Η ζωή μας ίσως να μην ήταν τόσο ένδοξη αν δεν μεσολαβούσε η ύστατη στιγμή του χαίρε, η ακροτελεύτια λάμψη του αποχαιρετισμού, η σιωπηρή τελεία που απειλεί να σαρώσει κάθε σημαντική ή ασήμαντη πράξη: καλλιτέχνες, ποιητές, επιστήμονες, όλοι είναι ανυπεράσπιστοι την ώρα που εκείνος θα ορίσει, όπως στην παρτίδα σκάκι στην κινηματογραφική «Έβδομη σφραγίδα», την τελευταία του κίνηση.
Πολλά έχουν γραφτεί γύρω από την εποποιία του θανάτου, μια έννοια που διεκδίκησαν επί ίσοις όροις θρησκεία και φιλοσοφία για να επαναπροσδιορίσουν το περιεχόμενο της μεταφυσικής, ενώ οι θεωρητικοί κλάδοι προφανώς δεν θα υπήρχαν αν ο θάνατος δεν επέβαλε στα στοχαστικά τους περάσματα την πανίσχυρη παρουσία του.
Μπορεί ο Χάιντεγκερ να αντέστρεψε τους όρους και να έκανε τον θάνατο σημείο εκκίνησης αντί τέλους, αλλά ήξερε ότι ήταν η εμπειρία του επικείμενου θανάτου που έδωσε στον «Ιβάν Ιλίτς» του Τολστόι τον αυθεντικό ή μη χαρακτήρα της ύπαρξής του.
Πολλοί, βέβαια, ξεπερνώντας τα φιλοσοφικά ή τα ανθρωπολογικά μονοπάτια, φάνηκαν να στέκονται πιο περιπαικτικά απέναντί του, κάπου στο μεταίχμιο μεταξύ λογοτεχνίας και ποίησης, χαρίζοντάς του μια παράδοξη υπόσταση: από τον Μπέκετ έως τον Μαλαρμέ και τον παράξενο Ιγκίτορ του, που πεθαίνει έξω από τα όρια του θανάτου, «πτώμα που έγινε από το απλωμένο χέρι του μυστικού που κρατούσε», όπως έγραφε ο Μορίς Μπλανσό στον «Χώρο της λογοτεχνίας» (μτφρ. Δημήτρης Δημητριάδης, Πλέθρον), «σε αυτό το παιχνίδι που παίζεται μέσα στο γεγονός του θανάτου, όχι εναντίον του τυχαίου ή μαζί με το τυχαίο αλλά μέσα σε εκείνη την περιοχή όπου τίποτα δεν μπορεί να συλληφθεί, μήπως αυτή η σχέση με την αδυνατότητα μπορεί να προεκταθεί ακόμα περισσότερο ώστε να λάβει χώρα ένα Ωσάν με το οποίο θα άρχιζε να σχηματίζεται και ο ίλιγγος του έργου, ένα παραλήρημα που συγκροτείται "από μια μικρή θαρραλέα λογική" από ένα "είδος γέλιου που μεριμνά", "βωβού εξιλαστηρίου"»;
Σε αυτήν ακριβώς τη θαρραλέα αβεβαιότητα που παραμένει ασύλληπτη ως θεωρητική σκέψη, σε αυτό το ενδιάμεσο που τολμάει να μιλάει για τον θάνατο περιπαίζοντας την ισχυρή παρουσία του, σαν να εξαπάτησε με κίβδηλο οβολό τον θρασύτατο βαρκάρη του, φαίνεται να στήνει ο Κυριάκος Χαρίτος τη δικό του πανηγυρική παρέλαση του θανάτου. Δίνοντας την αίσθηση ότι εικονοποιεί δυναμικά τον θάνατο για να εκδικηθεί την επίγεια παρουσία του με τρόπο παιγνιώδη και σοβαρό, φτιάχνοντας ένα δικό το μόρφωμα που διαβάζεται ως ποίηση αλλά και ως αλλόκοτο μανιφέστο, στήνει μια άκρως πρωτότυπη «Μικρή εγκυκλοπαίδεια του θανάτου» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στερέωμα.
Στόχος του συγγραφέα δεν ήταν να γράψει άλλο ένα θεωρητικό δοκίμιο για το θνήσκειν, μια πραγματεία για τις παράδοξες ατραπούς των πολλαπλών εκδοχών του τέλους αλλά να δει τον θάνατο ως πρόσωπο, ως πρωταγωνιστή της δικής του, άρα και της δικής μας προσωπικής υπαρξιακής παρωδίας. Αρκεί να φανταστούμε τον θάνατο ως χαρακτήρα για να απομυθοποιήσουμε το κραταιό του εύρος, τη δύναμη που έχει να καθορίζει τους οριστικούς αποχαιρετισμούς, τους μεγάλους έρωτες ακόμα και τις επιγραφές στις επιτύμβιες στήλες.
Στόχος του συγγραφέα δεν ήταν να γράψει άλλο ένα θεωρητικό δοκίμιο για το θνήσκειν, μια πραγματεία για τις παράδοξες ατραπούς των πολλαπλών εκδοχών του τέλους, αλλά να δει τον θάνατο ως πρόσωπο, ως πρωταγωνιστή της δικής του, άρα και της δικής μας προσωπικής υπαρξιακής παρωδίας.
Στον βαθμό που όλοι γινόμαστε κοινωνοί των διαφορετικών εκδοχών του θανάτου και ξέρουμε ότι αυτός δεν έρχεται πάντα ντυμένος με το ίδιο κουστούμι, καθώς άλλοτε φθάνει απρόσκλητος και άλλοτε σαν κάτι που περιμέναμε από καιρό, απειλητικός αλλά ακόμα και σωτήριος, ο Χαρίτος θεώρησε καλό να αποκαλύψει τις πολλαπλές του όψεις: κάποια στιγμή τον φαντάζεται «να έρχεται να διακόψει ένα υπαρξιακό στρίμωγμα που ενδεχομένως να βασανίζει είτε το υποκείμενο είτε αυτούς που μένουν πίσω», όπως συμβαίνει με τον τυχαίο θάνατο ενός φρικτού δολοφόνου (Ο θάνατος της διευκόλυνσης), άλλοτε «έχουμε να κάνουμε με έναν θάνατο τόσο ακριβή και λεπτολόγο, που καταντά σχεδόν ανίερος, σχεδόν αβάσταχτος και ορισμένες φορές απλά εκνευριστικός», όπως όταν κάποιος πεθαίνει γιατί κάτι απρόσμενο προέκυψε, σαν κάτι που ξεκόλλησε από μια πινακίδα (Ο θάνατος της χρονικής υπομονάδας), άλλοτε μιλάμε για έναν θάνατο ευγενή που έρχεται στον ύπνο σου και χωρίς να το καταλάβεις.
Εν ολίγοις, είναι άπειρα τα είδη των θανάτων που περιγράφονται στο βιβλίο ως μικρές σκηνικές αναπαραστάσεις, εμπλουτισμένες από τις άπειρες εκφραστικές δυνατότητες και την ικανότητα της αστείρευτης εικονοποιίας που διαθέτει ο συγγραφέας: από τον πιο ηρωικό και αστείο θάνατο έως τον θάνατο του θεϊκού αγγίγματος (θεοτήτων και μυθικών όντων), όπου η ποινή του θανάτου «μειώνεται» σε αυτό που ονομάζουμε Μεταμόρφωση. Σαν μια «μετάπλαση», όπως την αποκαλεί ο Χαρίτος, του όντος σε κάτι πέραν του ανθρώπινου, ουσιαστικά σε μια νέα μορφή ζωής.
Την ίδια στιγμή όμως το βιβλίο, εκτός από την ευφάνταστη σύλληψη των διαφορετικών εκδοχών του θανάτου, διαθέτει μια πιο στοχαστική έγνοια ως θεωρητικό υπόστρωμα που καθορίζει τις πολλαπλές εκδοχές του πρωταγωνιστή-θανάτου και αυτό έχει κυρίως να κάνει με το ότι η τελευτή είναι για τον συγγραφέα αποτέλεσμα μιας τυχαιότητας, μιας περίπλοκης εξίσωσης ή μάλλον καλύτερα μιας κληρωτίδας που διαχειρίζονται δυο ιέρειες οι οποίες φημολογείται ότι είναι αδελφές, ενώ άλλοι λένε ότι πρόκειται για μάνα και κόρη, με τη μία να ρίχνει έναν κλήρο υπέρ της γέννησης και η άλλη υπέρ του θανάτου.
Πολλές φορές, μάλιστα, χρειάζεται να γίνει εκ νέου κλήρωση, οπότε σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για «μετατόπιση πεπρωμένου» ή, καλύτερα, για αβλεψία, όπως την αποκαλεί ο συγγραφέας.
Σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος μπορεί να συλλαμβάνει τις πλέον λεπτές αποχρώσεις της παρουσίας του θανάτου, με τις διαφοροποιητικές εκδοχές του να χαρίζουν και τον τίτλο σε κάθε κεφάλαιο – και εκεί ακριβώς έγκειται το χάρισμα του βιβλίου. Παρότι, για παράδειγμα, ο συγκεντρωτικός θάνατος που αναφέρεται σε περιπτώσεις μαζικού θανάτου, π.χ. «η μαζική εκτέλεση και μαζική δηλητηρίαση, τα πυρηνικά πειράματα που εξαϋλώνουν ολάκερες πόλεις και βεβαίως η γενοκτονία», μοιάζει με τον πολλαπλασιαστικό θάνατο, οι δυο θάνατοι διαφοροποιούνται στις ελάχιστες, ευφάνταστες λεπτομέρειες, όπως σε κάθε ωραίο, μακάβριο πίνακα τον οποίο διαπερνούν γενναίες δόσεις χιούμορ (ποιος ξεχνάει ότι ακόμα και ο Βαν Γκογκ έκανε τον θάνατο να καπνίζει;).
Σε αυτές ακριβώς τις πινελιές, λοιπόν, ο Χαρίτος αποδεικνύει το εξαίσιο συγγραφικό του φλέγμα. Γράφει, εν προκειμένω, για τον πολλαπλασιαστικό θάνατο (mors multiplicatoris): «Θα μπορούσε κανείς να παρομοιάσει όλον αυτό τον πολύπλοκο σχεδιασμό με ένα δίκτυο χιλιάδων κατόπτρων τοποθετημένων με τέτοια γεωμετρική ακρίβεια, ώστε να καταφέρουν να αντικατοπτρίσουν μια ηλιαχτίδα χωρίς διακοπή ή αστοχία από μια βραχώδη σχισμή αλπικής βουνοκορφής και να τη μεταδώσουν/μεταφέρουν σε ένα σπήλαιο του ιδίου γεωλογικού συγκροτήματος τέσσερα χιλιόμετρα κάτω από τη γη».
Στο πλαίσιο, λοιπόν, της λογικής ότι η παρούσα ζωή είναι που σκηνοθετεί την έλευση του τέλους, αφού, όπως έλεγε ο Ηράκλειτος, «θάνατος είναι όλα όσα βλέπουμε ξύπνοι, τα υπόλοιπα είναι ύπνος», ο Χαρίτος δεν χαρίζεται στην εύκολη δραματοποίηση, στην τραγωδία ή σε ευκολοχώνευτη παραμυθία ούτε εκλαμβάνει τον θάνατο ως αποτέλεσμα μιας κακοστημένης φάρσας.
Ξεκαθαρίζοντας τόσο στην εισαγωγή όσο και στον επίλογο ότι δεν διεκδικεί τις δάφνες της επιστημονικότητας, στόχο έχει προφανώς να εκπλήξει και να «τσιμπήσει» τις άκρες της ύπαρξής μας, να μας παρασύρει ώστε να δούμε έστω από μια παράνομη τρύπα στον τοίχο, σαν τα πιτσιρίκια το σινεμά τα παλιά τα χρόνια, αυτό που φοβόμαστε να δούμε ως μεγάλη εικόνα. Επομένως, σαράντα διαφορετικές καταγραφές του θανάτου έρχονται να ξορκίσουν το ένα και απαράμιλλο γεγονός, αν όχι να τον μετατρέψουν σε τιμωρό, αγύρτη, σκανδαλιάρη έφηβο, γελωτοποιό, ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί στη θεατρική ενατένιση μιας τέτοιας οριακής, άρα ποιητικής συνθήκης.
Όλοι όσοι έχουν διαβάσει την ποιητική σάγκα του «Σπουν Ρίβερ», αυτή την ευφυώς σκωπτική ποιητική ανθολογία του Έντγκαρ Λι Μάστερς (δυστυχώς εξαντλημένο από τον εκδότη), ξέρουν πολύ καλά πόσο οι ίδιοι οι νεκροί μπορούν να φτιάξουν μια διασκεδαστική εικονοποιία από τον Κάτω Κόσμο, ζωγραφίζοντας τους τοίχους του Άδη με πολύχρωμες τοιχογραφίες.
Αυτή την αίσθηση ότι ο Κυριάκος Χαρίτος τόλμησε να αντικρίσει τον θάνατο με περισσή αυθάδεια, ευρηματική φαντασία και διάχυτη ποιητικότητα, χωρίς να παραλείπει τίποτα από την ατελεύτητη περιπτωσιολογία του, είναι που κρατάει κανείς από τη «Μικρή εγκυκλοπαίδεια του θανάτου».
Προσωπικά, θα επιλέξω τον θάνατο από ομορφιά (mors ex pulchritudo) ή αλλιώς τον «θάνατο της εκχυλίσεως» που «επιτρέπει στο υποκείμενο να ενωθεί με την Ομορφιά καθώς ανοίγει –θα μπορούσαμε να πούμε διά παντός– τα σύνορά του, καταργώντας τα φθαρτά του όρια. Σαν να σβήνει κανείς με τη γομολάστιχα το περίγραμμα ενός πεπερασμένου σώματος ώστε το σκίτσο/σχεδίασμα να γίνει ένα με τη νοητή και απέραντη λευκή επιφάνεια πάνω στην οποία πρωτοσχεδιάστηκε. Σημειώνουμε εδώ πως η χρήση του κεφαλαίου "Ο" δεν είναι τυχαία, κάθε άλλο. Υπονοεί την ολική/αρχέγονη/προ και μετά θάνατον ασύνορη Ομορφιά ως αναπόσπαστο και θεμελιώδες στοιχείο του σύμπαντος, καθώς και την απειρότητα της φύσης της».