Έκανε αίσθηση τόσο στην Κύπρο (όπου κέρδισε το Βραβείο Κρατικού Μυθιστορήματος για το 2021) όσο και στην Ελλάδα, συγκίνησε, επαινέθηκε, και υπάρχουν πολλοί καλοί λόγοι γι’ αυτό: η γλώσσα, ρέουσα, περίτεχνη, αλλά ποτέ εξεζητημένη, ο εύστροφος, άλλοτε δραματικός και άλλοτε πάλι παιγνιώδης χειρισμός μιας πολυεπίπεδης πλοκής με πολλούς διαφορετικούς χαρακτήρες και καταστάσεις, η διεισδυτική, στοχαστική ματιά στο γεωγραφικό, πολιτιστικό και κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο στο οποίο εκτυλίσσεται, διατρέχοντας αντίστροφα επτά δεκαετίες κυπριακής ιστορίας, από το ξεκίνημα του εικοστού αιώνα μέχρι τις παραμονές του «Αττίλα».
Το «Βουνί» είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα με τρία παράλληλα μέρη και τρεις κεντρικούς ήρωες (ο Ξενής, η Κόρη-Ροδού και ο Σουηδός αρχαιολόγος), είναι επίσης «δίγλωσσο», αφού η γυναικεία αφήγηση είναι γραμμένη εξ ολοκλήρου στην κυπριακή διάλεκτο, μάλιστα προς το τέλος παρατίθεται γλωσσάρι.
Κεντρικό σημείο αναφοράς η ορεινή Τηλλυρία και οι ανασκαφές των Σόλων, από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές θέσεις του νησιού – εκεί βρίσκεται το Βουνί, ύψωμα όπου υπήρχε αρχαίο ανάκτορο. Στην περιοχή αυτή ανακαλύφθηκε τυχαία από αγρότες το μαρμάρινο άγαλμα μιας γυμνής Αφροδίτης του 1ου αιώνα π.Χ., εύρημα που απέκτησε μεγάλη συμβολική σημασία, καθώς έγινε σήμα κατατεθέν για την ελληνοκυπριακή κοινότητα.
Εντούτοις, δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα ούτε ηθογραφία – οι αναζητήσεις που οδήγησαν στη συγγραφή του ήταν καταρχάς υπαρξιακές, καθώς προέκυψαν «από την ανάγκη να διερευνήσω αυτή την τόσο συγκεκριμένη και ταυτόχρονα αφηρημένη έννοια του “τόπου”, που υπήρξε καθοριστική και στη δική μου ζωή», αναφέρει η ίδια η συγγραφέας του.
Γεννημένη στην κατεχόμενη σήμερα Μόρφου, μεγάλωσε στη Λεμεσό, σπούδασε στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, όπου έζησε αρκετά χρόνια προτού επιστρέψει οριστικά στο νησί, όπως μας πληροφορεί το λακωνικό βιογραφικό της. «Αποφεύγω να μοιράζομαι προσωπικά και βιογραφικά στοιχεία. Με δυσκολεύει πάρα πολύ η έκθεση…», απολογείται και το σέβομαι, αληθεύει εντούτοις ότι πήρε «τον πιο ανορθόδοξο και μακρινό δρόμο για να καταλήξω εκεί που πάντα ήξερα πως θα κατέληγα. Στη γλώσσα».
Με το «Βουνί», το δεύτερο μόλις σε μια δεκαετία βιβλίο της –είχε προηγηθεί η επίσης βραβευμένη συλλογή διηγημάτων «Απειλούμενα Είδη»–, επιδιώκει να αναδιαπραγματευτεί τις έννοιες της ταυτότητας, της μνήμης, της νοσταλγίας, του ξενιτεμού, ηθελημένου και μη, των σιωπών εκείνων που είναι πιο ηχηρές από τις κραυγές, του συλλογικού τραύματος, της ίδιας της «ακρωτηριασμένης» γενιάς της που βρέθηκε στο μεταίχμιο μιας Κύπρου πριν και μετά τη διχοτόμηση.
Στο φόντο η βρετανική αποικιοκρατία, η Ένωση ως όραμα απατηλό, οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων αλλά και λησμονημένα εν πολλοίς γεγονότα, όπως η μεγάλη απεργία των μεταλλωρύχων το 1948, οπότε Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι εργάτες αγωνίστηκαν μαζί, υλοποιώντας ένα όραμα που αντέβαινε στον κυρίαρχο εθνικό λόγο.
Η Παπαλοϊζου μελετά ψύχραιμα το πολιτικό τοπίο της Μεγαλονήσου, χωρίς να παρασύρεται σε ευκολίες: «Δεν θεωρώ ότι υπάρχουν πολιτικά ουδέτερες αφηγήσεις, υπάρχουν όμως αφηγήσεις που λειτουργούν υπονομευτικά, που ανοίγουν ρωγμές στο υπέδαφος των βεβαιοτήτων μας», θα πει.
Όσο αυτονόητη κι αν ακούγεται αυτή η σκέψη, η αλήθεια είναι ότι, όταν ξεκίνησα να γράφω, δεν είχα οραματιστεί ότι η αφήγηση του δεύτερου μέρους θα γινόταν εξ ολοκλήρου στην κυπριακή. Κατά κάποιον τρόπο, έπρεπε να σκάψω βαθιά μέσα μου για να βρω αυτήν τη γλώσσα αλλά και για να πείσω τον εαυτό μου ότι μπορώ να την πλάσω λογοτεχνικά, στο πλαίσιο της γραφής και της αφήγησης που με ενδιέφερε.
Η αποκαλυπτική, όπως τη χαρακτηρίζει, εμπειρία της τριβής της με την τοπική διάλεκτο, η οποία έκανε τον τρόπο γραφής της «λιγότερο αναλυτικό και περισσότερο ενσώματο», η σημασία που μπορεί να έχουν πλέον έννοιες όπως «συμφιλίωση» και «επανένωση» για δύο εθνικές κοινότητες που έχουν πια σχεδόν πλήρως αποξενωθεί («το Κυπριακό, πιο άλυτο κι από το νερό», λέει κάπου ο Ξενής), η γραφή ως «προσωπική εναντίωση στην απόγνωση», η Κύπρος που τρομάζει και απογοητεύει αλλά κι εκείνη που εμψυχώνει και ενθαρρύνει, «κι ας μην κάνει, δυστυχώς, πρωτοσέλιδα», η ελπίδα που γεννούν οι πρόσφατες κινητοποιήσεις της νεολαίας, κι ας είναι ακόμα η οργή της «ρευστή και αδιαμόρφωτη», είναι μερικές ακόμα ενδιαφέρουσες πτυχές όσων είπαμε.
— Πώς προέκυψε αυτό το βιβλίο, τι σας παρακίνησε στη συγγραφή του;
Για να το θέσω όσο πιο απλά γίνεται, θα έλεγα η ανάγκη να διερευνήσω αυτή την τόσο συγκεκριμένη και αφηρημένη έννοια του «τόπου», που υπήρξε καθοριστική στη ζωή μου.
Ανήκω στη γενιά των Κυπρίων που, ενώ δεν έχει αναμνήσεις ούτε από τον πόλεμο ούτε από μια Κύπρο «αμοίραστη», μεγάλωσε με το τραύμα της απώλειας. Δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγα πως ο τόπος υπήρξε για μένα ένα μυθικό ον∙ ενώ έβλεπα το αποτύπωμά του στους ανθρώπους γύρω μου, στην πραγματικότητα δεν τον είχα «δει» ποτέ μου.
Μια θέση στην οποία βρέθηκε όχι μόνο η δική μου γενιά, δηλαδή αυτή που γεννήθηκε στο μεταίχμιο, αλλά και οι γενιές που ακολούθησαν, στις οποίες κληροδοτήθηκε μια έννοια του τόπου που εμπεριέχει και όλα όσα συνιστούν το αντίθετό του: ένα κενό από προσωπικά βιώματα και μνήμες, ένα κενό από ήχους και συναναστροφές, έναν «ακρωτηριασμό» στην ουσία. Την ανάγκη να πραγματευτώ αυτό το κληροδότημα αντιλαμβάνομαι ως τη βαθύτερη ώθηση πίσω από το βιβλίο.
— Πού ακριβώς βρίσκεται το Βουνί και ποια η σχέση της οικογένειάς σας και ειδικά του θείου σας Ανδρέα με αυτή την τοποθεσία και την εκεί αρχαιολογική ανασκαφή;
Η δράση του μυθιστορήματος επικεντρώνεται σε μια ακριτική περιοχή της Κύπρου, άγνωστη μάλλον σήμερα σε πολλούς Ελληνοκύπριους, εκεί όπου η Τηλλυρία συναντά τον κάμπο της Μόρφου, απ' όπου και κατάγομαι από τη μεριά του πατέρα μου.
Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που διενήργησε σε αυτή την περιοχή η Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή στις αρχές του περασμένου αιώνα, η πολυδιάστατη σχέση των κατοίκων με τις ανασκαφές και τα μνημειακά ευρήματα, όπως το Θέατρο των Σόλων και τα κατάλοιπα ενός ανακτόρου στην κορυφή ενός υψώματος με την ονομασία «Βουνί», τα οποία καθόρισαν όχι μόνο τη γεωγραφία του τόπου αλλά και των συνειδήσεων, οι πολιτικές προεκτάσεις των ανασκαφών, ο θείος Ανδρέας, ο οποίος εργάστηκε ως αρχαιοφύλακας σε αυτούς τους αρχαιολογικούς χώρους πριν από το ’74, όλα αυτά λειτούργησαν ως το βαθύ πηγάδι απ' όπου άντλησα υλικό και έμπνευση.
— Εκτός από τις προφορικές αφηγήσεις, σε ποιες άλλες πηγές ανατρέξατε;
Τα γραπτά κείμενα, κυρίως επιστολές, άρθρα, εκλαϊκευμένα συγγράμματα, στα οποία τα μέλη της Σουηδικής Αρχαιολογικής Αποστολής κατέγραψαν με λεπτομέρεια τις εμπειρίες τους κατά τα τέσσερα χρόνια της παραμονής τους στο νησί, αποτέλεσαν την άλλη κύρια πηγή έμπνευσης. Δηλαδή, από τη μια υπήρχαν οι προφορικές πηγές και από την άλλη οι γραπτές – το αναφέρω αυτό γιατί αυτή η συνομιλία μεταξύ του προφορικού και γραπτού υλικού καθόρισε κατά κάποιον τρόπο και την αφηγηματική πολυμορφία του έργου.
Το μυθιστόρημα όχι μόνο μυθοποιεί την ιστορία των ανασκαφών, ειδικότερα στο τρίτο μέρος, όπου πρωταγωνιστεί ένας Σουηδός αρχαιολόγος, αλλά υπό μία έννοια αποτελεί στην ολότητά του μια διακειμενική συνομιλία με αυτό το υλικό.
— Ποια είναι, πιστεύετε, η ιδιαίτερη σημασία της ανασκαφής στο Βουνί τόσο από αρχαιολογική σκοπιά όσο και αναφορικά με τη συγκρότηση της κυπριακής αυτοσυνείδησης; Τι καθιστά την Αφροδίτη των Σόλων τόσο ξεχωριστή;
Δεν θεωρώ ότι είμαι το αρμόδιο άτομο να σχολιάσει τη σημασία της ανασκαφής από αρχαιολογική σκοπιά, και σίγουρα δεν ήταν αυτή η πρόθεση του βιβλίου.
Η αλήθεια είναι ότι αντιστάθηκα συνειδητά στον πειρασμό να πλαισιώσω το κείμενο με σημειώσεις που να συμπληρώνουν την αφήγηση, είτε αυτές αναφέρονται στα αρχαιολογικά ευρήματα είτε σε ιστορικά γεγονότα, ακριβώς γιατί το κύριο μέλημά μου ήταν, μέσα από τη μυθοπλασία, να αποσυνδεθεί εν τέλει η αφήγηση από την όποια ιστορική πραγματικότητα, αναδεικνύοντας τις διαστάσεις του μύθου.
Για να παραφράσω κάτι που είχε πει ο Χέρμαν Μέλβιλ, το βουνό δεν ανήκει σε κανέναν χάρτη, όπως δεν ανήκουν οι αληθινοί τόποι – ένα διεισδυτικό σχόλιο, πιστεύω, για τη δύναμη των λογοτεχνικών «τόπων».
Μέσα από αυτό το πρίσμα η ανασκαφή λειτουργεί ως μια μεταφορά για την πολυδιάστατη σχέση του ανθρώπου με τον τόπο, την ιστορία, τη φύση, για τις μικρές αφηγήσεις που συχνά συνθλίβονται κάτω από τις μεγάλες.
Όσο για την ιδιαιτερότητα του αγάλματος της Αφροδίτης των Σόλων, θα έλεγα ότι η συμβολική αξία του έργου μάλλον ξεπερνά κατά πολύ την όποια αρχαιολογική του σημασία. Η Αφροδίτη των Σόλων υπήρξε το κατεξοχήν σύμβολο του νησιού και κυρίως της διασύνδεσής του με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, γι’ αυτό άλλωστε χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από την πολιτεία. Προσωπικά, η πιο έντονη ανάμνηση που έχω είναι ένα γραμματόσημο με τις λέξεις ΚΥΠΡΟΣ - CYPRUS - KIBRIS να πλαισιώνουν αυτό το ακρωτηριασμένο γυναικείο σώμα στο αντίτιμο της μίας λίρας.
— Ενδιαφέρουσες είναι και οι αναφορές σας στο αριστερό παρελθόν του νησιού, στο εργατικό κίνημα κ.λπ., είναι δε αξιοσημείωτο ότι ένα κόμμα με κομμουνιστικές καταβολές, όπως το ΑΚΕΛ, παραμένει μεγάλη πολιτική δύναμη.
Η ιστορία του εργατικού κινήματος εμπλέκεται στην αφήγηση μέσω της ιστορίας των μεταλλείων, συγκεκριμένα της Κυπριακής Μεταλλευτικής Εταιρείας αμερικανικών συμφερόντων, η οποία λειτούργησε στην περιοχή για πολλές δεκαετίες.
Ο απόηχος της μεγάλης απεργίας των μεταλλωρύχων του 1948 κυριαρχεί ακόμα στις αφηγήσεις των παλιών, μια ιστορία σχεδόν παντελώς άγνωστη στις νεότερες γενιές, η οποία ανέδειξε όχι μόνο το βαθύ ιδεολογικό ρήγμα ανάμεσα στις δεξιές και αριστερές συντεχνίες, στη βάση των εθνικών και ταξικών προσεγγίσεων, αλλά και τον κοινό αγώνα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης. Είναι μια ιστορία με πολλαπλές προεκτάσεις, η οποία ξεδιπλώνεται λοξά στο έργο μέσα από την ιστορία του πατέρα, ενός από τους πρωταγωνιστές, του οποίου ο λόγος και το κοινωνικό όραμα λειτουργούν ως αντίλογος στον κυρίαρχο εθνικό λόγο της εποχής.
Στο πλαίσιο της συγγραφής του βιβλίου μελέτησα το πολιτικό τοπίο, όπως αυτό διαμορφώθηκε ιστορικά, εστιάζοντας ειδικότερα στο δίπολο της δεξιάς και της αριστεράς, σε μια προσπάθεια να κατανοήσω καλύτερα τις πολιτικές και κοινωνικές πραγματικότητες της εποχής που καθόρισαν τις ανθρώπινες ιστορίες.
Δεν ισχυρίζομαι ότι υπάρχει ένα «ουδέτερο» σημείο όπου μπορεί να σταθεί μια συγγραφέας για να συνομιλήσει είτε με το παρελθόν, είτε με το παρόν, είτε το μέλλον. Δεν θεωρώ ότι υπάρχουν πολιτικά ουδέτερες αφηγήσεις, υπάρχουν όμως αφηγήσεις που λειτουργούν υπονομευτικά, που ανοίγουν ρωγμές στο υπέδαφος των βεβαιοτήτων μας. Αυτό το σημείο έψαξα –εννοώντας ότι προσπάθησα να δημιουργήσω– για να αφηγηθώ τις ιστορίες του βιβλίου.
— Γράψατε ένα μέρος του βιβλίου σας στην κυπριακή διάλεκτο. Υπάρχει πράγματι μια τέτοια τάση στους νέους Κύπριους συγγραφείς; Πού θα το απέδιδε κανείς αυτό;
Σε ένα βιβλίο που πραγματεύεται την έννοια του «τόπου» η μητρική γλώσσα δεν θα μπορούσε να μην πρωταγωνιστεί. Όσο αυτονόητη κι αν ακούγεται αυτή η σκέψη, η αλήθεια είναι ότι, όταν ξεκίνησα να γράφω, δεν είχα οραματιστεί ότι η αφήγηση του δεύτερου μέρους θα γινόταν εξ ολοκλήρου στην κυπριακή. Κατά κάποιον τρόπο, έπρεπε να σκάψω βαθιά μέσα μου για να βρω αυτήν τη γλώσσα αλλά και για να πείσω τον εαυτό μου ότι μπορώ να την πλάσω λογοτεχνικά, στο πλαίσιο της γραφής και της αφήγησης που με ενδιέφερε.
Στο τέλος αυτή η εμπειρία υπήρξε αποκαλυπτική, γιατί με έκανε να αντιληφθώ εκ νέου τη δύναμη που κουβαλά στο γενετικό της υλικό η προφορική γλώσσα. Με οδήγησε σε έναν διαφορετικό τρόπο γραφής, λιγότερο αναλυτικό, περισσότερο ενσώματο, όπου ο ρυθμός και οι ήχοι της γλώσσας λειτουργούν σε μια σχεδόν πρωτόγνωρη αντιστοιχία ανάμεσα στις λέξεις και τα πράγματα. Ήταν ένα μεγάλο δώρο που λειτούργησε πολύ ευεργετικά μέσα μου, ειδικά γιατί με ταλαιπωρεί συχνά αυτή η υπεραναλυτική σχέση που έχω με τη γλώσσα και τη γραφή.
Το θέμα της «γλώσσας» και της «διαλέκτου» είναι, φυσικά, πολύπλοκο και πολυδιάστατο και θα ήταν αδύνατο έστω να το προσεγγίσει κανείς στο πλαίσιο μιας σύντομης απάντησης. Είναι αλήθεια ότι σήμερα όλο και περισσότεροι Κύπριοι συγγραφείς που γράφουν στην ελληνική αξιοποιούν στα κείμενά τους την κυπριακή και οι λόγοι είναι μάλλον πολλοί και διαφορετικοί, και οποιεσδήποτε γενικεύσεις εκ μέρους μου θα αδικούσαν τη μοναδικότητα που διεκδικεί κάθε έργο και κάθε συγγραφέας.
Γι’ αυτό και τηρώ μια κριτική στάση απέναντι σε οτιδήποτε μπορεί να χαρακτηριστεί ως «τάση» στη λογοτεχνία. Για μένα το ζητούμενο δεν είναι η χρήση της διαλέκτου ή όχι αλλά η ελευθερία να επιλέγω κάθε φορά τη μορφή της γλώσσας που θεωρώ ότι εξυπηρετεί καλύτερα το λογοτεχνικό μου όραμα. Όσο ισχυρός είναι ο δεσμός μου με την κυπριακή, άλλο τόσο ισχυρός είναι ο δεσμός μου με την κοινή νεοελληνική, με όλη αυτήν τη γραπτή παράδοση.
Αυτή η ελευθερία δεν είναι φυσικά κάτι τόσο απλό όσο ακούγεται. Υπάρχουν παγιωμένες θέσεις μέσα μας, ιδεολογικές, πολιτικές, κοινωνικές και προσωπικές προκαταλήψεις. Πρέπει να σκαλίσει κανείς πολύ βαθιά για να αντιληφθεί αυτά τα αόρατα ή ορατά τείχη στα οποία συχνά προσκρούει αυτή η πραγμάτωση της ελευθερίας. Από αυτό το βάθος, όμως, πιστεύω πως μπορούν να αναβλύσουν σπουδαία πράγματα στη λογοτεχνία.
— Τι συνδέει τα τρία μέρη από τα οποία δομείται το μυθιστόρημά σας και πού συναντιούνται;
Η πιο απλή απάντηση θα ήταν «το βουνό». Υπάρχουν κι άλλα νήματα που συνδέουν τις τρεις αφηγήσεις, τα οποία θα ανακαλύψουν μέχρι το τέλος του βιβλίου οι αναγνώστες. Όσο σημαντικές μπορεί να είναι αυτές οι διασυνδέσεις όμως, άλλο τόσο σημαντικά είναι τα ρήγματα και οι χαράδρες, που συνιστούν αναπόσπαστο μέρος της αφήγησης. Σ’ αυτά συναντούμε καμιά φορά τις πιο αναπάντεχες απαντήσεις.
— Υπάρχει και στην Κύπρο η ρομαντική αντίληψη ότι «παλιά τα πράγματα ήταν καλύτερα»; Πώς βίωσε η γενιά των παππούδων σας τη βρετανική κατοχή, πού έβλεπαν το μέλλον του τόπου όταν εκείνοι έφυγαν, στην Ένωση ή στην ανεξαρτησία, με τους Τουρκοκύπριους μαζί ή χωριστά;
Το μυθιστόρημα κατά κάποιον τρόπο πραγματεύεται αυτήν τη ρομαντική αντίληψη στην οποία αναφέρεστε, γι’ αυτό θα μου επιτρέψετε να απαντήσω στα ερωτήματά σας δίνοντας μια σύντομη περιγραφή του βιβλίου.
Στο πρώτο μέρος, που έχει τον τίτλο «Επιστροφή», μια λέξη με ιδιαίτερη βαρύτητα στην κυπριακή συλλογική συνείδηση, παρακολουθούμε τον πρωταγωνιστή να επιστρέφει στο χωριό του στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Παρά τη συγκίνηση από την επιστροφή στην πατρίδα, παρά τις σκηνές που ξυπνούν τη νοσταλγία για την επιστροφή σε έναν φαινομενικά απλό τρόπο ζωής και σε ένα τοπίο που μοιάζει ειδυλλιακό, βυθισμένο στους λεμονανθούς, δύο μέτρα από τη θάλασσα, σχεδόν ταυτόχρονα μαθαίνουμε πως η θάλασσα είναι μολυσμένη, αφού εκεί, στα ίδια νερά όπου κάνουν οι άνθρωποι μπάνιο, γίνεται η επεξεργασία του χαλκού, οι Τουρκοκύπριοι ζουν σε θύλακες από τις αρχές του ’60 λόγω των εθνοτικών συγκρούσεων, γι’ αυτό και δεν υπάρχουν πλέον μεικτά χωριά στην περιοχή. Οι δε Ελληνοκύπριοι έχουν χωριστεί σε προδότες και προδομένους, καθώς ο τόπος οδηγείται ολοταχώς προς την καταστροφή.
— Το Σχέδιο Ανάν πώς το είχατε δει; Ήταν μια ακόμα χαμένη ευκαιρία για τη συμφιλίωση και την επανένωση ή μήπως όχι;
Την εποχή του Σχεδίου Ανάν ζούσα εκτός Κύπρου κι έτσι έχασα την ευκαιρία να παρακολουθήσω από κοντά τις συζητήσεις αλλά και να βιώσω όλον αυτόν τον αναβρασμό της κοινωνίας. Μετανιώνω γι' αυτό, πρέπει να σας πω, όπως και για το γεγονός ότι δεν έζησα ούτε το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, αυτήν τη συγκλονιστική στιγμή στην ιστορία του νησιού, όπου άνθρωποι και από τις δύο πλευρές στήθηκαν επί ώρες στις ουρές για να περάσουν «απέναντι», λες και επρόκειτο να συναντήσουν τους νεκρούς τους.
Θεωρώ κάθε ναυαγισμένη προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού μια χαμένη ευκαιρία συμφιλίωσης και επανένωσης των δύο κοινοτήτων του νησιού. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσουμε αυτό το γεγονός; Το ερώτημα, φυσικά, είναι τι σημαίνουν πλέον οι έννοιες «συμφιλίωση» και «επανένωση» για δύο κοινότητες που στην πλειοψηφία τους δεν γνωρίζουν η μία την άλλη ούτε στοιχειωδώς. Τι γνωρίζει σήμερα ένας Κύπριος που γεννήθηκε στη Λεμεσό τη δεκαετία του ’90, που ίσως να μην πέρασε ποτέ από τα οδοφράγματα, για τους Κύπριους που ζουν απέναντι; Μάλλον τίποτα. Και τι έχει κάνει η πολιτεία γι’ αυτό, τι έχει κάνει το δημόσιο σχολείο, τα βιβλία Ιστορίας ή το μάθημα της λογοτεχνίας, τι κάνει ο καθένας από εμάς γι' αυτό; Θέλω να πω, υπάρχουν ευκαιρίες για προσωπική συμφιλίωση και επανένωση, που χάνονται καθημερινά.
Υπάρχει στο ΜοΜΑ ένας πίνακας της Αμερικανίδας εικαστικού Dana Shutz, που μου έρχεται στον νου όποτε ακούω για έναν νέο γύρο συνομιλιών, για ακόμα μία ναυαγισμένη προσπάθεια. Απεικονίζει ένα πλήθος ανθρώπων με κενό και αδιάφορο βλέμμα, που συρρέει γύρω από μια ακρωτηριασμένη σορό. Είναι μια σκηνή που παραπέμπει σε κάποιο ιστορικό γεγονός, μια σκηνή λαϊκού προσκυνήματος, μόνο που εδώ αντιλαμβάνεσαι από τα ανέκφραστα πρόσωπα ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν ξέρουν ούτε τι ακριβώς βλέπουν ούτε τι περιμένουν να δουν. Έχει χαθεί το νόημα. Αυτός ο πίνακας (σ.σ. «Presentation», 2005) συμβολίζει για μένα αυτή την ατέρμονη αναζήτηση μιας λύσης, το Κυπριακό εν έτει 2021 ή 2030.
— Σκάνδαλα με offshore και «χρυσά» διαβατήρια, άνοδος της ακροδεξιάς, εκ νέου επικράτηση των εθνικιστών στον Βορρά, διώξεις «αιρετικών» καλλιτεχνών, όπως ο Γιώργος Γαβριήλ, έτερο σκάνδαλο με εξαπάτηση συγγενών αγνοουμένων του ’74… Πόσο αισιόδοξη είστε για την Κύπρο σήμερα; Αν κάτι έχει πάει πολύ λάθος στο νησί, τι είναι λέτε αυτό και πώς θα μπορούσε να διορθωθεί;
Είναι δύσκολο να παραμένει κανείς αισιόδοξος μπροστά σε αυτά που συμβαίνουν. Η γραφή είναι μια μορφή αντίστασης, μια προσωπική εναντίωση σε αυτή την απόγνωση. Όχι μόνο η γραφή, αλλά και το θέατρο, η μουσική, ο χορός, γενικά η τέχνη που βγαίνει από αυτόν τον τόπο και που μας αφορά άμεσα, και αισθάνομαι τυχερή γιατί σε αυτό το νησί υπάρχουν καλλιτέχνες και συγγραφείς που όχι μόνο ο προσωπικός τους αγώνας αλλά και το έργο τους μου δίνουν θάρρος και έμπνευση. Αυτή είναι η άλλη Κύπρος, που δυστυχώς δεν κάνει πρωτοσέλιδα.
Στ' αλήθεια, δεν ξέρω σε τι ακριβώς μπορεί να ελπίζει κανείς, ποια πράγματα και σε ποιον βαθμό μπορούν να διορθωθούν. Αν υπάρχει κάτι ελπιδοφόρο ως προς αυτή την κατεύθυνση, μάλλον το είδα στις πρόσφατες κινητοποιήσεις των νέων, στην οργή και στην αποφασιστικότητά τους. Είναι μια οργή ρευστή, υπό διαμόρφωση, αλλά τουλάχιστον ελπιδοφόρα.
— «Ο άνθρωπος έχει δύο επιλογές, να χαθεί μέσα στον κόσμο ή μέσα στον εαυτό του», λέει κάποια στιγμή ο Αποστόλης. Ποιο «χάσιμο» θα προτιμούσατε εσείς, αν έπρεπε να επιλέξετε;
Ωραία ερώτηση, που με βρίσκει φυσικά απροετοίμαστη, όπως ο Ιβάν Ιλίτς, που δεν έστρεψε ποτέ το παράδειγμα του συλλογισμού στον εαυτό του. Μέσα στον κόσμο, θα έλεγα, αν είχα να επιλέξω, αλλά πολύ φοβάμαι πως αυτοί οι δρόμοι μάς προεπιλέγουν κάπου εκεί στην παιδική ηλικία, όπου καθορίζεται αυτό που ονομάζουμε «ιδιοσυγκρασία». Στην πράξη, ο εαυτός υπήρξε ο δικός μου λαβύρινθος.