουλέψαμε αρκετά τους χαρακτήρες πριν αρχίσουμε να γράφουμε σενάριο. Αποφασίσαμε ότι θα είναι κανονικοί άνθρωποι και συζητήσαμε πάρα πολύ για αυτούς, τι θα είναι, και τους βάλαμε να "παίξουν", δεν εξυπηρετήσαμε την ανάγκη κάποιου πράγματος. Μας βοήθησαν πολύ και οι άνθρωποι του φεστιβάλ, μας παρείχαν υλικό, πήγαμε στη Θεσσαλονίκη και φωτογραφίσαμε πολλά διαφορετικά μέρη, ξεναγηθήκαμε σε όσους χώρους χρησιμοποιούνται από το φεστιβάλ, στο Ολύμπιον, στις αποθήκες, και πολλά από αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως σκηνικά. Η πόλη πρωταγωνιστεί έντονα, φαίνεται ο χαρακτήρας της και το αποτέλεσμα είναι πάρα πολύ "φεστιβαλικό". Όποιος έχει επισκεφθεί το φεστιβάλ, θα βρει τον εαυτό του με κάποιον τρόπο μέσα στο κόμικ, κι απ' την άλλη, θεωρώ ότι είναι ένα καλό κόμικ που θα διαβάσεις και του χρόνου και μετά από χρόνια. Είτε πιάσεις όλες τις αναφορές που υπάρχουν εκεί μέσα, είτε δεν πιάσεις καμία, η ιστορία βγάζει κανονικότατα νόημα. Οι αναφορές κάνουν σέρβις, κατά κάποιον τρόπο.
Επειδή υπάρχει χημεία μεταξύ μας δουλέψαμε το κόμικ όλοι μαζί, όλοι σχεδιάσαμε με μολύβια, όλοι κάναμε μελάνια, όλοι κάναμε χρώμα, δεν χωρίσαμε τη δουλειά. Κι εκεί που πήγε να γίνει πειραματικό, σχεδόν δεν φαίνεται. Τα διαφορετικά σχέδια μπλέκονται συνέχεια και μέσα στην ίδια σελίδα, επειδή δουλεύαμε διαδοχικά, κάνοντας όλοι τα πάντα. Σκεφτόμασταν σε ποιόν ταιριάζει η κάθε σκηνή περισσότερο σχεδιαστικά και ως ιδιοσυγκρασία, ακόμα και στο γράψιμο το κάναμε αυτό. Αν δεν το πάρει κάποιος που ξέρει ότι το έκαναν τρία άτομα, το αντιλαμβάνεται απλά σαν μεταβάσεις. Όπως ο Παζιέντζα άλλαζε στυλ από καρέ σε καρέ, απλά για να δώσει το συναίσθημα της στιγμής, ή στο Asterios Polyp κάθε χαρακτήρας είναι με διαφορετικό στυλ σχεδιασμένος και έχει και διαφορετικό lettering γιατί μιλάει με άλλη φωνή. Το δικό μας είναι μία ώσμωση όλων αυτών...».
Info
Το κόμικ «Φεστιβάλ» θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά και στα αγγλικά.