Ποιος είπε ότι ο Θησαυρός του Χρόνου είναι το κύκνειο άσμα του Μένη Κουμανταρέα; Στην πραγματικότητα, όταν το πιο προσωπικό, το πιο εξομολογητικό από τα έργα του όδευε στο τυπογραφείο και η απειλή από το λέμφωμα που τον ταλαιπωρούσε έμοιαζε να 'χει απομακρυνθεί, εκείνος ξεκινούσε αμέσως το επόμενο βιβλίο του, αποφασισμένος να αξιοποιήσει δημιουργικά όσο διάστημα του απέμενε. «Πώς αλλιώς θα γεμίζω τις μέρες μου; Θα πεθάνω από πλήξη!» έλεγε στους δικούς του ανθρώπους. Τα πράγματα, βέβαια, κύλησαν διαφορετικά. Ο καρκίνος του αποδείχτηκε επίμονος και, λίγο πριν υποστεί έναν ακόμη κύκλο από ακτινοβολίες, το νήμα της ζωής του κόπηκε βίαια. Το γραπτό του, πάντως, πρόλαβε και το τελείωσε.
Ωστόσο, αν τον εμπιστευτούμε, ο Κουμανταρέας, στα τελευταία του, έχοντας ήδη αποκαλύψει στον Θησαυρό τις σκοτεινές όψεις των νυχτερινών του περιπλανήσεων, είχε καταπιαστεί με ένα από τα ελάχιστα, το μεγαλύτερο ίσως, ταμπού της εποχής μας.
Σχεδόν δύο μήνες από τη δολοφονία του, κανείς από το στενό του περιβάλλον δεν έχει σαφή αίσθηση της νουβέλας που άφησε πίσω του. Η ανιψιά του Αλεξάνδρα Τράντα, που από τότε που θυμάται τον εαυτό της ήξερε πως θα κληθεί κάποτε να διαχειριστεί την πνευματική κληρονομιά του, ομολογεί πως δεν έχει βρει ακόμα το κουράγιο να διαβάσει πέρα από τις πρώτες γραμμές. Αυτό που ξέρει είναι πως «ο ίδιος θεωρούσε τη νουβέλα ολοκληρωμένη και ήθελε οπωσδήποτε να τη δώσει για δημοσίευση» και πως από τη μεριά της θα σεβαστεί κάθε επιθυμία του. Ο Άγις Μπράτσος, σταθερός επιμελητής των βιβλίων του από τη δεκαετία του '90, δηλώνει παντελή άγνοια. Ούτε ο γραμματέας του, Θάνος Φωσκαρίνης, είχε αποκτήσει πρόσβαση στο κείμενο – «από μέρα σε μέρα το περίμενα για να το περάσω στο κομπιούτερ». Ωστόσο, αν τον εμπιστευτούμε, ο Κουμανταρέας, στα τελευταία του, έχοντας ήδη αποκαλύψει στον Θησαυρό τις σκοτεινές όψεις των νυχτερινών του περιπλανήσεων, είχε καταπιαστεί με ένα από τα ελάχιστα, το μεγαλύτερο ίσως, ταμπού της εποχής μας. «Κάποια στιγμή», ισχυρίζεται ο Φωσκαρίνης, «τον ρώτησα τι ήταν αυτό που έγραφε. Κι ο Μένης, "κάτι μάλλον τολμηρό" μου απάντησε, "γιατί θίγει και το ζήτημα της παιδεραστίας"...».
Στα κατάλοιπα του συγγραφέα υπάρχουν κι άλλα ανέκδοτα κείμενα, αποκηρυγμένα τα περισσότερα, όχι όμως και καταδικασμένα να μείνουν κρυμμένα. Ανάμεσά τους, πρώιμα διηγήματα από τα εφηβικά του χρόνια, ιστορίες που δεν έκρινε σκόπιμο να εντάξει στη συλλογή Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω, το πρόπλασμα μιας εκτενέστερης σύνθεσης με τίτλο Πειραιώτικο Μυθιστόρημα, καθώς και μια νουβέλα, Η Ουρανία, που είχε αρχίσει να τη γράφει το 1967 και μια πρώτη μορφή της οποίας είχε διαβάσει σε φίλους του στο σπίτι του ποιητή Νίκου Παναγιωτόπουλου, παρουσία του Στρατή Τσίρκα. Όπως φαίνεται από σημείωμα του συγγραφέα με ημερομηνία 24/1/03, οι απόπειρές του να τη βελτιώσει «τόσο το 1972 αλλά και πολύ αργότερα, στο τέλος της δεκαετίας του '90» στάθηκαν άκαρπες: «Δεν την έσκισα, ελπίζοντας πάντα σε μια καλυτέρευση. Νομίζω πως δεν πρέπει να δημοσιευτεί αλλά να μείνει στο αρχείο σαν δείγμα των αναζητήσεών μου εκείνης της εποχής και βοήθημα σε όσους από τους μελλοντικούς μελετητές του έργου μου θελήσουν να περιλάβουν αποσπάσματα σε μελέτες τους».
Όλα τα παραπάνω κείμενα, όπως και το μεγαλύτερο μέρος του αρχείου του, έπειτα από δική του δωρεά τον Δεκέμβριο του 2012, φυλάσσονται σήμερα στο ΕΛΙΑ, που λειτουργεί υπό την αιγίδα του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας σε ένα νεοκλασικό πίσω από τη Μητρόπολη (Αγίου Ανδρέου 5). Η Σοφία Μπόρα που το ταξινόμησε και που αυτές τις μέρες ολοκληρώνει την περιγραφή του είχε την τύχη να δουλέψει πάνω σ' ένα αρχειακό υλικό χωρίς αρνητικά συναισθήματα –«μια κατάφαση προς τη γραφή, τη ζωή, τον άνθρωπο!»–, το οποίο, απλωμένο σε 80 κουτιά, περιλαμβάνει οτιδήποτε σχετίζεται με τη δημόσια εικόνα του συγγραφέα.
«Είναι εντυπωσιακό», λέει η κ. Μπόρα, «πόσο σεβόταν ο Κουμανταρέας τη συνθήκη της επικοινωνίας. Χάρη στη μεγάλη αναγνωσιμότητα και τη δημοφιλία του, οι δημοσιογράφοι ζητούσαν τη γνώμη του για πάρα πολλά θέματα, όχι μόνο σχετικά με τη δουλειά του, κι εκείνος, πολύ καταδεχτικά, απαντούσε κάθε φορά επί της ουσίας». Σ' ένα τρίμηνο περίπου, όταν η περιγραφή του αρχείου θα 'χει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του ιδρύματος, οποιοσδήποτε θελήσει να μελετήσει το εργαστήρι του –πανεπιστημιακός, ερευνητής, απλός πολίτης, ακόμα και οι μαθητές του Δημοτικού είναι καλοδεχούμενοι στο ΕΛΙΑ– θα 'χει στη διάθεσή του συγκεντρωμένα όλα τα απαιτούμενα υλικά. Απ' ό,τι φαίνεται, ο δημιουργός της Βιοτεχνίας Υαλικών, της Κυρίας Κούλας, της Φανέλας με το εννιά, επεξεργαζόταν πολύ τα κείμενά του. Οι διαφορές από τη μια γραφή στην άλλη, έτσι όπως αποτυπώνονται στα αραιογραμμένα δακτυλόγραφά του, με τις δικές του σημειώσεις επάνω αλλά και τις υποδείξεις όσων συμβουλευόταν κατά καιρούς, είναι τεράστιες. «Δεν προχωρούσε μόνο σε γλωσσικές αλλαγές» εξηγεί η κ. Μπόρα. «Πολύ συχνά, άλλαζε και τη δομή των έργων του, δίνοντας διαφορετικές κατευθύνσεις στην πλοκή».
Αν κρίνουμε από το περιεχόμενο των αντίστοιχων φακέλων, δύο τουλάχιστον μυθιστορήματα, το Νώε (Κέδρος, 2003) και το Θάνατος στο Βαλπαραΐζο (Πατάκης, 2013), μέχρι να τα δημοσιεύσει τα είχε γράψει και ξαναγράψει άπειρες φορές. Το πρώτο, έργο με πολλά συμβολικά και αυτοβιογραφικά στοιχεία, όπου πρωταγωνιστεί ένας Αθηναίος πάτερ φαμίλιας, καταπιεσμένος ομοφυλόφιλος, το είχε ξεκινήσει στα τέλη της δεκαετίας του '50, πριν ακόμη γνωρίσει την κατοπινή του σύντροφο Λιλή, αλλά το είχε αφήσει στην άκρη ημιτελές. «Κατά διαστήματα το ξανάπιανε και το προχωρούσε», λέει σήμερα ο Φωσκαρίνης, «αλλά μετά ερχόταν και πάλι σε αδιέξοδο. Κι αυτό, ίσως επειδή ο ίδιος δεν έτρεφε ούτε υπαρξιακές ούτε μεταφυσικές αγωνίες, κι αν κατέφευγε στην αλληγορία, ήταν κυρίως για να σαρκάσει τον θεσμό του γάμου και της οικογένειας».
Οι πρώτες γραφές του Θάνατος στο Βαλπαραΐζο χρονολογούνται από το 1994. Το να καταπιαστεί μ' έναν ηγέτη όπως ο Χόνεκερ, μετά την πτώση του Τείχους, αποτελούσε τεράστια πρόκληση για τον Κουμανταρέα, ενώ και η σύντομη παραμονή του τη δεκαετία του '70 στο Βερολίνο με υποτροφία ήταν μια εμπειρία που δεν ήθελε ν' αφήσει ανεκμετάλλευτη. «Σε αντίθεση, όμως, με τον Βασίλη Βασιλικό ή τον Θανάση Βαλτινό», συνεχίζει ο Φωσκαρίνης, «δεν ήταν και τόσο ενήμερος για τα πολιτικά και τα ιδεολογικά ζητήματα. Το στοιχείο που πρώτευε πάντα για κείνον ήταν το προσωπικό». Έπειτα από τρία χρόνια τριβής με το συγκεκριμένο σχέδιο, αποθαρρυμένος και από τις κρίσεις φίλων που εμπιστευόταν, το παράτησε. Είχε μάλιστα φτάσει στο σημείο να δηλώσει πως όσο ζούσε δεν θα το δημοσίευε ποτέ. Παρ' όλα αυτά, συνέχισε να το παλεύει και ήδη από το 2004 του είχε δώσει μια μορφή πολύ κοντινή στην τελική. Όπως έλεγε παραμονές της έκδοσής του τον Μάρτιο του 2013 στην «Ελευθεροτυπία», «πιστεύω ότι είναι ένα ώριμο έργο, όπου και την κόκκινη τρομοκρατία δείχνω και την ανικανότητα της Δύσης να τα βγάλει πέρα μόνη της χωρίς το αντίπαλο δέος του κομμουνισμού».
Το διαμέρισμα του συγγραφέα στην οδό Ζακύνθου, στην Κυψέλη, ως τόπος εγκλήματος, παραμένει για την ώρα σφραγισμένο από την Αστυνομία. Εκεί βρίσκονται ακόμα οι φάκελοι με την αλληλογραφία του καθώς και το φωτογραφικό αρχείο του, που κάποια στιγμή θα μεταφερθούν κι αυτοί στο ΕΛΙΑ.
Σύμφωνα με τη Σοφία Μπόρα, που στο παρελθόν ασχολήθηκε και με τα αρχεία του Τέλλου Άγρα, του Άρη Αλεξάνδρου, της Διδώς Σωτηρίου και της Έλλης Παππά, δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι ένας συγγραφέας θα φροντίσει ν' αποθησαυρίσει κάθε ίχνος της διαδρομής του. Ο Κουμανταρέας, εντούτοις, είχε αναθέσει στον Φωσκαρίνη την τακτοποίηση του αρχείου του από το 1998, εκτιμώντας πιθανότατα την προηγούμενη δουλειά του ίδιου πάνω στα κατάλοιπα της Μελισσάνθης και της Έλλης Αλεξίου. Τον γνώριζε από μαθητή, με αφορμή την έκδοση μιας ανθολογίας από τα παιδιά του 25ου Αρρένων, και χάρη σε δική του προτροπή δημοσίευσε –με καθυστέρηση μισού αιώνα– τη νεανική, αυτοβιογραφική του νουβέλα Οι αλεπούδες του Γκόσπορτ που δεν θυμόταν καν την ύπαρξή της.
Ο Φωσκαρίνης είναι πεπεισμένος πως η συγγραφική πορεία και ο τρόπος έκφρασης του Κουμανταρέα σημαδεύτηκαν καθοριστικά από την παρουσία της γυναίκας του, στην οποία έδειχνε πάντα τα χειρόγραφά του: «Τα Μηχανάκια, το Αρμένισμα και εν μέρει τα Καημένα ήταν πιο ακραία, πιο επιθετικά απ' τα βιβλία που ακολούθησαν ως και την Ξεχασμένη Φρουρά» λέει. «Με εξαίρεση τον Νώε, όλα όσα γράφτηκαν υπό τη σκιά της Λιλής δεν φλερτάρουν το ίδιο με το στοιχείο της πρόκλησης. Από τον θάνατό της και μετά, όμως, τα πράγματα άλλαξαν μέσα του. Θεωρώ πως η ζωή του Μένη κινήθηκε ανάμεσα σε δύο άξονες: της επιθυμίας και της ενοχής. Η επιθυμία είχε καθαρά ερωτικό χαρακτήρα. Η δε ενοχή δεν πήγαζε μόνο από την ικανοποίηση της επιθυμίας αλλά και από μια αίσθηση κοινωνικής και οικονομικής υπεροχής. Καρπός της ενοχής και εξιλέωση ταυτόχρονα ήταν τα βιβλία του».
Το διαμέρισμα του συγγραφέα στην οδό Ζακύνθου, στην Κυψέλη, ως τόπος εγκλήματος, παραμένει για την ώρα σφραγισμένο από την Αστυνομία. Εκεί βρίσκονται ακόμα οι φάκελοι με την αλληλογραφία του καθώς και το φωτογραφικό αρχείο του, που κάποια στιγμή θα μεταφερθούν κι αυτοί στο ΕΛΙΑ. Δεν είναι μόνο ο Βασιλικός με τον οποίο είχε ανταλλάξει επιστολές ο Κουμανταρέας στα νιάτα του αλλά και ο Λευτέρης Βογιατζής, καθώς και ο κοσμοπολίτης κριτικός Κρίτων Χουρμουζιάδης, που είχε ασκήσει πάνω του μεγάλη επιρροή, ενώ κατά καιρούς διατηρούσε αλληλογραφία και με τον Τσίρκα, τον Δημήτρη Χατζή, τον Κώστα Ταχτσή ή τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο. Αυτούς τους φακέλους ο ίδιος καθυστερούσε να τους σκαλίσει, ανέβαλλε την τακτοποίησή τους διαρκώς. Ούτε στα παλιά του γραπτά του άρεσε να επιστρέφει, είτε επειδή πίστευε ότι έχουν κάνει τον κύκλο τους, είτε επειδή δυσφορούσε με το να θυμάται το παρελθόν. Τον τελευταίο καιρό, όπως διατείνεται ο Φωσκαρίνης, είχε πιάσει να καταγράφει τα όνειρά του. Σ' ένα από εκείνα, μάλιστα, που του είχε αφηγηθεί, πρωταγωνιστούσε, λέει, ο πατέρας του, που τον κυνηγούσε από δωμάτιο σε δωμάτιο σε έξαλλη κατάσταση. Ποιος ξέρει; Ίσως μια μέρα οι μελετητές του Κουμανταρέα έρθουν αντιμέτωποι και με τους εφιάλτες του.
Οι «Βικτωριανοί» τιμούν τον Μένη Κουμανταρέα
Για τον συγγραφέα θα μιλήσουν οι ποιητές Τ. Πατρίκιος και Γ. Μαρκόπουλος και οι συγγραφείς Ελιάνα Χουρμουζιάδου και Βαγγέλης Ραπτόπουλος. Αποσπάσματα από έργα του διαβάζουν οι ηθοποιοί Εύα Κουταμανίδου, Στ. Μάινας και Σμ. Σμυρναίου.
Κινηματοθέατρο Τριανόν, Κοδριγκτώνος 21 & Πατησίων, 2108215469, Δευτέρα 9/2. Ώρα έναρξης: 21.00 μ.μ.,facebook.com/viktwrianoi