Ο Αντώνης Γεωργίου είναι συγγραφέας και ποιητής από τη Λεμεσό, όπου ζει εργάζεται ως δικηγόρος. Τα βιβλία που έχει εκδώσει έχουν βραβευτεί με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (Γλυκιά Bloody Life, εκδ. Το Ροδακιό, 2006), με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος και το Βραβείο Λογοτεχνίας Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ένα αλπούμ ιστορίες, Το Ροδακιό, 2014), ενώ το θεατρικό του έργο Αγαπημένο μου πλυντήριο έχει κερδίσει το Βραβείο Θεάτρου Κύπρου το 2005 και έχει μεταφραστεί στα γαλλικά. Το Ένα αλπούμ ιστορίες έχει εκδοθεί σε οχτώ χώρες και συνεχίζει να μεταφράζεται.
Το τελευταίο του βιβλίο Η Ανάσα των δίπλα, που κυκλοφόρησε πριν από μερικές μέρες, είναι μια συλλογή διηγημάτων με ιστορίες καθημερινότητας και απόγνωσης, γραμμένες με έναν τρόπο που πλέον είναι μοναδικός και αναγνωρίσιμα δικός του: σε κοινά ελληνικά αλλά και στην κυπριακή διάλεκτο των Ελλήνων της Κύπρου, με έναν λόγο παραληρηματικό και σαρωτικό και μια αφήγηση χωρίς ανάσα. Ο Αντώνης Γεωργίου είναι μια πολύ ξεχωριστή περίπτωση συγγραφέα που θα έπρεπε να είχε μεγαλύτερη προβολή στην Ελλάδα.
«Μεγάλωσα μέχρι τα δεκατέσσερα σε ένα χωριό κοντά στη Λεμεσό, τον Ύψωνα, προάστιο πια, ενωμένο σχεδόν με την πόλη», λέει. «Τότε ήταν αλλιώς, τα χρόνια δύσκολα, ήταν λίγο καιρό μετά τον πόλεμο του 1974. Με αυτό το χωριό πια με συνδέει μόνο το νεκροταφείο του, όπου σχετικά πρόσφατα θάφτηκαν οι γονείς μου. Έχει αλλάξει, αλλά κάποιες περιοχές όχι τόσο, τουλάχιστον για μένα που αναγνωρίζω σημάδια, αχνάρια από την παιδική μου ηλικία, που είναι καθοριστική για τη ζωή μας. Από εκείνη την εποχή έχω κρατήσει και έχω απωθήσει πολλά, αλλά σίγουρα κουβαλώ κάτι από το χωριό κι αυτό δεν με ενοχλεί. Είχα γράψει κάποτε αυτούς τους στίχους:
Γεννηθήκαμε σε χωριά και μας λείπει το θράσος της πόλης
Μάθαμε όμως να ζούμε σε διαμερίσματα
με μπαλκόνια φορτωμένα λουλούδια
και θέα σε πλοία και φεγγάρια.
Στο κάτω κάτω, παιδιά ξαπλώναμε στο χώμα
ανάμεσα στις παπαρούνες και τις μαργαρίτες
και κοιτάζαμε τον ήλιο κατάματα.
Την ξιπασιά της πόλης θα φοβηθούμε τώρα;
— Είχαν οι γονείς σου σχέση με τα γράμματα;
Οι γονείς μου δεν είχαν καμία σχέση με τα γράμματα. Εκτός από ότι, όπως όλοι οι Κύπριοι της γενιάς τους και όχι μόνο, αναγνώριζαν τη σημασία της μόρφωσης, των σπουδών για μια καλύτερη ζωή για τα παιδιά τους.
Η μητέρα μου ασχολούνταν με αγροτικές δουλειές –είχαμε ένα μικρό αμπέλι, χαρουπιές, ελιές– και με το σπίτι, ο πατέρας μου ήταν οικοδόμος στα νιάτα του, μετά οδηγός φορτηγού. Εκείνη αναγκάστηκε να αφήσει νωρίς το σχολείο για να βοηθήσει στο μεγάλωμα των άλλων παιδιών, ο πατέρας μου τελείωσε το Δημοτικό και ήταν περήφανος γι’ αυτό. Δεν θυμάμαι βιβλία στο σπίτι, σίγουρα όχι λογοτεχνία, εκτός από κάποια δώρα από θείους και μια εγκυκλοπαίδεια που τότε θεωρούνταν απαραίτητη για τη μόρφωσή μας.
Αν με ρωτάς πώς εγώ ασχολήθηκα με το γράψιμο, χρόνια μετά σκέφτομαι πως από τη μητέρα μου πήρα την ανάγκη να λέω ιστορίες, να αφηγούμαι, το έχω αναφέρει και στο Ένα αλπούμ ιστορίες: η μάνα μου, νομίζω, έχει έναν μοναδικό τρόπο να διηγείται ιστορίες, είναι λες και όλα πάνω της μιλούν, όχι απλώς το στόμα αλλά και τα μάτια, τα φρύδια, το πρόσωπο, το σώμα της ολόκληρο. […] κάποιες δεν ήταν καν ακριβώς ιστορίες, ήταν δυο-τρεις προτάσεις, σαν επιγραμματικοί τίτλοι, ο τρόπος όμως που τα έλεγε, που χρωμάτιζε τη φωνή της και κουνούσε χέρια, κεφάλι, ώμους, μεταμόρφωνε κάθε λέξη και μας ξυπνούσε τη φαντασία. Νομίζω ήθελα να φτάσω αυτή την ικανότητά της να φτιάχνει κόσμους από το πουθενά και να ξυπνάω τη φαντασία των αναγνωστών.
Δεν μου αρέσουν οι τελείες, νομίζω. Παραέχουν σιγουριά για μένα. Προτιμώ αυτήν τη συνεχή αφήγηση που δεν τελειώνει. Ούτε κι όταν τελειώσει το βιβλίο. Όσο υπάρχει ζωή συμβαίνουν πράγματα και γεγονότα και οι άνθρωποι τα αφηγούνται με πολλούς τρόπους. Δεν μπαίνει τελεία σε αυτό.
— Από πότε γράφεις;
Δεν υπάρχει κάποια σαφής στιγμή που άρχισα να γράφω. Θα πω το κλισέ πως πάντα έγραφα. Στο σχολείο, για παράδειγμα, έγραφα «καλές εκθέσεις», μετά ποιήματα ή ό,τι νόμιζα ότι ήταν ποιήματα, ιστορίες και διηγήματα. Μου άρεσε συνέχεια να παρατηρώ γύρω μου και να ψάχνω προεκτάσεις σε οτιδήποτε παρατηρούσα, αλλά να φαντάζομαι και τι προηγήθηκε, να φτιάχνω ιστορίες, στο μυαλό μου και στο χαρτί.
Αυτό όμως, νομίζω, δεν είναι αρκετό. Κομβικό σημείο είναι όταν αποφασίζεις πως θέλεις να δώσεις προς τα έξω όσα γράφεις. Όταν σκεφτείς ότι μπορεί ν’ αφορούν και κάποιον άλλο αυτά που γράφεις. Δεν ξέρω πώς γίνεται αυτή η μετάβαση, απλώς συμβαίνει: συσσωρεύονται εντός μας διάφορα και αποκτούν μια νέα διάσταση. Ξαφνικά, χωρίς να μπορώ να εξηγήσω το γιατί, ένιωσα έτοιμος να προχωρήσω με το πρώτο μου βιβλίο.
Θα πω ακόμα ένα κλισέ: γράφουμε επειδή προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε. Και δεν εννοώ την επικοινωνία σε πρώτο επίπεδο αλλά με μια ευρύτερη έννοια. Και όχι μόνο με τους άλλους αλλά και με τον εαυτό μας. Το γράψιμο δεν ικανοποιούσε ακριβώς μία ή περισσότερες ανάγκες μου, ήταν για μένα μια τεράστια ζωτική, υπαρξιακή ανάγκη, ένιωθα πώς δεν μπορούσα αλλιώς και συνέχιζα και επέμενα μέχρι τα γραπτά μου να βρουν τον δρόμο τους, μια ανάγκη που όσο με «πίεζε» τόσο μου πρόσφερε και ένα είδος ελευθερίας.
— Τώρα γράφεις για τον ίδιο λόγο;
Νομίζω ναι. Είμαι πιο ευτυχής διότι έχει ανταπόκριση αυτό που κάνω. Μικρή ή μεγάλη, ξέρω ότι θα βρει κάποιον αναγνώστη ή θεατή. Αλλά παραμένει το ίδιο, είναι οξυγόνο για μένα: μου δίνει ανάσες, πολλές ανάσες και ας είναι κάποτε δύσκολο, επίπονο.
Δεν το λέω ως παράπονο. Έχω τη συνήθεια να δουλεύω και να δουλεύω και να δουλεύω ξανά κάποια κείμενα, ο διαθέσιμος χρόνος για το γράψιμο όσο πάει γίνεται λιγότερος, υπάρχει πίεση, απογοητεύσεις συχνά. Είναι όμως τόσο αναζωογονητική η στιγμή όταν κάθομαι και γράφω, και όσο η ανάγκη αυτή συνεχίζει να υπάρχει, θα συνεχίσω να το κάνω, και ελπίζω να υπάρχει για καιρό.
— Με τι διαβάσματα μεγάλωσες;
Δεν είχαμε πολλά βιβλία στο σπίτι, διάβαζα όμως ό,τι έβρισκα. Θυμάμαι επίσης κάποιες φθηνές εκδόσεις παραμυθιών, πολλά κόμικς που κυκλοφορούσαν τότε, βίους αγίους από μια γειτόνισσα στο χωριό, μέχρι και τα αισθηματικά Άρλεκιν!
Γενικά, μεγάλωσα με δανεικά βιβλία. Τα πρώτα δικά μου βιβλία, με εξαίρεση κάποια δώρα, τα απέκτησα αφού τελείωσα τις σπουδές μου. Δανεικά από γείτονες, συμμαθητές, συμφοιτητές, από το βιβλιοθήκη του σχολείου, του δήμου... Και διάβαζα εντελώς άναρχα κλασικούς και μη, αριστουργήματα, κάποια άλλα όχι και τόσο. Πολλές φορές διάβασα βιβλία σε λάθος χρόνο, επανήλθα σε κάποια αργότερα, σε άλλα όχι.
Μπορώ να αναφέρω αρκετούς συγγραφείς που με ενθουσίασαν, που αγαπώ, που νιώθω να με άλλαξαν κι ας μην μπορώ να το εξηγήσω. Αν πρέπει να αναφέρω κάποιον, θα ήταν ο Μίλαν Κούντερα, που νιώθω ότι τον διάβασα την κατάλληλη εποχή και συνέχισα να τον διαβάζω μέχρι τα τελευταία του βιβλία. Πάντοτε με αγγίζουν, κι ας μην με έχουν ενθουσιάσει όλα. Με επηρέασε ως άνθρωπο η «γνωριμία» μαζί του, φοιτητής τότε σε μια Μόσχα που άλλαζε δραματικά, στη δεκαετία των είκοσι, όταν κι εμείς αλλάζουμε. Η επαφή μου μαζί ήταν καθοριστική, η προσέγγισή του σε ζητήματα της ύπαρξης, στους έρωτες (γελοίους και μη), στο σεξ αλλά και σε ιδεολογικά θέματα.
Θυμάμαι ότι με μια φίλη είχαμε επινοήσει τον όρο «κουντερίζω», προσεγγίζω δηλαδή τη ζωή με τον τρόπο του Κούντερα, όπως εμείς τον αντιλαμβανόμασταν, με ένα τρόπο όχι τόσο κυνικό όσο απομυθοποιητικό, απογυμνωμένο.
— Σπούδασες Νομική στη Μόσχα. Πώς βρέθηκες εκεί;
Στη Μόσχα πήγα το 1989. Είχα κερδίσει υποτροφία σε έναν «διαγωνισμό αυτομόρφωσης». Θυμάμαι πως στο υλικό που κληθήκαμε να μελετήσουμε ήταν ένα βιβλίο με διηγήματα του Χρίστου Χατζήπαπα, με θέματα από την τότε σύγχρονη πραγματικότητα της Κύπρου.
Ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα –ακούγεται ίσως αφελές– την ύπαρξη των Κύπριων λογοτεχνών, το ότι ένας Κύπριος γραφεί για τον τόπο του κι αυτό το βιβλίο εκδίδεται στην Αθήνα και προκαλεί ενδιαφέρον. Χρειάζεται, νομίζω, να κοιτάζουμε πίσω και γύρω μας όσοι γράφουμε, να ξέρουμε τι υπήρχε και τι υπάρχει γύρω μας σε επίπεδο λογοτεχνίας.
— Πώς ήταν η ζωή, σε σχέση με την Κύπρο;
Η ζωή ήταν πολύ διαφορετική στη Μόσχα στα πάντα, από τον καιρό και τα μεγέθη μέχρι το σύστημα. Ήταν και η εποχή που πήγα παράξενη, δύσκολη για τον ρωσικό λαό και γεμάτη ανατροπές. Πήγα στη Σοβιετική Ένωση, αποφοίτησα από τη Ρωσική Ομοσπονδία – το πτυχίο μου έχει ανάγλυφο τον θυρεό της Σοβιετικής Ένωσης με το σφυροδρέπανο και σφραγίδα με τον δικέφαλο αετό της Ρωσίας.
Έζησα επτά χρόνια εκεί, βιώσαμε τις δυσκολίες των αλλαγών, την κατάρρευση του συστήματος, την αρχή του καινούργιου που σε εκείνο το στάδιο παρέσυρε μαζί του αρκετό κόσμο, κυρίως την παλαιότερη γενιά που δεν μπορούσε να βρει τον ρυθμό στις νέες συνθήκες, σε έναν σκληρό καπιταλισμό.
Θυμάμαι ατέλειωτες συζητήσεις και αναλύσεις για τον κομμουνισμό και τον σοσιαλισμό. Θυμάμαι την άρνησή μου όταν πρωτοπήγα να παραδεχτώ τις αδυναμίες και τα λάθη του τότε συστήματος, παρότι τα έβλεπα γύρω μου. Ακολούθως παρατηρούσα τις συγκρούσεις, τις διαδηλώσεις, τις εκατοντάδες γριούλες στο μετρό να ζητιανεύουν πουλώντας βιβλία, λουλούδια και σπίρτα, το πάθος των νέων, κυρίως, για αλλαγή, πόσο το εκμεταλλεύτηκαν αυτό κάποιοι, πόσο εύκολα οι χτεσινοί τοπικοί γραμματείς του κόμματος γίνονταν οι πρώτοι «μπίζνεσμεν» της χώρας, την ανάδειξη τόσο της πάμπλουτης νέας ελίτ όσο και του νέου προλεταριάτου.
Νομίζω ότι το πιο καθοριστικό για μένα τότε ήταν το γεγονός ότι απελευθερώθηκα από βεβαιότητες και δόγματα χωρίς να απομακρυνθώ τελικά από τις πεποιθήσεις μου. Έχω ένα σχετικό διήγημα στη Γλυκιά bloody life, αλλά νιώθω πως χρωστώ ένα βιβλίο σ’ εκείνη την περίοδο της ζωής μου στη Ρωσία.
— Η ρωσική λογοτεχνία σε επηρέασε; Είναι πολύ ιδιαίτερη η ρωσική ιδιοσυγκρασία.
Προφανώς θα έχω επηρεαστεί από πολλούς συγγραφείς και βιβλία, κυρίως υποσυνείδητα. Θεωρώ πως απ' όλα έχουμε επιρροές. Κυρίως όμως, νομίζω, ότι επηρεάζομαι από ανθρώπους και καταστάσεις. Από ένα βλέμμα, μια έκφραση του προσώπου, μια φράση.
Συνεπώς, έχοντας ζήσει εκείνη την κρίσιμη περίοδο στη Μόσχα, θα έχω επηρεαστεί απ' όσα έβλεπα, από το πώς άλλαζαν δραματικά οι ζωές των ανθρώπων, από την αστάθεια, την αβεβαιότητα, την ανασφάλεια. Αλλά και τη γενικότερη ρωσική ιδιοσυγκρασία που αναφέρεις, η οποία αντικατοπτρίζεται στη λογοτεχνία τους. Άρα μάλλον αντίστροφα: έχοντας το πλεονέκτημα να έχω ζήσει σε αυτήν τη χώρα, να γνωρίσω ανθρώπους, τόπους, νοοτροπίες, ακόμα και στερεότυπα, ίσως να μπορώ να τη «διαβάσω» αυτή την ιδιοσυγκρασία διαυγέστερα.
— Πώς τα βλέπεις τα πράγματα με τον Πούτιν και την επίθεση στην Ουκρανία;
Είμαι από αυτούς που δεν πίστευαν ότι θα γινόταν εισβολή, τουλάχιστον σε αυτή την έκταση, ή, έστω, ήλπιζα (και εθελοτυφλούσα;) πως δεν θα έφτανε σε αυτό το σημείο η κατάσταση.
Γνωρίζω από κοντά τις στενές σχέσεις μεταξύ των δύο λαών. Είχα τότε συμφοιτητές από την Ουκρανία που αν με ρωτήσεις τώρα αν ήταν Ρώσοι ή Ουκρανοί δεν μπορώ να σου πω, γνωρίζω ανθρώπους που προέρχονται από μεικτές οικογένειες. Γνώριζα την κατάσταση που επικρατούσε στην ανατολική Ουκρανία, αλλά για μένα δεν δικαιολογεί τη ρωσική εισβολή που αφήνει πίσω της τόση καταστροφή: ισοπεδωμένες πόλεις, νεκρούς, πρόσφυγες ξανά.
Δεν είμαι από αυτούς που ανακάλυψαν σήμερα ότι γίνονται πόλεμοι στον κόσμο. Οι λαοί των Βαλκανίων, της Μέσης Ανατολής, του κόσμου σχεδόν όλου γνωρίζουν πόσο εύκολα μπορεί να αλλάξει η ζωή από τη μια στιγμή στην άλλη και να βρεθούν πρόσφυγες και κυνηγημένοι. Ούτε κατατάσσω τους πρόσφυγες σε κατηγορίες, δεν ξεχνώ την υποκρισία της Ευρώπης απέναντι στου πρόσφυγες που πνίγονταν, και συνεχίζουν, στις ακτές της.
Μπορούμε να κάνουμε με τις ώρες γεωπολιτικές αναλύσεις για το τι συμβαίνει στην Ουκρανία, η ουσία όμως είναι ότι ο Πούτιν με την απόφασή του για τη εισβολή δεν έλυσε κανένα πρόβλημα, ούτε πιστεύω ότι θα λύσει, και οι συνέπειές της είναι ανυπολόγιστες για την Ουκρανία κυρίως αλλά και για την ίδια τη Ρωσία, την Ευρώπη, τον κόσμο όλο.
— Τα διηγήματα του Γλυκιά Bloody life είναι γραμμένα στην κοινή ελληνική γλώσσα. Πόσο μεγάλο ήταν το ρίσκο να γράψεις ένα μεγάλο μέρος του Ένα αλπούμ ιστορίες στην κυπριακή διάλεκτο; Εννοώ για το ελληνικό κοινό που δεν είναι εξοικειωμένο με διαλέκτους. Το νέο ελληνικό κοινό δυσκολεύεται να διαβάσει ακόμη και Παπαδιαμάντη.
Στα διηγήματα του Γλυκιά Bloody life επίσης υπάρχουν σκόρπιες φράσεις και λέξεις στα κυπριακά. Ήταν μια πρώτη προσπάθεια αυτή να γράψω στα κυπριακά. Είχα δοκιμάσει και με μεγαλύτερα αποσπάσματα στα κυπριακά, δεν τα έβαλα όμως, φοβήθηκα ίσως τότε τη χρήση της διαλέκτου.
Με το Ένα αλπούμ ιστορίες ήμουν πιο σίγουρος, πιο έτοιμος. Και οι συνθήκες ήταν διαφορετικές αλλά και το ίδιο το βιβλίο με οδήγησε εκεί. Δεν μπορούσα να μιλήσω για την Κύπρο σε πρώτο πρόσωπο, δεν γινόταν να ακουστούν οι ιστορίες του τόπου και να μη χρησιμοποιηθεί η κυπριακή ελληνική (στην Κύπρο υπάρχει και η διάλεκτος των Τουρκοκυπρίων). Θα ήταν ψεύτικο, νομίζω, το αποτέλεσμα. Κατά κάποιον τρόπο με διάλεξε η διάλεκτος, δεν τη διάλεξα. Από την άλλη, μεγάλο μέρος του βιβλίου είναι γραμμένο στην κοινή.
Όσο για τους αναγνώστες, είτε στην Κύπρο –διότι και σ' εμάς εδώ δεν ήταν τόσο εύκολο να διαβάζουμε τη διάλεκτο– είτε στην Ελλάδα, πιστεύω πως είναι και θέμα συνήθειας. Είναι δύσκολο γενικότερα, στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, της συνεχούς εναλλαγής εικόνων και πληροφοριών να διαβάζει πλέον κανείς ένα βιβλίο, πόσο μάλλον όταν είναι γραμμένο σε διάλεκτο.
Και όπως αναφέρεις, ναι, είναι δύσκολο για το νέο ελληνικό κοινό να διαβάσει τη Φόνισσα κι αυτό είναι τόσο κρίμα. Αλλά αν δώσει κανείς λίγο χρόνο (πολύτιμο αγαθό στην εποχή μας…), σιγά-σιγά σε κερδίζει η γλώσσα – και η ιστορία βέβαια.
Ελπίζω πως αυτό μπορεί να συμβεί και με το Ένα αλπούμ ιστορίες αλλά και με την Ανάσα των δίπλα, όπου επίσης υπάρχουν κάποια διηγήματα στην κυπριακή. Ιδιαίτερα διότι υπάρχει η εναλλαγή διαλέκτου και κοινής, αυτό το μείγμα των γλωσσικών μέσων που χρησιμοποιούμε, λες και το βιβλίο εκπαιδεύει τον αναγνώστη του. Σίγουρα το Αλπούμ κάποιους θα τους ζόρισε ή θα τους αποθάρρυνε. Από την άλλη, αρκετούς φαίνεται να τους γοήτευσε.
Όπως και να είναι, για εμάς τους λογοτέχνες από την Κύπρο η διάλεκτος είναι ένας γλωσσικός πλούτος. Η δυνατότητα, η επιλογή αν θες, να γράψουμε σε διάλεκτο, εφόσον το θέλουμε, είναι ουσιαστική, ζωτική, έχει σχέση με τη ταυτότητά μας και αντισταθμίζει τις δυσκολίες που ξέρουμε ότι θα συναντήσει ένα βιβλίο μας για να διαβαστεί από ένα ευρύτερο κοινό.
— Πόσο δύσκολο ήταν να χρησιμοποιήσεις την κυπριακή και να εκφραστείς πλήρως λογοτεχνικά σε αυτή;
Επειδή τα διαβάσματά μας, οι επιρροές μας οι λογοτεχνικές, είναι γραμμένα στην κοινή νεοελληνική, το να γράψεις στη διάλεκτο έχει δυσκολίες. Δεν ξέρω αν μπορώ να εκφραστώ πλήρως λογοτεχνικά στα κυπριακά. Μεγάλο μέρος από το Ένα αλπούμ ιστορίες έχει μια προφορικότητα, όποτε ήταν πιο εύκολη η χρήση της διαλέκτου.
Υπήρχαν άλλες δυσκολίες όμως. Προσπάθησα να διαφοροποιώ την κυπριακή και σε συνάρτηση με τη γενιά αυτού που μιλά. Χρειάστηκε να διαβάσω, να ακούσω αλλά και να ανασύρω από τη μνήμη μου παλιές φωνές. Μετά ήταν η ανάγκη να υπάρχει μια ομοιομορφία στη γραφή, διότι υπάρχουν κάποιοι κανόνες, ακόμα και αν δεν συμφωνούν όλοι. Γίνεται τώρα μια προσπάθεια περαιτέρω τυποποίησης, ίσως να προκύψει και ένας πλήρης ψηφιακός «ορθογράφος» της κυπριακής ελληνικής.
Έχω χρησιμοποιήσει και στο θέατρο τη διάλεκτο, στα τελευταία πολυπρόσωπα έργα μου που αφορούν τη σύγχρονη κυπριακή πραγματικότητα. Θεωρώ σημαντικό ηθοποιοί και θεατές να μιλάνε και να ακούνε αντίστοιχα τη γλώσσα με την οποία επικοινωνούν στην καθημερινότητά τους και αυτό φαίνεται πως λειτούργησε σε μεγάλο βαθμό, καθώς με τη διάλεκτο επιτυγχάνεται ένα πρώτο επίπεδο αμεσότητας.
Πιστεύω πώς θα επιτύχουμε, η γενιά μου και νεότεροι, να πάμε τη χρήση της κυπριακής ελληνικής ένα βήμα πιο πέρα. Ήδη η Λουίζα Παπαλοΐζου στο βραβευμένο Βουνί της μπόρεσε να αφηγηθεί, να περιγράψει, να στοχαστεί εξαιρετικά στα κυπριακά, με ποιητικό λόγο ενίοτε και αναπτύσσοντας το δικό της λογοτεχνικό ύφος.
— Έχει αλλάξει κάτι τα τελευταία χρόνια με τη χρήση των τοπικών διαλέκτων στη λογοτεχνία και στην Κύπρο;
Ναι, σε μεγάλο βαθμό πιστεύω. Η χρήση των κυπριακών στη λογοτεχνία, στο θέατρο αλλά και στα σχολεία ή σε πιο επίσημο λόγο ήταν (και παραμένει) ένα διαφιλονικούμενο ζήτημα με πολιτικές διαστάσεις. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η διάλεκτος να χλευαστεί ως κατώτερη και ως δείγμα αγραμματοσύνης, να υποτιμηθεί, να στοχοποιηθεί και να δαιμονοποιηθεί ως «αντεθνική».
Ευτυχώς, αυτό άλλαξε τα τελευταία χρόνια, υπάρχει πια ένα κύμα χρήσης της διαλέκτου στην τέχνη, στο διαδίκτυο, στην τηλεόραση, σε πολιτικές συζητήσεις και επίσημες εκδηλώσεις, ενώ γίνονται αποδεκτά, εφόσον βραβεύονται από την πολιτεία, πεζογραφήματα και θεατρικά έργα στα κυπριακά.
Προσωπικά, δεν αναρωτιέμαι πια για τη χρήση της διαλέκτου. Πιστεύω ότι η χρήση της κυπριακής ελληνικής στη λογοτεχνία δεν πρέπει να γίνεται με κανένα «πρέπει» ούτε να αποκλείεται για γελοίους λόγους περί αφελληνισμού ή του ότι «δεν διαθέτει τα κατάλληλα εκφραστικά μέσα». Κάθε δημιουργός αλλά και ο καθένας μας μπορεί να αποφασίσει με ποιο γλωσσικό μέσο θέλει και μπορεί να εκφραστεί καλύτερα.
— Σε ενδιαφέρουν μόνο οι ιστορίες απλών ανθρώπων; Και στην Ανάσα των δίπλα οι ήρωες των ιστοριών είναι οι διπλανοί άνθρωποι.
Ίσως και λόγω της καταγωγής μου, των βιωμάτων μου, πάντα με ενδιέφεραν οι ιστορίες των απλών, καθημερινών ανθρώπων, αυτές που κρύβουν μεγαλείο, τραγωδία, πόνο και πάθος, αλλά δεν θα τις γράψει καμιά επίσημη Ιστορία. Πώς ζουν, πώς αγαπούν και πώς αντιμετωπίζουν αυτό το «κάθε μέρα», τα δικά τους Βατερλό και Θερμοπύλες, πώς στέκονται απέναντι στον θάνατο, πώς γίνονται έρμαιο των καταστάσεων, των παθών τους ή των παθών ενός τόπου ολόκληρου.
Είναι αυτούς τους ανθρώπους που παρατηρώ γύρω μου, με συγκινεί η παρουσία τους, η ζωή τους, μια περαστική θλίψη που βλέπω κάποτε στα μάτια τους, που ίσως κι εκείνοι οι ίδιοι δεν τη συνειδητοποιούν, κοφτερή σαν γυαλί, πότε ήρθανε, πότε φύγανε, τι κάνανε στη ζωή τους.
— Στις ιστορίες του Η ανάσα των δίπλα υπάρχουν διάχυτος ο θάνατος και η σκληρή καθημερινότητα. Είναι σκληρή η ζωή; Ή έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον να γράφεις για τον ανθρώπινο πόνο;
Η ανάσα των δίπλα φτάνει σε μας κάποτε μέσα από τον τοίχο του διπλανού διαμερίσματος και μπορεί να είναι ερωτική, άλλες φορές η ανάσα των παιδιών μας που την ακούμε πριν αποκοιμηθούμε κουρασμένοι, κάποτε η ανάσα των φίλων που μας νοιάζονται, οι ανάσες όσων ανώνυμων συναντούμε για λίγο στις μεγαλουπόλεις των ταξιδιών μας. Συχνά η ανάσα των δίπλα φτάνει σ' εμάς τρομαγμένη, βαριά από πόνο, ή αγωνία, ή λαχανιασμένη, όπως τρέχουν κάποιοι να ξεφύγουν. Κάποτε βγαίνει αργά μέχρι να σβήσει η ζωή.
Η ζωή είναι ζωή, γλυκιά βέβαια αλλά και σκληρή, για κάποιους πολύ σκληρή, αβάσταχτη, τους παρατηρώ και νιώθω την ανάγκη να γράψω γι' αυτούς, τους δίπλα μου, κοντινούς και μακρινούς, γράφω για να μην είναι αόρατος ο πόνος τους, για να μην είναι αόρατη η σκληρή καθημερινότητά τους. Ταυτόχρονα, γράφοντας γι' αυτούς, γράφω για την κοινωνία, για το σύστημα που συχνά εκτρέφει, αναπαράγει και συντηρεί στερεότυπα και προκαταλήψεις που προκαλούν αυτή την αγωνία, ενίοτε και τον θάνατο.
Ο θάνατος υπάρχει στο βιβλίο, όπως υπάρχει και η ζωή. Υπήρχε και στο Ένα αλπούμ ιστορίες. Ό,τι και να γράφουμε, ουσιαστικά μιλάμε μόνο για ζωή, θάνατο και έρωτα. Υπάρχει στο βιβλίο ο θάνατος που, είτε έρχεται στην ώρα του είτε απροσδόκητα, έχει πόνο και μια κάποια αποδοχή, συνοδευόμενη κάποτε από μια περίεργη όρεξη για ζωή.
Υπάρχει και ο άλλος θάνατος που η σιωπή του είναι μια σιωπή από κραυγές των αθώων, στον τόπο μας το έχουμε ζήσει αυτό. Ανοίγουμε πηγάδια και ομαδικούς τάφους ακόμα και βρίσκουμε νεκρούς από τον παραλογισμό κάποιων. Στον κόσμο όλο πόσοι άνθρωποι χάνονται κάθε μέρα από τον παραλογισμό κάποιων.
— Πες μου μερικά πράγματα για το Ένα αλπούμ ιστορίες. Βουτάς βαθιά στην ιστορία της κυπριακής κοινωνίας με έναν τρόπο πρωτότυπο, άναρχο αλλά και απολαυστικό. Πώς ξεκίνησες να το γράφεις;
Η ιδέα για το βιβλίο ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 2008 με αφορμή τις ιστορίες ενός φίλου για τη γιαγιά του που μόλις είχε πεθάνει. Και από τη γιαγιά πέρασε στην οικογένεια και στο χωριό. Ιστορίες που μου θύμιζαν αντίστοιχες της δικής μου οικογένειας, ή φίλων, ή που είχα ακούσει ή διαβάσει. Η μία έφερνε την άλλη, το κουβάρι ξετυλιγόταν και άρχισε να γράφεται. Η πρώτη εκδοχή ήταν ένα εκτενές διήγημα με τον τίτλο «Ένα κουβάρι ιστορίες» για μια συλλογή διηγημάτων που ετοίμαζα τότε.
Παρόλο που το διήγημα γράφτηκε, το κουβάρι συνέχισε να ξετυλίγεται και να μεγαλώνει και διεκδίκησε να αυτονομηθεί. Ταυτόχρονα ένιωσα πως οι πρώτες αυτές ιστορίες ήταν σαν μια μικρογραφία του τόπου, τα θέματα δεν αφορούσαν μια οικογένεια μόνο ή ένα χωριό αλλά την Κύπρο γενικότερα. Προστέθηκαν κι άλλες ιστορίες, αποσπάσματα από εφημερίδες, συνταγές, μοιρολόγια, δημοτικά τραγούδια και ποιητάρικα, καθώς και πολλές φωτογραφίες και έγινε τελικά Ένα αλπούμ ιστορίες.
— Είχες στο μυαλό σου από την αρχή αυτό που βγήκε τελικά στα βιβλιοπωλεία;
Δεν ξεκίνησα με την πρόθεση να κάνω κάτι «τολμηρό». Το υλικό, το θέμα, η ιδέα γι' αυτό το βιβλίο με έσπρωξε εν τέλει σε μια ασυνήθιστη μορφή, φώναζε για κάτι τέτοιο. Η δυσκολία ήταν όλο αυτό να στηθεί και να τακτοποιηθεί, να πάρει μια μορφή που να διαβάζεται. Είναι, ίσως, ένας άναρχος τρόπος, αλλά ταυτόχρονα έχει μια λογική και τάξη.
Υπήρξε η ιδέα ενός κουβαριού ιστοριών και υπήρχαν και τα οικογενειακά άλμπουμ όπου συνυπήρχαν παλιές και νέες φωτογραφίες και, άτακτα, οι άνθρωποι, οι ηλικίες, οι εποχές. Έτσι ένιωθα πως πρέπει να είναι και το βιβλίο, να έχει μια συνεχή ροή, αλλά να είναι ένα ψηφιδωτό. Με πολλές ψηφίδες και μια εικόνα που να δημιουργεί το όλον, αυτό που νομίζω ότι είμαστε όλοι, αυτό που περιέγραψα πιο πάνω.
Απαιτήθηκε πολλή έρευνα, προβληματισμός για τη σειρά, την οργάνωση, πολλές ώρες για επιλογή, το συμμάζεμα, την τακτοποίηση. Μας απασχόλησε και ο σχεδιασμός, διότι είχε ιδιαίτερη σημασία σε ένα τέτοιο βιβλίο. Να υπάρχει δηλαδή μια φυσική ροή των ιστοριών, αυτό το κουβάρι όπου η μία ιστορία φέρνει την άλλη. Και η εναλλαγή (ή και ανακάτεμα) εποχών και ανθρώπων και ηλικιών που είναι χαρακτηριστικό παλιών φωτογραφικών άλμπουμ, έτσι ώστε να υπάρχει τελικά το χάος αλλά σε τάξη!
— Κάπου διάβασα να το χαρακτηρίζουν μετα-μυθιστόρημα και η αλήθεια είναι ότι ως δομή δεν είναι ένα συμβατικό μυθιστόρημα. Δίπλα σε τι θα το τοποθετούσες από την παγκόσμια εργογραφία;
Δεν είμαι πολύ υπέρ των διαφόρων «μετά-» αλλά και των όρων γενικά, αφού και οι έννοιες αλλάζουν. Ο όρος μετα-μυθιστόρημα αντιλαμβάνομαι ότι χρησιμοποιήθηκε επειδή δεν έχει την όποια κλασική δομή και συμπεριλαμβάνει και στοιχεία μη μυθοπλαστικά, όπως αποκόμματα από εφημερίδες, ατόφια πολιτική ιστορία, επιστολές, φωτογραφίες κ.λπ.
Από κει και πέρα είμαι βέβαιος ότι θα υπάρχουν παρόμοια εγχειρήματα, δεν νομίζω να ανακάλυψα τον τροχό. Υπάρχουν, κι ας φαίνεται περίεργο, επιρροές από τα κόμικς που διάβαζα παιδί.
Στον ελληνικό χώρο ο Χρήστος Χρυσόπουλος χρησιμοποιεί επίσης φωτογραφικό υλικό σε βιβλία του. Ο Χρήστος ήταν που μου σύστησε να διαβάσω, αλλά αφού ολοκλήρωσα το Αλπούμ, τον Β. Γκ. Μαξ Ζέμπαλντ, που με ενθουσίασε. Ίσως να ήμουν πιο τολμηρός στη χρήση φωτογραφιών αν τον είχα διαβάσει προηγουμένως.
Κάτι παρόμοιο, με εικόνες, αν θυμάμαι καλά, υπάρχει και σε ένα μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Έκο με τον περίεργο τίτλο Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα, ενώ το βιβλίο του Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ Περί φυσικής της μελαγχολίας επίσης για κάποιον λόγο μου θύμισε το Αλπούμ όταν το διάβασα. Αλλά σίγουρα δεν είναι μόνο αυτά, η διακειμενικότητα, αν πάμε σε αυτό το στοιχείο του βιβλίου, είναι πια κάτι σύνηθες, υπάρχει σε μυθιστόρημα από τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες.
— Το βιβλίο τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας στην Κύπρο για τις εκδόσεις του 2014 και το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2016, έγινε και θεατρική παράσταση, είναι ένα βιβλίο μοναδικό. Γιατί δεν είχε μεγαλύτερη δημοσιότητα στην Ελλάδα;
Δεν μπορώ να ξέρω. Στην Κύπρο δεν πέρασε απαρατήρητο, διαβάστηκε, έγινε, όπως ανέφερες και παράσταση, άκουσα πολλά σχόλια, συζητήθηκε και η δομή του, και η μορφή, και η γλώσσα και, φυσικά, το περιεχόμενο.
Για την Ελλάδα μπορώ να κάνω κάποιες εικασίες, ότι εφόσον δεν βρισκόμαστε στην Αθήνα, δεν υπάρχει η επαφή με έντυπα και δημοσιογράφους, ότι η διάλεκτος μπορεί να εμπόδισε την ανάγνωση ή το γεγονός πως φαίνεται τόσο κυπριακό το περιεχόμενο, τόσο τοπικό. Παρόλο που αρκετοί αναγνώστες στην Κύπρο κυρίως αλλά και στην Ελλάδα, αυτό που ένιωσαν και μου μετάφεραν ήταν η αίσθηση της δύναμης των καθημερινών ιστοριών όλων των ανθρώπων αλλά και της στενής, μεταξύ τους, συγγένειας.
Όπως λέει κάπου το βιβλίο, όλων μας τα αλπούμ έχουν παρόμοιες φωτογραφίες – και ιστορίες. Όταν το βιβλίο άρχισε να μεταφράζεται είχα την απορία πόσο αυτές οι ιστορίες, με έντονο το τοπικό στοιχείο, θα ενδιέφεραν ανθρώπους σε άλλες χώρες, πόσο θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν με άλλες κοινωνίες. Με κάποια έκπληξη είδα πως μπόρεσαν, η εντοπιότητα δεν εμπόδισε, αντίθετα ενίσχυσε το ταξίδι τους.
Ίσως απλώς έτυχε. Όταν έρχομαι Αθήνα μού αρέσει να κυκλοφορώ στα βιβλιοπωλεία και να κοιτάζω βιβλία. Εντυπωσιάζομαι και αγχώνομαι πάντα βλέποντας πόσα βιβλία κυκλοφορούν, ελληνικά ή μεταφρασμένη λογοτεχνία. Στενοχωριέμαι διότι υπάρχουν τόσα βιβλία που θέλω, αλλά δεν θα μπορέσω να διαβάσω και κατανοώ πόσο δύσκολο είναι να ξεχωρίσουν κάποια και να φτάσουν στον Τύπο και στον αναγνώστη.
— Πόσα αυτοβιογραφικά στοιχεία υπάρχουν στα βιβλία σου; Στην Ανάσα των δίπλα θα μπορούσε κάποιος ήρωας να είναι ο Αντώνης;
Όταν με ρώτησαν κάτι παρόμοιο για τα θεατρικά έργα, είχα πει ότι νομίζω πως είμαστε μέσα σε όλους χαρακτήρες που γράφουμε. Όπως εκείνοι ζουν μέσω ημών, αφού τους δημιουργούμε, έτσι θα βρεις ψήγματα δικά μας σε αυτούς. Στις αδυναμίες, τις επιθυμίες τους, τα συναισθήματα, τη λάμψη και το σκοτάδι τους, στον καθένα συνυπάρχουν και τα δύο. Πώς το είπε (άλλο κλισέ…) ο Φλομπέρ: «Η Μαντάμ Μποβαρί είμαι εγώ»; Νομίζω πολλοί συγγραφείς νιώθουν έτσι κάποτε, στα θεατρικά μου έργα το νιώθω πιο έντονα.
Όσο για τα διηγήματα, τα περισσότερα βασίζονται είτε σε γεγονότα που έχω ζήσει ή παρακολουθήσει από απόσταση, είτε σε πραγματικές ιστορίες που μου έχουν αφηγηθεί, είτε διάβασα γι' αυτές, κάποτε ούτε ιστορίες, μια φράση, ένα πρόσωπο, μια απλή πράξη. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και αυτοβιογραφικά. Αλλά και σε όσα είναι παρεμβαίνει σχεδόν πάντα η μυθοπλασία.
Στην Ανάσα ο Αντώνης είναι σίγουρα στο «Μπάνιο», να βοηθά τον ανήμπορο πατέρα του να πλυθεί, στην «Κρίσιμη κατάσταση», παρόλο που ο ήρωας φοράει το κοστούμι του δημοσίου υπάλληλου, να παρατηρεί τη σήψη στο σπίτι αλλά και στην κοινωνία, είναι και στις χώρες του «Lonely planet», και ας μην εργάζεται σε ταξιδιωτικό γραφείο.
Η λογοτεχνία έρχεται να συμπληρώσει τη ζωή, να τη φωτίσει, συχνά αλλοιώνοντάς τη, να αναστοχαστεί γι' αυτήν, να αποκαλύψει, να δει όσα η ζωή δεν μπορεί, δεν προλαβαίνει, δεν αντέχει, δεν τολμά. Στο πρόσωπο ενός διηγήματος μπορεί να περιέχονται πολλά πρόσωπα, πολλοί χαρακτήρες, ακόμα κι εγώ είτε ως σκέψη είτε ως συναίσθημα. Κάποτε αναρωτιέμαι, με κάποιο φόβο, πόσο με εμπεριέχουν τα σκοτεινά πρόσωπα του βιβλίου.
— Αυτό το παραληρηματικό ύφος με τη χωρίς ανάσα αφήγηση και με ελάχιστες τελείες, που είναι επίσης χαρακτηριστικό σου, η συνεχής ροή, πόσο δύσκολο είναι να διατηρηθεί; Έτσι γράφεις από την αρχή ή ξαναδουλεύεις μετά το κείμενο;
Δύσκολο θα ήταν μάλλον να το αλλάξω και να το τιθασεύσω, παρόλο που και φίλοι μου λένε πως τους δυσκολεύει κάποτε στην ανάγνωση. Δουλεύω πάντοτε πολύ τα κείμενα μου, αλλά όχι για να κρατήσω αυτό το παραληρηματικό ύφος, αυτό συνήθως υπάρχει εξαρχής. Προσπαθώ να το συμμαζέψω κάποτε, να μην είναι κουραστικό ή να μη γίνει απλώς μια ευκολία. Έτσι είναι που μιλάω κιόλας, πετάγομαι από το ένα θέμα στο άλλο.
Τώρα που με τις ερωτήσεις σου με πήγες πίσω και σε τόση «ανάλυση», σκέφτομαι πως έτσι διηγούνταν ο πατέρας μου, ο οποίος, σε αντίθεση με τη μάνα μου, ήταν πληθωρικός στα λόγια, πεταγόταν από τη μια ιστορία στην άλλη, άλλαζε θέματα, πρόσθετε άσχετες λεπτομέρειες και σε λίγο ξεχνούσε τι θα έλεγε, άλλες ιστορίες που περίμεναν στη σειρά ορμούσαν απροσκάλεστες, τις άφηνε κι αυτές, θυμόταν πάλι κάτι εντελώς αδιάφορο, το σχολίαζε και μετά ξανά αλλού, ένας κόσμος ιστορίες ή μάλλον όλες σε μία μόνο, ατελείωτη.
Δεν είναι βέβαια κάτι πρωτόγνωρο αυτό στη λογοτεχνία, όμως δεν συμφωνούσαν όλοι με αυτό. Όταν άρχισα να γράφω, έστειλα ένα διήγημά μου σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό, τους άρεσε, αλλά για το δημοσιεύσουν μου ζήτησαν να βάλω σημεία στίξης, μου πρότειναν να με βοηθήσουν κιόλας, αν δεν γνώριζα εγώ να βάζω. Δεν το έκανα.
Δεν μου αρέσουν οι τελείες νομίζω. Παραέχουν σιγουριά για μένα. Προτιμώ αυτήν τη συνεχή αφήγηση που δεν τελειώνει, ούτε κι όταν τελειώσει το βιβλίο. Όσο υπάρχει ζωή συμβαίνουν πράγματα και γεγονότα και οι άνθρωποι τα αφηγούνται με πολλούς τρόπους. Δεν μπαίνει τελεία σε αυτό.
— Πες μου για τα θεατρικά έργα σου.
Το θέατρο, όπως είπα πιο πάνω, προέκυψε κάπως τυχαία, αλλά ήρθε και παρέμεινε έντονα για μια μεγάλη περίοδο, από το 2007 που ανέβηκε στον ΘΟΚ το Αγαπημένο μου πλυντήριο μέχρι το περσινό Σε κρίσιμη κατάσταση, πάλι στον ΘΟΚ. Σε αυτό το διάστημα έχουν ανέβει συνολικά οκτώ θεατρικά μου έργα στην κοινή αλλά και στη διάλεκτο και επιπλέον η διασκευή του Ένα αλπούμ ιστορίες: μονόλογοι, μονόπρακτα, πολυπρόσωπα έργα. Μια έντονη περίοδος, με πολλές εμπειρίες και συγκινήσεις.
Το θέατρο είναι συλλογική υπόθεση, ομαδικό παιχνίδι. Προερχόμενος από τη λογοτεχνία, χρειάστηκα χρόνο για να το κατανοήσω αυτό. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που εμπλέκονται σε μια παράσταση, το στοίχημα είναι να εργάζονται όλοι για ένα κοινό ύφος, πάνω σε μια κοινή γραμμή, και ο σκηνοθέτης είναι αυτός που ουσιαστικά καθορίζει το ύφος της, είναι κατά κάποιον τρόπο ο συγγραφέας της παράστασης. Εμένα αυτό που με απασχολούσε γενικά στο ανέβασμα είναι να μην αλλοιώνεται αυτό που θεωρώ κάθε φορά «ουσία του έργου», παρόλο που αναγνωρίζω ότι υπάρχουν ποικίλες αναγνώσεις κάθε θεατρικού.
Στην περίοδο αυτή που μιλάμε, χάρη στις προσπάθειες φορέων, κυρίως του ΘΟΚ και του Κυπριακού Κέντρου Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, αλλά και του πάθους παλαιοτέρων και νεότερων σκηνοθετών και σκηνοθέτιδων, το κυπριακό θεατρικό έργο έχει ενταχθεί ισότιμα στο κυπριακό θεατρικό γίγνεσθαι και το κυριότερο έχει αποκτήσει κοινό. Το θεατρικό έργο κρίνεται πάντα στη σκηνή, η διαδικασία των προβών, οι παραστάσεις ήταν πάντα για μένα ένα μεγάλο σχολείο για το πώς γράφεται το θέατρο.
Τα θεατρικά θα κυκλοφορήσουν σύντομα από τις εκδόσεις Κάππα και με αυτό ολοκληρώνεται ένας υπέροχος κύκλος σχεδόν δεκαπέντε χρόνων. Θα ήθελα μια παύση για την πεζογραφία που μου έχει λείψει αλλά και να τραβηχτώ λίγο από την έντονη και άμεση έκθεση του θεάτρου, που κάποτε σε τρομάζει.
Υπάρχουν όμως και τόσες μαγικές στιγμές στο θέατρο. Μια τέτοια ωραία και συνάμα περίεργη στιγμή είναι όταν οι χαρακτήρες που ήταν στο μυαλό σου, με τους οποίους ζούσες, ανέπνεες για καιρό πριν, κατά τη διάρκεια αλλά και μετά το γράψιμο ζωντανεύουν. Η ώρα που οι ηθοποιοί εκεί μπροστά σου μεταμορφώνονται στους χαρακτήρες σου, παίρνουν σάρκα και οστά. Όταν τους σκέφτεσαι πια, όταν σε επισκέπτονται, έχουν πλέον πρόσωπο συγκεκριμένο.
— Πώς τα βλέπεις τα πράγματα γενικά; Ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει αυτήν τη στιγμή η κοινωνία της Κύπρου;
Βρισκόμαστε σήμερα σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση που επιτείνει ο πόλεμος στην Ουκρανία, που θα έχει και συνέπειες σε όλο τον κόσμο. Αλλά στην Κύπρο εδώ και καιρό ζούμε μια πρωτοφανή κρίση και σήψη, έχουμε φτάσει σε επικίνδυνα όρια και δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει. Με ενοχλεί πόσο εύκολα τη θεωρούμε δεδομένη αυτήν τη σήψη, τη συνηθίσαμε. Βασική ευθύνη έχουν σίγουρα πρώτα εκείνοι που κυβερνούν, αλλά δεν είναι οι μόνοι.
Από εκεί και πέρα, φταίει το πολιτικό σύστημα που παραπαίει και χρειάζεται ριζική ανανέωση, η έλλειψη αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου της εξουσίας, το αργό και αναξιόπιστο δικαστικό σύστημα, η εξετασιοκεντρική, συντηρητική εκπαίδευση, τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ και άλλα πολλά. Έχουμε κυρίως ένα σύστημα αξίων που ανάγει το κέρδος, τον ανταγωνισμό, την επιτυχία με κάθε τίμημα στον κυρίαρχο στόχο. Είναι αυτό το οικονομικό σύστημα που ευνοεί τη διαφθορά, αγνοεί τον άνθρωπο και που η πανδημία έκανε ακόμα πιο πρόδηλες τις αδυναμίες του.
Το χειρότερο είναι ότι δεν μας έχει γίνει συνείδηση το ότι η κατάσταση είναι κρίσιμη, ότι βρισκόμαστε σε αυτό το μεταίχμιο ζωής και θανάτου ως κοινωνία και ως κράτος σε όλα τα ζητήματα (Κυπριακό, οικονομία, θεσμούς, κοινωνικές ανισότητες, ρατσισμό, διαφθορά). Μόνο αυτή η συνειδητοποίηση μπορεί, ίσως, να βοηθήσει να αναδειχτεί η επιτακτική ανάγκη της αλλαγής πλεύσης για να αποφευχθεί, αν μπορεί, το καθολικό ναυάγιο.
— Τι αδυναμίες ανέδειξε η πανδημία;
Η πανδημία έφερε στο προσκήνιο ανισότητες και χρόνια προβλήματα, έδειξε πόσο ανεπαρκές είναι το μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού, βάθυνε το χάσμα στις κοινωνίες μας και στον κόσμο. Θα ήθελα να πιστεύω όμως ότι κατέδειξε και την ανάγκη για αλλαγές που πρέπει να διεκδικήσουμε.
Η κανονικότητα στην όποια ζούσε ο κόσμος δεν ήταν τόσο κανονική, ήταν σε βάρος άλλων ανθρώπων, άλλων λαών, της φύσης της ίδιας. «Πρέπει να αλλάξουμε, δεν ξέρω πώς, ξέρω γιατί», έλεγε η Λυσιστράτη σε ένα θεατρικό μου. Η πανδημία έκανε αυτό το γιατί πιο επιτακτικό και ξεκάθαρο.
— Αισθάνεσαι ευθύνη ως συγγραφέας για την κατάσταση που βιώνουμε;
Συχνά «με πονάει το κεφάλι μου και το σύμπαν», όπως αναφέρει κάπου ο Πεσσόα (σε μετάφραση Μαρίας Παπαδήμα). Νιώθω ευθύνη πρώτα απ' όλα ως άνθρωπος και ως πολίτης. Ευθύνη για πολλά που συμβαίνουν, για άλλα τόσα πολλά που δεν συμβαίνουν. Νομίζω ότι πολλοί νιώθουμε το ίδιο, μαζί με ένα αίσθημα ματαιότητας.
Με ρώτησες πριν για τον πόλεμο στην Ουκρανία, απάντησα, και μετά τι; Δεν θα έπρεπε να κάνουμε κάτι περισσότερο; Μιλάμε και γράφουμε για τον πόνο των ανθρώπων και μετά τι; Ως συγγραφέας αισθάνομαι την ευθύνη της γραφής πρώτα, το βάρος κάθε λέξης, ευθύνη απέναντι στη γλώσσα, τον αναγνώστη, τον καθένα, τι σκέψεις, τι συναισθήματα θα του δημιουργήσεις. Αναλογίζεσαι αν οι λέξεις έχουν κάποια σημασία, κάποια αξία, κάποια δύναμη και αν έχουν, ότι δεν πρέπει να σπαταλιούνται άδικα. Και σκέφτεσαι τι να γράψεις για τον τόπο αλλά και για τον άνθρωπο αλλά και αν γράψεις, αν μιλήσεις για την αγωνία και τον πόνο των δίπλα σου, «για να μην είναι αόρατος ο πόνος τους, για να μην είναι αόρατη η σκληρή καθημερινότητά τους», όπως είπα πιο πάνω, τι προσφέρει αυτό και σε ποιον; Αυτή είναι η ευθύνη του συγγραφέα μόνο;
— Είσαι δικηγόρος και βραβευμένος συγγραφέας. Θα μπορούσες να ζήσεις μόνο από τα βιβλία σου;
Όχι. Αμφιβάλλω αν κάποιος στην Κύπρο θα τα κατάφερνε. Δεν ξέρω πόσοι είναι αυτοί που μπορούν και στην Ελλάδα. Η αλήθεια είναι ότι το να ζεις μεταξύ δύο κόσμων, της συγγραφής και μιας άλλης δουλειάς, μπορεί να είναι βοηθητικό. Είναι δύσκολο, αλλά σε γειώνει.
Παλιά αυτό το πίστευα περισσότερο ή, μάλλον, ήταν πιο διαχειρίσιμος ο συνδυασμός των δύο κόσμων. Πλέον αποζητώ περισσότερο χρόνο για τη συγγραφή. Θα ήταν καλό να υπήρχαν, πάντως, μηχανισμοί στήριξης των συγγραφέων, και έχω κατά νου κυρίως τους νεότερους, ώστε να μπορούν να έχουν εξελιχθούν.
— Γιατί γίνεται όλο και λιγότερο παρεμβατική η τέχνη; Έχει τη δύναμη να αλλάξει πλέον τις αντιλήψεις και την κοσμοθεωρία των ανθρώπων όσο παλιότερα;
Πιστεύω ότι η τέχνη πρέπει να ενοχλεί τις εξουσίες, την πολιτική κυρίως, αλλά όχι μόνο. Και την εξουσία στις διαπροσωπικές σχέσεις, στην οικογένεια, στην κοινωνία, στις εργασιακές σχέσεις. Να ενοχλεί κυρίαρχες απόψεις, κυρίαρχα αφηγήματα, τον ρατσισμό, την ομοφοβία, τον σεξισμό, τον σοβινισμό, τον φασισμό, τον καθωσπρεπισμό, την υποκρισία, να ενοχλεί, αν θέλετε, και τη στασιμότητα στην οποία εύκολα αφηνόμαστε ως άτομα αλλά και ως σύνολα.
Η πραγματικότητα, βέβαια, είναι ότι η τέχνη είναι καθοριστική κυρίως στη ζωή των δημιουργών αφενός και αφετέρου όσων μετέχουν σε αυτήν ως θεατές, ακροατές, αναγνώστες, που δεν είναι και όσοι θα έπρεπε. Δεν ξέρω αν θα άλλαζε ποτέ η τέχνη κάτι στον κόσμο. Η τέχνη λειαίνει το κακό μέσα μας και σε έναν βαθμό γύρω μας και μπορεί να υψώνει τη φωνή της, κάποτε χαμηλόφωνη, κάποτε σαν κραυγή, αλλά δεν είναι αυτό αρκετό στην κοινωνία μας.
Χρειαζόμαστε εκπαίδευση που να ιεραρχήσει άλλες αξίες, χρειαζόμαστε αποτελεσματικά συστήματα ελέγχου και λογοδοσίας της εξουσίας, σεβασμό στους θεσμούς, καλλιέργεια της πολιτότητας. Χρειάζεται να βγαίνουμε πιο συχνά στον δρόμο, να ανακαλύψουμε ξανά το εμείς και το μαζί. Με αυτά θα ήταν ωραία να είχαμε και τέχνη που θα μπορούσε να μας ταρακουνήσει.