ΙΣΩΣ ΤΟ ΠΙΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ του Τόμας Μπερνχαρντ, το «Βαδίζοντας» είναι εμπνευσμένο από τους περιπατητικούς διαλόγους των αρχαίων φιλοσόφων, αλλά μεταφερμένους στην εποχή των σύγχρονων συγκρούσεων.
Για την ακρίβεια, καταγράφει τους διαλόγους επί παντός επιστητού ανάμεσα στον ανώνυμο αφηγητή και τον φίλο του Όλερ, με τη γνωστή εσωτερική μάτια του Μπερνχαρντ. Μόνιμο σημείο αναφοράς είναι ο κοινός τους φίλος Κάρερ, ο οποίος έχει οδηγηθεί στην παράνοια.
Όπως έγραφε η «Publishers Weekly»: «Το έργο του Μπέρνχαρντ είναι το μεγαλύτερο αστείο στη λογοτεχνία. Για να είμαι ειλικρινής, μια τέτοια λίστα πιθανότατα θα αποτελούνταν από εννέα βιβλία του Μπέρνχαρντ και ίσως ένα του Μπέκετ. Θα σταθώ όμως σε αυτή τη νουβέλα για την εξαιρετικά μεγάλη, υστερικά αστεία περιγραφή της ψυχικής κατάρρευσης του Κάρερ σε ένα κατάστημα ρούχων».
Ακολουθεί ένα απόσπασμα:
Την ενδυμασία μας όμως δεν την εγκαταλείπουμε πλέον, κι έτσι δεν έχει νόημα να πούμε πως ο Όλερ θα έπρεπε να φορά καπέλο με στενό γείσο, παντελόνι με ρεβέρ, όχι τόσο στενά σακάκια σαν αυτά που φορά και τα λοιπά ή πως εγώ θα έπρεπε να φορώ μάλλινα γάντια, βαριά μποτίνια και τα λοιπά, επειδή την ενδυμασία με την οποία βαδίζουμε και την οποία ήδη επί χρόνια συνηθίζουμε, επί δεκαετίες, όπου κι αν πηγαίνουμε, δεν την εγκαταλείπουμε πλέον, επειδή αυτή η ενδυμασία έχει γίνει για μας μέσα στις δεκαετίες οριστική συνήθεια, κι έτσι οριστική ενδυμασία. Ακούμε κάτι, λέει ο Όλερ μια Τετάρτη, εξετάζουμε αυτό που ακούμε, και το εξετάζουμε αυτό που ακούμε τόσο πολύ, μέχρι που πρέπει να πούμε πως αυτό πoυ έχουμε ακούσει είναι αναληθές, πως είναι ψέμα αυτό που έχουμε ακούσει. Βλέπουμε κάτι, εξετάζουμε αυτό που βλέπουμε τόσο πολύ, μέχρι που πρέπει να πούμε πως αυτό που βλέπουμε είναι φρικτό. Έτσι, μια ολόκληρη ζωή δεν ξεφεύγουμε ποτέ από τη φρίκη και την αναλήθεια και το ψέμα, λέει ο Όλερ. Κάνουμε κάτι, σκεφτόμαστε αυτό που κάνουμε τόσο πολύ, μέχρι που πρέπει να πούμε πως είναι κάτι χυδαίο, κάτι μικροπρεπές, κάτι ξεδιάντροπο, κάτι ανήκουστα απελπιστικό αυτό που κάνουμε και πως φυσικά αυτό που κάνουμε είναι ολοφάνερα λάθος. Έτσι η κάθε μέρα μας γίνεται κόλαση, είτε το θέλουμε είτε όχι, κι αυτό που σκεφτόμαστε γίνεται, όταν το σκεφτούμε πραγματικά, όταν έχουμε την απαιτούμενη πνευματική διαύγεια και οξύτητα, σε κάθε περίπτωση, πάντα, κάτι χυδαίο και μικροπρεπές και περιττό, κάτι που μας καταθλίβει σε όλη μας τη ζωή με τον πιο συνταρακτικό τρόπο. Διότι όλα όσα γίνονται αντικείμενο σκέψης είναι περιττά. Η φύση δεν χρειάζεται τη σκέψη, λέει ο Όλερ, μόνο η ανθρώπινη υπεροψία σκέφτεται αδιάκοπα τη σκέψη της μέσα στη φύση. Αυτό που πρέπει πέρα για πέρα να μας καταθλίβει είναι το γεγονός πως μέσω αυτού του ξεδιάντροπου στοχασμού μέσα σε μια φύση που είναι, φυσικά, απολύτως άτρωτη έναντι αυτού του στοχασμού βυθιζόμαστε σε μια κατάθλιψη ολοένα μεγαλύτερη από αυτή στην οποία ήδη βρισκόμαστε. Όπως είναι φυσικό, οι καταστάσεις γίνονται μέσω του στοχασμού μας, λέει ο Όλερ, ακόμα πιο ανυπόφορες καταστάσεις. Κι αν νομίζουμε πως κάνουμε τις ανυπόφορες καταστάσεις υποφερτές, πρέπει λοιπόν σύντομα να καταλάβουμε ότι τις ανυπόφορες καταστάσεις δεν τις έχουμε κάνει (δεν θα μπορούσαμε να τις έχουμε κάνει) υποφερτές, ούτε καν πιο υποφερτές καταστάσεις, αλλά μόνο ακόμα πιο ανυπόφορες. Και με τις περιστάσεις είναι όπως με τις καταστάσεις, λέει ο Όλερ, και με τα γεγονότα συμβαίνει το ίδιο. Ολόκληρη η πορεία της ζωής είναι μια πορεία επιδείνωσης, κατά την οποία διαρκώς –και αυτός ο νόμος είναι ο πιο απάνθρωπος– τα πάντα επιδεινώνονται. Βλέπουμε έναν άνθρωπο, και πρέπει σύντομα να πούμε στον εαυτό μας, τι φρικτός, τι ανυπόφορος άνθρωπος. Βλέπουμε τη φύση, και πρέπει να πούμε, τι φρικτή, τι ανυπόφορη φύση. Βλέπουμε κάτι καλλιτεχνικό, οτιδήποτε καλλιτεχνικό, και πρέπει σύντομα να πούμε, τι ανυπόφορη καλλιτεχνία. Βαδίζουμε, και μετά από λίγο λέμε πάλι, τι ανυπόφορος περίπατος, όπως όταν τρέχουμε λέμε, τι ανυπόφορο τρέξιμο, όπως όταν στεκόμαστε, τι ανυπόφορη στάση, όπως όταν σκεφτόμαστε, τι ανυπόφορη σκέψη. Συναντάμε κάποιον, και μετά από λίγο σκεφτόμαστε, τι ανυπόφορη συνάντηση. Κάνουμε ένα ταξίδι, και μετά από λίγο λέμε στον εαυτό μας, τι ανυπόφορο ταξίδι, τι ανυπόφορος καιρός, λέμε, λέει ο Όλερ, για τον οποιονδήποτε καιρό, όταν σκεφτόμαστε τον οποιονδήποτε καιρό. Κι αν η νόησή μας είναι οξεία, αν η σκέψη μας είναι η πιο ακέραια και η πιο διαυγής, λέει ο Όλερ, πρέπει αμέσως να πούμε για τα πάντα πως είναι ανυπόφορα και φρικτά. Είναι λοιπόν αναμφίβολα τέχνη το να υποφέρεις το ανυπόφορο και ό,τι είναι φρικτό να μην το νιώθεις ως τέτοιο, φρικτό. Φυσικά πρέπει να ορίσουμε αυτή την τέχνη ως τη δυσκολότερη όλων. Η τέχνη του να υπάρχεις ενάντια στα γεγονότα, λέει ο Όλερ, είναι η δυσκολότερη τέχνη. Να υπάρχεις ενάντια στα γεγονότα σημαίνει να υπάρχεις ενάντια στο ανυπόφορο και ενάντια στο φρικτό, λέει ο Όλερ. Όταν δεν υπάρχουμε διαρκώς ενάντια αλλά μόνο διαρκώς σε συμφωνία με τα γεγονότα, λέει ο Όλερ, αφανιζόμαστε στη στιγμή. Γεγονός είναι πως η ύπαρξή μας συνιστά μια ανυπόφορη και φρικτή ύπαρξη, κι αν υπάρχουμε σε συμφωνία με αυτό το γεγονός, λέει ο Όλερ, και όχι ενάντια σε αυτό το γεγονός, αφανιζόμαστε με τον πιο αξιολύπητο και τον πιο πρόστυχο τρόπο, θα έπρεπε λοιπόν να μη μας είναι τίποτα πιο σημαντικό από το να υπάρχουμε διαρκώς, αν και μέσα, ταυτόχρονα όμως και ενάντια στο γεγονός μιας ανυπόφορης και φρικτής ύπαρξης. Οι πιθανότητες να υπάρχεις μέσα στο (και σε συμφωνία με το) γεγονός μιας ανυπόφορης και φρικτής ύπαρξης είναι οι ίδιες με τις πιθανότητες να υπάρχεις ενάντια στην ανυπόφορη και φρικτή ύπαρξη, κι έτσι μέσα στο (και σε συμφωνία με το) και ταυτόχρονα ενάντια στο γεγονός μιας ανυπόφορης και φρικτής ύπαρξης. Ο άνθρωπος έχει πάντα τη δυνατότητα να υπάρχει μέσα σε (και σε συμφωνία με) ένα και συνεπώς μέσα σε όλα και ενάντια σε όλα τα γεγονότα, χωρίς να υπάρχει ενάντια σε αυτό το γεγονός και ενάντια σε όλα τα γεγονότα, όπως έχει πάντα τη δυνατότητα να υπάρχει όντως μέσα σε (και σε συμφωνία με) ένα γεγονός και σε συμφωνία με όλα τα γεγονότα και ενάντια σε ένα και σε όλα τα γεγονότα, κι έτσι κυρίως ενάντια στο γεγονός ότι η ύπαρξη είναι ανυπόφορη και φρικτή. Είναι πάντα ζήτημα πνευματικής διαύγειας και πνευματικής οξύτητας, καθώς και έντασης της πνευματικής διαύγειας και της πνευματικής οξύτητας, λέει ο Όλερ. Ο περισσότερος κόσμος, πάνω από ενενήντα οχτώ τοις εκατό, λέει ο Όλερ, δεν έχει ούτε πνευματική διαύγεια ούτε πνευματική οξύτητα, και δεν έχει καν νόηση. Ολόκληρη η μέχρι τώρα Ιστορία το αποδεικνύει αυτό πέρα από κάθε αμφιβολία. Όπου κι αν κοιτάξουμε, απουσιάζει η πνευματική διαύγεια, απουσιάζει η πνευματική οξύτητα, λέει ο Όλερ, τα πάντα είναι μια τεράστια, μια συγκλονιστικά μακρά Ιστορία χωρίς πνευματική διαύγεια και χωρίς πνευματική οξύτητα, κι έτσι χωρίς νόηση. Όταν κοιτάζουμε την Ιστορία, μας καταθλίβει κυρίως η παντελής έλλειψη νόησης, για να μη μιλήσουμε καθόλου για πνευματική διαύγεια και πνευματική οξύτητα. Με βάση αυτά δεν είναι υπερβολή να πούμε πως ολόκληρη η Ιστορία είναι μια ολωσδιόλου στερημένη από νόηση Ιστορία, γεγονός που την καθιστά μια απολύτως νεκρή Ιστορία. Έχουμε πράγματι, λέει ο Όλερ, όταν κοιτάζουμε την Ιστορία, όταν μελετάμε την Ιστορία, κάτι που ένας άνθρωπος σαν εμένα έχει την τόλμη να κάνει κατά καιρούς, μια πελώρια φύση πίσω μας, αληθινά κάτω από εμάς, όμως στην πραγματικότητα καμιά απολύτως Ιστορία.