Υ όπως Υπεραιχμή. Ευγνωμοσύνη ανενδοίαστη οφείλουμε στους χαλκέντερους μεταφραστές που γύρισαν στη γλώσσα μας έργα δύσβατα και διασκεδαστικά, περίτεχνα και περίπλοκα, πάντα πολύτιμα. Η Ελένη Μπακοπούλου μάς δώρισε τον Ντοστογιέφσκι, ο Αχιλλέας Κυριακίδης τον Μπόρχες, η Μαρία Αγγελίδου τον Γιόζεφ Ροτ, η Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου τον Σελίν. Ο τενόρος Γιώργος Κυριαζής, εδώ και δύο δεκαετίες, με λογισμό και πάθος καταπιάνεται με τους κρυστάλλους που συναπαρτίζουν κάθε μυθιστόρημα/μεγαλείο/μέγκλα του commander Τόμας Πίντσoν. Μας έχει προσφέρει το Ουράνιο τόξο της βαρύτητας, το Mason & Dixon, που επιτέλους κυκλοφόρησε πάλι (εκδ. Χατζηνικολή), το Ενάντια στη μέρα και το Έμφυτο Ελάττωμα (εκδ. Καστανιώτης), και τώρα το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα του δημιουργού που προλόγισε τον 21ο αιώνα, το Bleeding Edge. Κάμποσα μερόνυχτα κουβεντιάζαμε τον τίτλο, τι σημαίνει, πώς μπορεί να αποδοθεί στα ελληνικά. Ο πολυμήχανος Κυριαζής βρήκε λαμπρά τη λύση: Υπεραιχμή. Και μετέφρασε το έργο, ένα ψηφιακό μετανουάρ, που θα κυκλοφορήσει οσονούπω από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Εύγε στον Κυριαζή!
Φ όπως Φλάναγκαν. Το φετινό Booker Man πήγε στον Ρίτσαρντ Φλάναγκαν (Richard Flanagan, Λόνγκφορντ, Τασμανία, 1961). Για τις ανάγκες ενός σεμιναρίου ξαναδιάβασα φέτος το δυναμικό πολιτικό θρίλερ Η άγνωστη τρομοκράτισσα (μτφρ. Παλμύρα Ισμυρίδου, εκδ. Άγρα), μια οξυδερκέστατη κριτική στον μεταμοντέρνο τρόπο ζωής, στο κοινωνικό κενό που οδηγεί στην παράνοια, στην καταστολή, στη βία. Πέρα από τη σφιχτοδεμένη πλοκή με ηρωίδα την Τζίνα, την «Κούκλα», μια στριπτιζέζ που κάνει όνειρα και ακούει Σοπέν, ιδίως το Νυχτερινό σε φα ελάσσονα, ο Φλάναγκαν φροντίζει να πλέκει αφορισμούς και ακαριαία ολιγόλεκτα στα ιλιγγιώδη υφαντά του. Πικρές διαπιστώσεις μπολιάζονται με βιτριολικό χιούμορ. Παλιά καραβάνα, ο Φλάναγκαν ξέρει πόσο μεγάλη σημασία έχει να κάνεις λογοτεχνία με φράσεις όπως: «Ο Μέντες ήταν χοντρός, με σκαμμένο πρόσωπο που έμοιαζε σαν συναρμολογημένο από γδαρμένες μπάλες του μπιλιάρδου». Ξέρει, με μαεστρία που συνδυάζει Μαρσέλ Προυστ και Ρέιμοντ Τσάντλερ, να στήνει το σκηνικό της πόλης και να το δωρίζει στην ανάμνηση. Ξέρει ότι μετά την 11η Σεπτεμβρίου πάνε αγκαλιά ο θάνατος της αθωότητας και η καλπάζουσα εξατομίκευση που οδηγεί σε μια κενή και κάθε άλλο παρά φωτογενή μοναξιά, σε μια μοναχικότητα που δεν είναι καν τραγική.
Χ όπως Χρυσόπουλος. Ό,τι κάνει ο Χρήστος Χρυσόπουλος (Αθήνα, 1968) έχει πάντα μια ανεξίτηλη στάμπα ευφυΐας. Κάθε του εγχείρημα με εντυπωσιάζει με την πρωτοτυπία του τρόπου του. Είτε γράφει δοκίμιο, είτε φωτογραφίζει, είτε διδάσκει, είτε αγορεύει στο θρυλικό γραφείο της κυρίας Μάνιας στις εκδόσεις Εστία, ο Χρυσόπουλος μοιάζει να ανακατεύει ξανά μια τράπουλα δικής του επινοήσεως, σαν να αποσυναρμολογεί και ανασυναρμολογεί το σύμπαν ολόκληρο, το οποίο είχε φροντίσει να εγκλείσει μεθοδικά σε ένα μεταλλικό κιβώτιο γεμάτο ηλεκτρόδια και μηχανισμούς εμπνευσμένους από σελίδες του William Burroughs και του Brion Gysin. «Τι ήταν η Γκάλτα; Δεν μπορούσες να καθορίσεις αν ήταν πόλη, αρχαιολογικό ερείπιο ή εγκαταλελειμμένο μοναστήρι. Είχε ταυτόχρονα κάτι ιερό και οργιώδες». Ο Χρυσόπουλος ταξίδεψε στην Ινδία, περιπλανήθηκε και παρατήρησε, κατέγραψε και ανάπλασε. Το Σώμα του Τιρθανκάρα (εκδ. Νεφέλη) είναι ο έγγραφος καρπός της περιπέτειάς του.
Ψ όπως Ψηφιακός Αναγνώστης. Διαβάζεις και σκέφτεσαι ότι δεν πάνε χαμένα τα όσα γράφεις χρόνια τώρα δεκαετίες, εσύ, και ο Αρανίτσης, και καναδυό άλλοι, όλοι σας κοσμοναύτες του εσωτερικού Διαστήματος και ψαλμωδοί της μεταμοντέρνας υπερψυχεδέλειας. Ο Γιώργος Λαμπράκος (Αθήνα, 1977), ιχνηλάτης του ψηφιακού σύμπαντος, γερός αναγνώστης των στενογράφων του σήμερα, κινούμενο σύνορο ο ίδιος ανάμεσα στις γαίες των δομικών δοκιμών και τους λειμώνες της ποιητικής ανάτασης, έρχεται με δεκατρία συγκροτημένα σύμπαντα, υπό μορφή διηγημάτων, να θέσει τα δικά του σημεία στίξεως στο γραπτό παραλήρημα της εποχής μας. Ο Ψηφιακός Νάρκισσος (εκδ. Γαβριηλίδης) επιχειρεί μιαν ακόμα, πολύτιμη, χαρτογράφηση του χάους μιας εποχής που ακόμη αναζητάει τους σηματοδότες της.
Ω όπως Ώρα Μηδέν. Το γεωπολιτικό θρίλερ του Guy-Philippe Goldstein (Παρίσι, 1974) που διάβασα μέσα σε σαράντα τέσσερις ώρες, πίνοντας δεκατέσσερις καφέδες σερί, αποτελείται από τέσσερα κεφάλαια, απλώνεται σε εξακόσιες ενενήντα τέσσερις σελίδες, γράφτηκε/εκδόθηκε το δύο χιλιάδες τέσσερα, στη Γαλλία, και το δύο χιλιάδες δεκατέσσερα εδώ, έχει τίτλο Βαβέλ Ώρα Μηδέν (μτφρ. Σοφία Λεωνίδη, εκδ. Πόλις) και είναι ένα από τα τέσσερα καλύτερα μυθιστορήματα αποτύπωσης των παλμικών πεδίων που, μαζί με την απώλεια νοήματος και την πανίσχυρη κατίσχυση της ψευδαίσθησης έναντι της αλήθειας, του νοήματος και των γεγονότων, αποτελούν τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του δίχως ράγες τρένου που είναι ο κόσμος μας. «Δεν υπάρχει πια ψέμα. Δεν υπάρχει πια αλήθεια. Δεν υπάρχει πια κανένα νόημα» αποφαίνεται ο Goldstein. «Η ίδια η πόλη έχει καταστεί ένας ηθικός αυτουργός, χαμένος μέσα στη σύγχυση της υποταγής. Δεν ανήκει πια παρά στον εαυτό της – δηλαδή σε κανέναν».
σχόλια