Ο ήρωας στο πρώτο μυθιστόρημα του 27χρονου συγγραφέα Μιχάλη Μαλανδράκη λέγεται Χάρης Αλεξιάδης και είναι, λογοτεχνικά, αναγνωρίσιμος «τύπος»: δημοσιογράφος. Αναγνωρίζουμε τη λογοτεχνική καταγωγή του Χάρη Αλεξιάδη, τηρουμένων των ιστορικών, κοινωνικών και αφηγηματικών συνθηκών, στις «Χαμένες Προσδοκίες» του Μπαλζάκ και, περισσότερο, στον «Μπελ Αμί» του Γκι ντε Μοπασάν, όπου οι δημοσιογράφοι-ήρωες παρουσιάζονται με βιτριολικούς όρους, ως άνθρωποι «χωρίς περιουσία», φιλόδοξοι και κυνικοί, που τελικά πετυχαίνουν, αλλά η επιτυχία τους αποτελεί και την προϋπόθεση της συντριβής τους.
Γεννημένος κάπου μέσα στη δεκαετία του 1960, στο Παλαιό Φάληρο, γιος παντοπώλη, ο Χάρης Αλεξιάδης είναι «χωρίς περιουσία». Μικρός βιώνει τον πόνο της απώλειας με τον θάνατο της αδελφής του – η απώλεια και ο πόνος είναι από τα μοτίβα του μυθιστορήματος. Παιδί, μέσα στη χούντα, συγκεκριμένα τον Φεβρουάριο του 1972, χάρη στη φτενή μεσοτοιχία που χωρίζει το υπνοδωμάτιό του από το διπλανό διαμέρισμα, ο Χάρης ακούει τα βογκητά, τους λυγμούς και τα αναφιλητά του γείτονά του. Πρόκειται για έναν 30χρονο δημοσιογράφο που τον είχε βασανίσει άγρια η χούντα επειδή διακινούσε φωτογραφίες με προορισμό εφημερίδες του εξωτερικού. Ο Χάρης δεν ήξερε ακόμη τίποτα για το τι πραγματικά είχε συμβεί στον γείτονα. Πίστευε ότι το «γρύλισμα» από την άλλη μεριά του τοίχου απευθυνόταν αποκλειστικά σε αυτόν. «Για πρώτη φορά συνειδητοποίησε την ποικιλία των ήχων του ανθρώπινου πόνου και αναρωτήθηκε τι θα μπορούσε να συμβεί και στον ίδιο κάποια στιγμή, που θα τον έκανε να γρυλίζει έτσι μέσα στη νύχτα». Ο Χάρης, τότε, δεν ήξερε τι θα του συμβεί στο μέλλον. Αλλά εμείς, οι αναγνώστες, που διαβάσαμε όλη την ιστορία, ακούσαμε τον Χάρη, τέσσερις δεκαετίες αργότερα, να «γρυλίζει» λίγο πριν από τη συντριβή του.
Η ποιότητα αυτού του μυθιστορήματος οφείλεται και στη γλώσσα. Απλή, άμεση, ρυθμική και δυναμική, με μικρές προτάσεις, κινείται πιο κοντά στη δημοσιογραφική γλώσσα του human interest story, ίσως την καταλληλότερη για να μας δείξει εικόνες, συναισθήματα και συμπεριφορές τόσο από τον εμφύλιο στη Γιουγκοσλαβία όσο και από τον τηλεοπτικό κόσμο της Αθήνας.
Στα 18 του ο Χάρης συνειδητοποιεί τον κόσμο και αποφασίζει ότι θέλει να γίνει δημοσιογράφος. Ξεκινάει με τους κλασικούς, για εκείνη την εποχή, τρόπους. Κάποιο ΙΕΚ ή ένα εργαστήρι δημοσιογραφίας, δουλειά σε εφημερίδα και μετά ρεπόρτερ διεθνών ειδήσεων σε ιδιωτικό κανάλι. Η ιδιωτική τηλεόραση, που «ήρθε» το 1989, άλλαξε τα δεδομένα στη δημοσιογραφία, προκάλεσε τη δημιουργία δεκάδων θέσεων εργασίας και έφτιαξε ένα νέο σταρ σύστεμ με κέντρο δημοσιογράφους-παρουσιαστές. Όλα ήρθαν πολύ γρήγορα για τον Χάρη, ακόμη και ο γάμος.
Η κρίσιμη στιγμή για τη ζωή του Χάρη, αλλά και για το μυθιστόρημα, έρχεται στις αρχές του καλοκαιριού του 1992, όταν αποφασίζει να πάει ως πολεμικός ανταποκριτής στο Σαράγεβο για λογαριασμό του καναλιού. Από τη στιγμή αυτή η αφήγηση παύει να είναι γραμμική και ο συγγραφέας μάς πηγαίνει μπρος-πίσω στον χρόνο, στο Σαράγεβο και στην Αθήνα, όπου ο ήρωας επιστρέφει οριστικά τον Φεβρουάριο του 1994, εγκαταλείποντας τη θέση του πολεμικού ανταποκριτή. Αυτή η κίνηση του εκκρεμούς από το Σαράγεβο στην Αθήνα και αντίστροφα δεν είναι μόνο μετακίνηση μέσα στη γεωγραφία και τις εντελώς διαφορετικές γεωπολιτικές συνθήκες, δεν είναι μόνο μετακίνηση από τον πόλεμο στην ειρηνική ζωή και αντίστροφα, είναι μια μετακίνηση στον ίδιο τον κόσμο του ήρωα, τόσο τον εξωτερικό όσο και τον εσωτερικό, μια μετακίνηση μεταξύ δύο διαφορετικών ιδιοτήτων, αυτής του δημοσιογράφου και αυτής του παρουσιαστή ψυχαγωγικών εκπομπών, μια μετακίνηση μεταξύ του κυνισμού και του πόνου που οδηγεί τελικά στη συντριβή του Χάρη Αλεξιάδη και τον μετατρέπει σε τραγικό ήρωα.
Ο Χάρης επιστρέφει οριστικά στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1994, όπως ήδη είπαμε, μη αντέχοντας άλλο τη φρίκη του πολέμου, τον πόνο και τις καθημερινές ιστορίες του ευτελισμού των ανθρώπων. Ο θάνατος ενός νεαρού κοριτσιού, που πυροδοτεί την ανάμνηση του «πρώτου» πόνου της ζωής του από την απώλεια της αδελφής του, και ο βομβαρδισμός της υπαίθριας αγοράς του Μαρκάλε, με τους δεκάδες νεκρούς και τραυματίες, τον εξαντλούν. Στην Αθήνα περνάει μια μικρή περίοδο δύσκολης προσαρμογής. Τον βασανίζει το ερώτημα αν θα πρέπει να παραμείνει δημοσιογράφος ή να αλλάξει πορεία. Και σαν να κάνει ένα άλμα στο κενό, αποφασίζει να περάσει στην ψυχαγωγική τηλεόραση. Γιατί το κάνει αυτό ο ήρωας; Ισως γιατί θέλει να ξεφύγει από τον πόλεμο, το αίμα και τα ανθρώπινα μέλη που έχει δει σκορπισμένα στα χώμα. Ίσως να ψάχνει να βρει αντίδοτο, ακόμη κι αν αυτό είναι, όπως θα αποδειχτεί, πλασίμπο.
Το πρώτο σόου είναι ένα μουσικό τηλεπαιχνίδι που έχει τίτλο «Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ». Το σόου πετυχαίνει. Αλλά όσο οι ακροαματικότητες ανεβαίνουν, η προσωπική και οικογενειακή ζωή του Χάρη κλονίζεται. Η γυναίκα του κλειδώνει πλέον την κρεβατοκάμαρά της. Αλλά οι ακροαματικότητες είναι ίσως πιο σημαντικές. «Ας κλείδωνε την κρεβατοκάμαρά της, ας τον κλείδωνε κι έξω από το σπίτι. 66.3%. Νιώθει πως κάτι μέσα του έτρεχε γρήγορα κι έπρεπε να το ακολουθήσε». Ο Χάρης αφήνεται να παρασυρθεί τελικά από αυτό το ποτάμι των τηλεοπτικών σελέμπριτις των δεκαετιών του 1990 και του 2000, τα πάρτι σε βίλες «αχυρένιων» μεγιστάνων, περιτριγυρισμένα από bodyguards, σε μετακινήσεις με ελικόπτερα, στην απατηλή αφροδισιακή εξουσία. Η διαδρομή του Χάρη στην ψυχαγωγική τηλεόραση μοιάζει να είναι ανοδική, αλλά στην ουσία πέφτει όλο και πιο χαμηλά, αναζητώντας την ακροαματικότητα. Παράλληλα με το τηλεπαιχνίδι, παρουσιάζει το πρωινάδικο «Κεφάτα Πρωινά» που δεν έχει ιδιαίτερη επιτυχία και μετά το ριάλιτι «Βασιλιάς», όπου πέντε γυναίκες παλεύουν σε τέσσερις γύρους, εξευτελιζόμενες, για να κερδίσουν έναν άντρα, τον βασιλιά. Για τον αναγνώστη, αυτή η «άνοδος» του Χάρη συμβαδίζει αντιστικτικά με τον πόνο στο Σαράγεβο, με αυτή την προηγούμενη ζωή του ήρωα που είναι διαρκώς παρούσα μέσα από τις αναδρομές και που, κατά κάποιον τρόπο, είναι «η φωνή της συνείδησης».
Μια ασθένεια, ένα είδος νευροπάθειας που του προκαλεί κινητικά προβλήματα, αναγκάζει τον Χάρη να εγκαταλείψει την τηλεόραση. Αρχίζει μια εποχή πένθους, από την οποία δεν λείπουν τα μνημόσυνα. Ένα απ’ αυτά είναι η εκπομπή-πορτρέτο που του ετοιμάζουν οι συνάδελφοί του. Μια αναδρομή. «Τι σου λείπει περισσότερο;» τον ρωτάει η παρουσιάστρια. «Η κίνηση. Μου λείπει η κίνηση… εγώ τώρα είμαι ανάπηρος άνθρωπος». Αλλά το πιο σημαντικό σε αυτή την εποχή του πένθους είναι ότι ο Χάρης αρχειοθετεί την επαγγελματική του ζωή, τα βίντεο από τις μεταδόσεις και τις εκπομπές. Το αρχείο είναι μνήμη, αυτό που μένει πίσω. Ο Χάρης κλικάρει το βίντεο με το ρεπορτάζ του από την αγορά Μαρκάλε στο Σαράγεβο και συνειδητοποιεί ότι το βλέπει για πρώτη φορά. Θέλει να το δει ολόκληρο και βυθίζεται, σαν να εξαϋλώνεται, στον ήχο που βγαίνει από τα μεγάλα ακουστικά που φοράει στα αυτιά. Η μουσική τώρα μπορεί να δυναμώσει.
Ο Μιχάλης Μαλανδράκης δημιουργεί έναν στέρεο ήρωα και μια στέρεα πλοκή για να εικονογραφήσει το κλασικό και πανάρχαιο λογοτεχνικό πρόγραμμα «άνοδος και πτώση» αλλά και να δείξει τα πολλαπλά στρώματα της ανθρώπινης συνθήκης και τα πωρώδη όρια μεταξύ ζωής και θανάτου, πόνου και χαράς, κυνισμού και συμπάθειας, επιτυχίας και αποτυχίας. Η ποιότητα αυτού του μυθιστορήματος οφείλεται όμως και στη γλώσσα. Απλή, άμεση, ρυθμική και δυναμική, με μικρές προτάσεις, κινείται πιο κοντά στη δημοσιογραφική γλώσσα του human interest story, ίσως την καταλληλότερη για να μας δείξει εικόνες, συναισθήματα και συμπεριφορές τόσο από τον εμφύλιο στη Γιουγκοσλαβία όσο και από τον τηλεοπτικό κόσμο της Αθήνας.