Ξεχωριστή θέση πρέπει κανείς να δώσει κανείς στον Νόρμπερτ Ελίας τον εξαιρετικό αυτό θεμελιωτή και ιεροφάντη των ανθρωπιστικών επιστημών, που ένωσε με έναν τρόπο μαγικό την ιστορία με την κοινωνιολογία, την ψυχανάλυση με τον εμπειρισμό. Σπάνιο για έναν στοχαστή να δουλεύει με αφηρημένες έννοιες, αλλά ταυτόχρονα να επαφίεται στις βιωματικές εμπειρίες και στη δύναμή τους για να αποδομήσει τον ιστορισμό (και όχι την ιστορία). Είναι, άλλωστε, ο πρώτος που διείδε τη δύναμη που έχουν για την ανάγνωση της ιστορίας από τον Μεσαίωνα και ύστερα τα τελετουργικά, το φαγητό και η ενδυμασία – ακόμη και η διαδικασία της αφόδευσης ή το μιαρό αποτύπωμα του πτύειν στο γυαλιστερό αστικό υπόστρωμα. Αντίστοιχα πάλι, μιλώντας για το πιο μελανό σημείο της σύγχρονης Ιστορίας, που αναμφίβολα είναι το Ολοκαύτωμα, ο Ελίας δεν παρασύρθηκε από την πεσιμιστική φιλοσοφική ανάγνωση της Σχολής της Φρανκφούρτης –η οποία ωστόσο τον επηρέασε τα μάλα– παρά προσπάθησε με την κριτική ματιά του πολυσχιδούς ερευνητή των ανθρωπιστικών επιστημών να δει τι σημαίνει η αποτρόπαια και άκρως ανεξήγητη αυτή διαπίστωση για την εξέλιξη και ερμηνεία του πολιτισμού. Το αποτέλεσμα της πολύπτυχης ανάλυσης του Γερμανοεβραίου ερευνητή είναι το εξαιρετικό Ναζισμός και γερμανικός χαρακτήρας που μόλις κυκλοφόρησε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (και τη σειρά Προοπτικές), σε ακριβή μετάφραση Γιάννη Θωμαδάκη και Γιάννη Πεδιώτη. Η ανάλυση του Ελίας, που γράφτηκε το 1961 με αφορμή τη δίκη του Άιχμαν, οριοθετεί πολλά αναφορικά με τον τρόπο δράσης και αντίδρασης όχι μόνο των Γερμανών αλλά και πολλών εθνών-κρατών της Ευρώπης – και συγκεκριμένα για την ισχυρή αλληλεπίδραση κράτους και ατόμου στον τρόπο κατίσχυσης συγκεκριμένης συμπεριφοράς έναντι της άλλης.
Ο Ελίας μιλάει, βέβαια, και για ένα ανεξήγητο μίσος, αλλά δεν εντοπίζει την ανάλυσή του αναφορικά με τον απόλυτα εξορθολογισμένο μηχανισμό εξόντωσης σε θυμικά δεδομένα ή ψυχαναλυτικά κατάλοιπα.
Σε αυτό το σημείο ο Ελίας πρωτοτύπησε όσο κανείς: σπάζοντας το δίπολο εσωτερικότητας-εξωτερικότητας και ατόμου-κοινωνίας, θεώρησε πως ο τρόπος της ιστορικής δράσης δεν μπορεί να είναι αποκλειστικά το έργο μιας ανεξέλεγκτης ατομικής συνείδησης –βλέπε Φύρερ– ή της παρανοϊκής σύμπνοιας ενός λαού αλλά το αποτέλεσμα της μεταξύ τους αλληλεπίδρασης σε πολλαπλά πεδία. Επιπλέον, η νοσηρή συνθήκη που γέννησε τις εν λόγω πράξεις ανακαλεί πολυπρισματικές επισημάνσεις σε σχέση με το τι περιλάμβαναν ως φαντασίωση, τι ακριβώς αντιλαμβάνονταν και πού τελικά οδήγησαν. Έτσι, κάθε ιστορικό συμβάν, ακόμη κι όταν πρόκειται για το Ολοκαύτωμα, δεν μπορεί να ιδωθεί αποσπασματικά ως ατυχής στιγμή ή ως μελανή παρένθεση αλλά να προσδιοριστεί βάσει ενός γίγνεσθαι που εντοπίζει τις πράξεις αυτές σε διαφορετικές στιγμές του ιστορικού ορίζοντα. Μια ντετερμινιστική ανάλυση θα ήταν εν προκειμένω άκυρη, όπως θα ήταν και μια εύκολη ψυχολογική προσέγγιση που απλώς θα περιέγραφε τους ναζί και τον Χίτλερ ως ανήκουστους παράφρονες. Μια τέτοια ανάλυση θα θεωρούσε πως η μαζική εξόντωση των Εβραίων ήταν το αποτέλεσμα μιας παρανοϊκής πολιτικής πράξης που δεν πρόκειται να διαπιστωθεί σε καμία άλλη στιγμή της ιστορίας της πεφωτισμένης Δύσης. Το ίδιο, όμως, τονίζει πολύ σοφά ο Ελίας, έλεγαν και τότε, σε μια εποχή εκβιομηχάνισης και προϊούσας ανάπτυξης της τεχνολογίας, ότι «αυτό δεν μπορεί να συμβεί στην Ευρώπη» ποτέ. Μια διαπίστωση κάτω από την οποία συνωθούνται πλείστες όσες αυταπάτες που υφίστανται ακόμη και σήμερα και τότε απλώς βοήθησαν ώστε να τραφεί ακόμη περισσότερο το τέρας. Οι αυταπάτες ήταν μαζικές, αφορούσαν όλους τους λαούς της Ευρώπης και δεν είχαν να κάνουν μόνο με τους Γερμανούς – ειδικότερα όμως με τους τελευταίους, οι ψευδαισθήσεις απέβησαν μοιραίες στον βαθμό που διευκόλυναν έναν μαζικό μηχανισμό εξόντωσης. Κι αυτό είναι το σημαντικότερο πρόβλημα που εντοπίζει ο Γερμανοεβραίος στοχαστής στην ανάλυσή του και έγκειται κυρίως στη διαφορά που εντοπίζει μεταξύ φαντασιακού και ρεαλισμού, δηλαδή μεταξύ των μαζικών ψευδαισθήσεων που καλλιεργήθηκαν στους κόλπους του γερμανικού λαού και της πραγματικής κατάστασης της γερμανικής ιστορίας: ο εξωραϊσμός του Τρίτου Ράιχ, της γερμανικής δύναμης και του εθνικού ιδεώδους. «Εδώ, στην ακαταμάχητη δύναμη μιας απόλυτης πεποίθησης, ενός απόλυτου εθνικού και κοινωνικού ιδεώδους, η οποία έκανε προσωρινά τους θιασώτες της να νιώθουν παντοδύναμοι και την οποία έπρεπε πάση θυσία να υπηρετήσουν, εδώ εδραζόταν ο κίνδυνος που αργότερα εκφράστηκε με τόσο λυσσαλέο τρόπο απ' το ναζιστικό κίνημα» γράφει στον Ναζισμό ο Ελίας.
Και ο λόγος που η εθνική περηφάνια εκφράστηκε με τόσο μένος είναι γιατί οι Γερμανοί δεν κατάφεραν ποτέ στο παρελθόν να ζήσουν τις ιστορικές στιγμές των κραταιών μεγαλείων που προκάλεσαν την ακήρατο ταυτότητα μιας αυτοκρατορίας με τον τρόπο που το έκαναν οι Γάλλοι ή οι Βρετανοί. Οι όποιες νίκες τους συνοδεύτηκαν από μια μετέπειτα καταστροφική ιστορική θέση, οδηγώντας σε συντριπτικές ως επί το πλείστον ήττες: εξού και το ότι η «ισορροπία ανάμεσα στην υπερηφάνεια και στην αλαζονεία» στην περίπτωση της Γερμανίας παρέμεινε, σύμφωνα με τον Ελίας, «σχετικά ευάλωτη κι επισφαλής», καλλιεργώντας το πεσιμιστικό υπόστρωμα που προσέδωσε στον γερμανικό εθνικισμό τα χαρακτηριστικά του ρομαντισμού. Οι κραταιοί ρομαντικοί μύθοι που μιλούσαν για μάταιους έρωτες και θάνατο –όπως φάνηκε στη συμβολική εποποιία ενός Βάγκνερ– οδήγησαν σε ένα αφηρημένο ιδεαλιστικό σύννεφο γεμάτο οράματα και ψευδαισθήσεις, σε ένα Weltanschauung, μια γενική κοσμοθεωρία και όχι σε ουσιαστικό βίωμα. Δεν έγιναν, όπως ορθώς επισημαίνει ο Ελίας, συγκεκριμένη καθημερινή πραγματικότητα ούτε αποδομήθηκαν με χιουμοριστικά τερτίπια, όπως συνέβη στη Μεγάλη Βρετανία από τους ίδιους τους πολίτες, όταν οι ίδιοι αντιλήφθηκαν τη σταδιακή παρακμή της μέχρι πρότινος κραταιάς αυτοκρατορίας τους. Εν προκειμένω, δεν επετράπη στους Γερμανούς να εκφράσουν με συγκεκριμένο τρόπο την ατομική βούληση, διαμορφώνοντας ένα εξατομικευμένο εγώ, καθώς αυτό κατακρεουργήθηκε από τη συλλογική συνθήκη. «Κατά τη διάρκεια αιώνων απολυταρχικής εξουσίας, οι Γερμανοί είχαν καλλιεργήσει μια σιωπηρή λαχτάρα για εθνικά ιδεώδη, πεποιθήσεις, βασικές αρχές και πρότυπα, τα οποία απαιτούσαν απόλυτη υποταγή. Το ζητούμενο ήταν: ή όλα ή τίποτα. Η προσταγή ήταν κατηγορική». Στο σημείο αυτό ο Ελίας φαίνεται να συμπορεύεται με την αντίστοιχη ανάλυση που κατέθεσε τότε η Χάνα Άρεντ για το ναζιστικό φαινόμενο: η κατηγορική προσταγή, η αυστηρή και η βαθιά ριζωμένη καντιανή συνείδηση, είναι που οδήγησαν εκατομμύρια Εβραίους σε εξόντωση από τα χέρια απλών πολιτών και συμπατριωτών τους και όχι η τυφλή επίδραση ενός αποχαλινωμένου θυμικού. Ο Ελίας μιλάει, βέβαια, και για ένα ανεξήγητο μίσος, αλλά δεν εντοπίζει την ανάλυσή του αναφορικά με τον απόλυτα εξορθολογισμένο μηχανισμό εξόντωσης σε θυμικά δεδομένα ή ψυχαναλυτικά κατάλοιπα.
Εδώ η εξόντωση των Εβραίων ήταν μαζική και εκπορευόταν από την ανάγκη της μάζας –το αμόρφωτο πόπολο ήταν που ενίσχυσε, κατά κάποιον τρόπο, τη συλλογική παράνοια, καθώς ο γερμανικός στρατός επανδρώθηκε από τον ίδιο τον λαό– και όχι από τις στρατιωτικές ελίτ, όπως συνέβαινε τα περασμένα χρόνια. Γι' αυτήν τη μάζα αλλά και για την εσωτερικευμένη συνείδηση του απλού Γερμανού πολίτη, που συνέχισε να τρέφει τις ίδιες αυταπάτες, το εθνικοσοσιαλιστικό δόγμα θεωρήθηκε ανώτερο όλων, ακριβώς επειδή κολάκευε την αυταρέσκεια των μέχρι πρότινος εξαθλιωμένων οπαδών του. Ακόμη και σήμερα, αν το σκεφτεί κανείς, το ναζιστικό δόγμα ουσιαστικά μεταμορφώνει τα λούμπεν και εξαθλιωμένα στοιχεία σε μονάδες, τους προσδίδει δύναμη και σθένος που κατά κανόνα εκτρέφεται από το μίσος. Αντίστοιχα, πάλι, οι λαοί που εχθρεύονται τους ξένους, διαμορφώνοντας στους κόλπους τους ένα κοινό μέτωπο, δημιουργούν έναν ψευδή αρραγή δεσμό που φέρνει κοντά ετερόκλητα μέλη και ταξικά δεδομένα με ενοποιητικό παράγοντα το μίσος. «Μέσα από την υιοθέτηση αυτών των δογμάτων, η αδύναμη πλειοψηφία ταυτίζεται με την άρχουσα ελίτ, η οποία λειτουργεί ως εκπρόσωπός της στις σχέσεις με τα άλλα έθνη και λαμβάνει τις περισσότερες αποφάσεις σε αυτό το πεδίο». Έτσι εξηγείται και η πλειοψηφική ενότητα που παρουσιάζουν πολλά ακροδεξιά κόμματα, η απομείωση των διαφορετικών φωνών και η εξάλειψη των γόνιμων πολιτικών αντιθέσεων –έστω ανοιχτών διαλόγων– σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Ο φανατισμός φαίνεται να υποκαθιστά πλέον την πολυδιάστατη πολιτική πραγματικότητα, καλλιεργώντας περισσότερο από ποτέ την «αίσθηση του μοιραίου» για την οποία μιλάει ο Ελίας, αυτή την εθνικοψυχολογική συνθήκη που κάνει έναν λαό να πιστεύει πως οποιαδήποτε προσπάθεια για αλλαγή θα αποβεί χαμένη. Κόντρα, επομένως, στις συλλογικές ψευδαισθήσεις για ένα έθνος-κράτος που είναι ικανό να προστατεύσει τη χαμένη ενότητα εξαλείφοντας τις ατομικές συνειδήσεις αλλά και κόντρα σε μια εξατομικευμένη φωνή που δεν θα λαμβάνει υπόψη τη δημιουργική δύναμη της συλλογικότητας, ο Ελίας πίστεψε σε έναν πολιτισμό που θα ενισχύει τις διαφορετικές φωνές τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Δεν θα είναι ο πολιτισμός που θα εκθρέψει πολλούς μικρούς Φύρερ αλλά έναν δημιουργικό Μότσαρτ, όπως ήταν ο τίτλος ενός άλλους ευφυούς βιβλίου, όπου ο Ελίας προσπάθησε να ορίσει μια διαφορετική περίπτωση εξατομίκευσης ως ενίσχυση και όχι ως αντίθεση της συλλογικής πορείας και εξέλιξης του πολιτισμού. Ο χαρακτήρας της διάνοιας είναι, άλλωστε, που κάνει τη διαφορά και διαμορφώνει τη συλλογική συνείδηση που έχει ανάγκη κάθε λαός αλλά και κάθε πολιτισμός, καλύπτοντας το αφόρητο, οξύτατο κενό της μυθολογικής συνθήκης.
σχόλια