Αχμέτ Αλτάν: «Καμιά λέξη δεν μπορεί να περιγράψει τον βαθύ, γυμνό και αρχέγονο καημό που βιώνεις στη φυλακή» Facebook Twitter

Αχμέτ Αλτάν: «Καμιά λέξη δεν μπορεί να περιγράψει τον βαθύ, γυμνό και αρχέγονο καημό που βιώνεις στη φυλακή»

0

«Μπορείτε να με φυλακίσετε, αλλά δεν μπορείτε να με κρατάτε εδώ». Έχει ήδη καταστεί εμβληματική η φράση αυτή που βρίσκεται στο τέλος του πιο πρόσφατου βιβλίου του σπουδαίου Τούρκου λογοτέχνη Αχμέτ Αλτάν που έχει τίτλο «Δεν θα ξαναδώ ποτέ τον κόσμο». Ο 69χρονος συγγραφέας και δημοσιογράφος έχει καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη με την αστήρικτη κατηγορία της «απόπειρας ανατροπής του καθεστώτος και βρίσκεται φυλακισμένος εδώ και τρία χρόνια, από την εποχή του κύματος καταστολής που ακολούθησε την απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016 στην Τουρκία. Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από το απόσπασμα του βιβλίου που δημοσιεύτηκε αυτήν την εβδομάδα στο Paris Review υπό τον τίτλο «Ταξίδι γύρω από το κελί μου». Σ' αυτό, ο Αλτάν γράφει με συγκλονιστικό τρόπο για τη ζωή του στη φυλακή, για τα «μαγικά παράδοξα» της γραφής, για τον καημό της επιθυμίας, για τα όνειρα που δεν μπορούν να βγουν αληθινά, και για εκείνα που μπορούν, γι΄ αυτό είναι και τα πιο τρομακτικά. «Υπάρχει μια θεραπεία για τα πάντα», γράφει. «Εκτός από τη λαχτάρα».

Μπορώ να γράψω οπουδήποτε – οι ήχοι και οι κινήσεις γύρω μου όχι μόνο δεν μου αποσπούν την προσοχή, αλλά με το που ξεκινώ το γράψιμο, σταματώ να προσέχω τι συμβαίνει γύρω μου. Πηγαίνω σ' ένα αόρατο δωμάτιο όπου είμαι ολομόναχος και κόβω κάθε δεσμό με τον υπόλοιπο κόσμο.
 
Λησμονώ οτιδήποτε δεν αποτελεί μέρος αυτού για το οποίο γράφω.
 
Η λήθη είναι η μεγαλύτερη πηγή ελευθερίας που μπορεί να έχει ένα άτομο. Η φυλακή, το κελί, οι τοίχοι, οι πόρτες, οι κλειδαριές, τα προβλήματα και οι άνθρωποι – τα πάντα και οι πάντες που θέτουν όρια στη ζωή μου και μου λένε «δεν μπορείς να πας παραπέρα» σβήνουν και χάνονται.

Από τότε που ήμουν παιδί σκεφτόμουν ότι υπάρχει μια γραμμή στον ορίζοντα όπου σταματά η βροχή και αναρωτιόμουν πού να είναι. Στη φυλακή, την είδα αυτή τη γραμμή.


 
Η πράξη της γραφής υποθάλπει ένα μαγικό παράδοξο – λειτουργεί ως καταφύγιο και κρυψώνα αλλά συγχρόνως σου επιτρέπει να ανοίξεις τον εαυτό σου στον κόσμο και να απλωθείς μέσω των λέξεων στο σύμπαν.
 
Σε βοηθάει όχι μόνο να ξεχνάς αλλά και να σε θυμούνται.
 
Και όπως όλοι οι συγγραφείς, θέλω και να ξεχνάω και να με θυμούνται.
 
Η επιθυμία της λήθης είναι αθώα – όλοι κάποτε παρασύρονται σ' αυτήν και όλοι την κατανοούν.
 
Η επιθυμία να σε θυμούνται δεν είναι τόσο ανεκτή – αντιμετωπίζεται ως αλαζονική και άπληστη συμπεριφορά και προκαλεί το μένος των ανθρώπων που την βλέπουν ως μια αξίωση των θνητών σε ένα αποκλειστικά θεϊκό δικαίωμα.
 
Και έτσι είναι.
 
Γιατί όμως είναι κακό να θέλει κάποιος να κλέψει τη φωτιά που ανήκει στους θεούς; Δεν είναι ανάμεσα στ' άλλα η ανθρώπινη περιπέτεια και ένα εγχείρημα θεοποίησης;
 
Δεν μας έλκει στη διάρκεια της ζωής όλο και πιο πολύ η ιδέα της θεοποίησης μας ενώ βυθιζόμαστε όλο και πιο πολύ στις κοινοτοπίες της ανθρωπότητας; Δεν φωτίζει τον κόσμο η δημιουργική λάμψη της αέναης μάχης μας ενάντια στο θάνατο ενώ την ίδια στιγμή μας βουλιάζουν στο τέλμα οι οικτρές φιλοδοξίες όντων που λησμονούν τον θάνατο;
 
Γιατί δηλαδή να μην επιζητούμε την θεοποίηση;
 
Όταν κάποιος καταδικάζεται να ξεχαστεί σε μια πλαστική καρέκλα μέσα σ΄ ένα κελί που η σιδερένια πόρτα του κλειδώνει μόνο απ' έξω, πρέπει να ομολογήσω ότι η επιθυμία μου να με θυμούνται μου φαίνεται ότι απλά εξυπηρετεί μια ανθρώπινη ανάγκη για δικαίωση.



Καθώς γράφω, λέω «εγώ θα σας ξεχάσω αλλά εσείς θα με θυμόσαστε».
 
Πόσο απίστευτα αλαζονικό και ματαιόδοξο, ναι.
 
Παρ' όλα αυτά, προτιμότερο από την ανειλικρίνεια και την υποκριτική μετριοφροσύνη που επιζητά τον οίκτο των άλλων.
 
Το πλαστικό τραπέζι και η καρέκλα είναι για να γράφω και οι βόλτες στο προαύλιο είναι για να ονειρεύομαι.
 
Όπως όλοι οι άνθρωποι, τα όνειρά μου είναι δύο ειδών. Τα όνειρα που μπορούν να γίνουν αληθινά και τα όνειρα που ποτέ δεν μπορούν να γίνουν αληθινά.
 
Τα όνειρα που μπορούν να γίνουν αληθινά με τρομάζουν. Δεν ξέρω γιατί. Ποτέ σχεδόν δεν ονειρεύομαι πράγματα που μπορούν πραγματικά να συμβούν. Καμιά φορά όμως χάνω τον έλεγχο και παρασύρομαι στη χώρα των ονείρων που θα μπορούσαν πιθανόν να πραγματοποιηθούν. Ανάμεσα σε τέτοια όνειρα είναι και ένα σπίτι στην εξοχή, γαλήνιο κι ευτυχισμένο. Ένα ήσυχο δωμάτιο για να γράφω, ένας όμορφος κήπος, ένα ρυάκι.
 
Η αλήθεια είναι ότι για κάποιον στη θέση μου, κανένα όνειρο δεν μπορεί να ταξινομηθεί ως εφικτό, αλλά καμιά φορά ξεχνιέμαι.
 
Συνήθως όμως προσπαθώ να ξεφεύγω από τέτοια όνειρα.
 
Φοβάμαι ότι αν συνεχίσω να τα ονειρεύομαι, χάνεται κάθε ελπίδα να βγουν αληθινά.
 
Αντίθετα, ρίχνω τον εαυτό μου στα ανέφικτα όνειρα. Αυτά είναι τα όνειρα όπου μπορώ κατά βούληση να αλλάξω τον χρόνο και τον χώρο και να βρεθώ στην ηλικία και στον αιώνα της επιλογής μου. Σε μια μαγική ζούγκλα γεμάτη παιχνίδια και απολαύσεις. Εκεί παίρνω τη ζωή και την σμιλεύω σε διαφορετικό σχήμα κάθε μέρα.
 
Κάποιες φορές, εκεί ανάμεσα στα εφικτά και στα ανέφικτα όνειρα, μια εικόνα, μια φωνή, μια πρόταση μου τραβά την προσοχή και αμέσως την παίρνω και την βάζω σ΄ ένα ειδικό μέρος με σκοπό να φωλιάσει σε μια νουβέλα κάποτε.
 
Σταδιακά, αυτή η μόνη πρόταση, αυτή η μόνη φωνή, αυτή η μόνη εικόνα παίρνει σάρκα και οστά και αρχίζει να αναπαράγεται, γίνεται μια σκηνή από την οποία αναδύονται νέοι άνθρωποι και νέες φωνές, αναπτύσσεται σαν σπόρος που βλασταίνει. Βλέπω ανθρώπους, τους ακούω, τους μιλάω.
 
Τότε επιστρέφω αμέσως στο κελί και τους βάζω στο τετράδιο.
 
Τέτοιες στιγμές, νιώθω μια πελώρια χαρά. Τέτοιες στιγμές, συνειδητοποιώ ότι μια γωνιά του μυαλού στην οποία δεν έχω πρόσβαση, ετοιμάζεται να γράψει μια νέα νουβέλα χωρίς να κάνει τον κόπο να με ειδοποιήσει.
 
Η σχέση μου μ' αυτή την απρόσιτη γωνιά του μυαλού είναι περίεργη. Ξέρω ότι είναι εκεί αλλά δεν επιχειρώ να ανοίξω τις πόρτες της. Ούτε καν σκέφτομαι ότι υπάρχει. Μόνο περιμένω να ωριμάσουν και να αναδυθούν όλες αυτές οι σκηνές, όλοι αυτοί οι άνθρωποι και να μου πουν στον πιο ανύποπτο χρόνο «ξεκίνα να γράφεις, τι περιμένεις...».



Οι βόλτες μου στο προαύλιο είναι γεμάτες περισυλλογή, έντονο διάλογο με τον εαυτό μου, όνειρα και σκηνές μιας νέας νουβέλας.
 
Ο περίβολος της φυλακής έχει τις δικές του εποχές, τους δικούς του ήλιους, τις δικές του βροχές. Τον χειμώνα, ο ήλιος ίσα που γδέρνει τις κορυφές από τα τοιχώματα. Την άνοιξη, λάμπει σε μια γωνία μόνο. Το καλοκαίρι, το φως μπορεί να φτάσει μέχρι και το κέντρο της αυλής. Δεν υπάρχει εποχή όμως που να φτάνει ο ήλιος σε όλο το προαύλιο. Υπάρχει μια πλευρά που είναι πάντα στη σκιά.
 
Από τότε που ήμουν παιδί σκεφτόμουν ότι υπάρχει μια γραμμή στον ορίζοντα όπου σταματά η βροχή και αναρωτιόμουν πού να είναι.
 
Στη φυλακή, την είδα αυτή τη γραμμή.
 
Έβρεχε μόνο στο μισό προαύλιο. Είτε το σύννεφο τελείωνε ακριβώς πάνω από τη μέση της αυλής είτε οι τοίχοι εμπόδιζαν τη βροχή να πέφτει πέρα από μια συγκεκριμένη γραμμή.
 
Έπαιζα σαν παιδί με τη βροχή στο προαύλιο: έκανα ένα βήμα μπροστά και βρεχόμουν, έκανα ένα βήμα πίσω και ήμουν στεγνός.
 
Το μισό προαύλιο στεγνό, το μισό βρεγμένο με μια αυστηρή γραμμή να χωρίζει τα δύο μέρη. Μου φάνηκε σαν θαύμα. Ίσως και να ήταν θαύμα.
 
Νωρίς ένα βράδυ με πήρε ο ύπνος και όταν ξύπνησα το φεγγάρι έλαμπε πάνω από το ατσάλινο κελί. Το φως του έμοιαζε να καλύπτει ολόκληρο σχεδόν τον ουρανό. Η θεά αυτού του ασημένιου φωτός με τις σκοτεινές μπλε αποχρώσεις με γέμισε φόβο. Ήταν τρομακτικό να βλέπεις κάτι τόσο όμορφο μέσα από τη φυλακή. Χωρίς δισταγμό, σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα κάτω.
 
Κάθε τόσο περνάνε αεροπλάνα πάνω από το προαύλιο. Τα βλέπω κι από το παράθυρο του κελιού όταν ξαπλώνω τις νύχτες. Ταξιδεύουν προς τις ελεύθερες χώρες. Όποτε τα κοιτάζω, θυμάμαι αυτή τη χαρακτηριστική οσμή που έχουν οι καμπίνες των αεροπλάνων, θυμάμαι τα δικά μου ταξίδια, θυμάμαι να προσγειώνομαι σε μια ξένη πόλη μ' ένα σκίρτημα ενθουσιασμού και προσμονής.
 
Ζω στην ίδια φυλακή που είναι και ο αδελφός μου ο Μεχμέτ Αλτάν, αλλά μας έχουν σε διαφορετικά κελιά και δεν μας επιτρέπουν να μείνουμε μαζί. Όταν πρωτοήρθε στη φυλακή, ένας κρατούμενος που πληροφορήθηκε από τους φρουρούς την άφιξή του, του φώναξε από το διπλανό προαύλιο: «Μεχμέτ, εδώ πρέπει να ξεχάσεις τον έξω κόσμο, αλλιώς θα περάσεις πολύ άσχημα».
 
Σοφή συμβουλή, αναμφισβήτητα.
 
Πρέπει να ξεχάσεις ότι υπάρχει ζωή μακριά από 'δω.
 
Είναι αδύνατον όμως να απαλλαγείς από την επιθυμία. Μπορείς να ξεχάσεις τη ζωή, δεν μπορείς όμως να ξεχάσεις τους ανθρώπους που αγαπάς και κάθε όμορφο πράγμα που τυχαίνει να δεις μεγαλώνει αυτόν τον καημό.
 
Είναι κάποιες φορές που τέτοιες κρίσεις αβάσταχτης λαχτάρας είναι τόσο έντονες που νιώθεις τα πνευμόνια σου να ραγίζουν, σα να παλεύει να βγει ένα πλάσμα από μέσα σου. Αισθάνεσαι ότι πεθαίνεις. Τέτοιες στιγμές, πρέπει να κινηθείς για να ξεφύγεις απ' αυτό το πλάσμα.
 
Αν είναι μέρα, βγαίνεις στο προαύλιο. Περπατάς και περπατάς και περπατάς. Για ώρες. Μέχρι να ηρεμήσεις.
 
Τη νύχτα όμως τι γίνεται; Δεν έχεις πού να πας, πού να περπατήσεις, προς τα πού να κινηθείς. Μόνο μια καρέκλα για να κάτσεις. Οι πόρτες είναι κλειδωμένες. Αυτές είναι οι πιο δύσκολες ώρες των ταξιδιών μου μέσα στο κελί.
 
Με κάποιο τρόπο, έρχεται και μια περίεργη αίσθηση ενοχής να αναμιχθεί με την επιθυμία. Θυμώνεις με τον εαυτό σου επειδή «δεν της είπες πότε πόση αγάπη νιώθεις για εκείνη» όταν μπορούσες. Στην πραγματικότητα της το είχες πει, τούτη τη στιγμή όμως εδώ μέσα σου φαίνεται ότι το έχεις αμελήσει. Απλά θα ήθελες τόσο πολύ να μπορείς να της το πεις τώρα, είναι όμως αδύνατον. Κάτι τέτοιες στιγμές είναι που συνειδητοποιείς πραγματικά ότι οι πόρτες είναι κλειδωμένες.
 
Θυμάσαι το πρόσωπό της, θυμάσαι τη φωνή της, θυμάσαι το άγγιγμά της, θυμάσαι τη μυρωδιά της, θυμάσαι το γέλιο της, θυμάσαι τα πράγματα που κάνατε μαζί.
 
Είναι αδύνατο να περιγράψεις αυτόν τον καημό που βιώνει κανείς στη φυλακή. Είναι τόσο βαθύς, τόσο γυμνός, τόσο αρχέγονος. Καμιά λέξη δεν μπορεί να είναι τόσο γυμνή και αρχέγονη. Είναι ένα συναίσθημα που δεν μπορείς να περιγράψεις με λόγια. Μπορούν να το περιγράψουν μόνο τα γρυλίσματα και τα βογκητά ενός σκυλιού που μόλις το πυροβόλησαν.
 
Για να γίνει αντιληπτό αυτό το συναίσθημα θα έπρεπε να μπορεί να ακούσει κανείς τον εσωτερικό θρήνο των φυλακισμένων. Ποτέ όμως αυτός δεν ακούγεται.
 
Υπάρχει μια θεραπεία για τα πάντα. Εκτός από τον καημό.
 

__________________ 

Με στοιχεία από τη δημοσίευση στο Paris Review αποσπάσματος της πρόσφατης μετάφρασης στα αγγλικά του βιβλίου του Μεχμέτ Αλτάν, «Δεν θα ξαναδώ ποτέ τον κόσμο».
Μετάφραση: Δ. Πολιτάκης

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Κανείς δεν ήξερε ότι ήταν μαύρη: Η εξωπραγματική ιστορία της επιμελήτριας του JP Morgan

Βιβλίο / Κανείς δεν ήξερε ότι ήταν μαύρη: Η εξωπραγματική ιστορία της επιμελήτριας του JP Morgan

Υπεύθυνη για τα πιο πολύτιμα αποκτήματα της ιδιωτικής συλλογής του διάσημου τραπεζίτη, η απέριττα κομψή βιβλιοθηκάριος Μπελ ντα Κόστα Γκριν ήταν μαύρη αλλά εμφανιζόταν ως λευκή στον αφρό της υψηλής κοινωνίας μέχρι και τον θάνατό της το 1950.
THE LIFO TEAM
Leslie Absher: «Κόρη κατασκόπου, queer κορίτσι» 

Βιβλίο / Κόρη κατασκόπου, queer κορίτσι, συγγραφέας

Η Αμερικανίδα δημοσιογράφος Leslie Absher μάς ξεναγεί στο «Σπίτι με τα μυστικά», εκθέτοντας ταυτόχρονα την προσωπική της πορεία προς την απελευθέρωση, την «ελληνική» της εμπειρία και τις εντυπώσεις της από τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ. 
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Πολυτεχνείο - Ένα παραμύθι που δεν λέει παραμύθια»

Βιβλίο / Το Πολυτεχνείο έγινε κόμικ: Μια νέα έκδοση για μια μονίμως επίκαιρη εξέγερση

Παραμονές της φετινής επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, οι εκδόσεις Red ‘n’ Noir κυκλοφόρησαν ένα έξοχο κόμικ αφιερωμένο σε αυτή, που το υπογράφουν ο συγγραφέας Γιώργος Κτενάς και ο σκιτσογράφος John Antono.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Γιατί δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τον Μάλκολμ Λόουρι και το «Κάτω από το ηφαίστειο»

Βιβλίο / Το μεγαλόπνοο «Κάτω από το ηφαίστειο» του Μάλκολμ Λόουρι, μια προφητεία για την αποσύνθεση του κόσμου

Οι αναλογίες μεταξύ του μυθιστορηματικού βίου του Βρετανού συγγραφέα και του κορυφαίου έργου του είναι παραπάνω από δραματικές, όπως και αυτές μεταξύ της υπαρξιακής πτώσης του και του σημερινού, αδιέξοδου κόσμου.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ψέμα μέχρι αποδείξεως του εναντίου

Βιβλίο / Ψέμα μέχρι αποδείξεως του εναντίου

Στο νέο του βιβλίο, «Ψέματα που μας έμαθαν για αλήθειες», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα, ο Νικόλας Σμυρνάκης καταρρίπτει 23 μύθους που μας καταπιέζουν, βοηθώντας μας να ζήσουμε ουσιαστικότερα.
ΜΑΡΙΑ ΔΡΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ
Βασίλης Σωτηρόπουλος: «Έχουν γίνει μεγάλα βήματα στη νομοθεσία για τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, υπάρχουν όμως ακόμα σημαντικά κενά»

Βιβλίο / Βασίλης Σωτηρόπουλος: «Έχουν γίνει μεγάλα βήματα στη νομοθεσία για τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, υπάρχουν όμως ακόμα σημαντικά κενά»

Μια διαφωτιστική συζήτηση με τον γνωστό δικηγόρο παρ’ Αρείω Πάγω και συγγραφέα με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του ΛΟΑΤΚΙ + Δικαιώματα & Ελευθερίες (εκδ. Σάκκουλα), ένα μνημειώδες όσο και πολύτιμο βοήθημα για κάθε ενδιαφερόμενο άτομο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Βασιλική Πέτσα: «Αυτό που μας πάει μπροστά δεν είναι η πρόοδος αλλά η αγάπη»

Βιβλίο / Η Βασιλική Πέτσα έγραψε ένα μεστό μυθιστόρημα με αφορμή μια ποδοσφαιρική τραγωδία

Η ακαδημαϊκός άφησε για λίγο το βλέμμα του κριτή και υιοθέτησε αυτό του συγγραφέα, καταλήγοντας να γράψει μια ιστορία για το συλλογικό τραύμα που έρχεται να προστεθεί στις ατομικές τραγωδίες και για τη σημασία της φιλικής αγάπης.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Μιχάλης Γκανάς: Ο ποιητής της συλλογικής μας μνήμης

Απώλειες / Μιχάλης Γκανάς (1944-2024): Ο ποιητής της συλλογικής μας μνήμης

«Ό,τι με βασανίζει κατά βάθος είναι η οριστική απώλεια ανθρώπων, τόπων και τρόπων και το ανέφικτο της επιστροφής». Ο σημαντικός Έλληνας ποιητής έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Queer»: Το μυθιστόρημα της στέρησης που πόνεσε τον Μπάροουζ

Βιβλίο / «Queer»: Το μυθιστόρημα της στέρησης που πόνεσε τον Μπάροουζ

Μια αναδρομή στην έξοχη, προκλητική όσο και «προφητική» νουβέλα του Ουίλιαμ Μπάροουζ στην οποία βασίστηκε η πολυαναμενόμενη ταινία του Λούκα Γκουαντανίνο που βγαίνει σύντομα στις κινηματογραφικές αίθουσες.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ