ΤI ΘΑ ΣΥΝΕΒΑΙΝΕ αν η Ελισάβετ της Αγγλίας ανακάλυπτε στα εβδομήντα της τις χαρές του διαβάσματος; Τι συνέπειες θα είχε η όψιμη γνωριμία της με το έργο του Προυστ, του Χάρντι, των αδελφών Μπροντέ; Και πώς θ' αντιδρούσαν οι γύρω της βλέποντάς την να εξελίσσεται σε βουλιμική αναγνώστρια και ν' αδιαφορεί όλο και περισσότερο για τους τύπους που τηρούσε ευλαβικά σ' όλη της τη διαδρομή;
Οι απαντήσεις, στη σπιρτόζα νουβέλα του Βρετανού δραματουργού Άλαν Μπένετ «Το βασίλειό μου για ένα βιβλίο», όπως μεταφέρθηκε το «Uncommon reader» στα ελληνικά (μετ. Τ. Παπαϊωάννου, «Μεταίχμιο», 2009). Γνωστός μας από την «Τρέλα του βασιλιά Γεωργίου Γ'», που μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο, αλλά κι από το σενάριο του «Τεντώστε τ' αφτιά σας» του Στίβεν Φρίαρς, ο Μπένετ υπογράφει ένα διαμαντάκι για τη «δημοκρατία των γραμμάτων», ένα απολαυστικό κι ενίοτε ξεκαρδιστικό παραμύθι για το πώς τα βιβλία, διευρύνοντας τη συνείδησή μας, μας αλλάζουν τη ζωή.
«Αισθανόταν, όμως, και θλίψη και ντροπή», γράφει ο Μπένετ. Γιατί, μολονότι παλιά είχε γνωρίσει τον Έλιοτ, τον Λάρκιν, ακόμα και τον Τεντ Χιούζ, «που της είχε γυαλίσει μάλιστα λιγάκι», επειδή αγνοούσε το έργο τους δεν είχε τίποτε ενδιαφέρον να τους πει.
Ένα ωραίο πρωί, λοιπόν, ενώ βγάζει βόλτα τα σκυλιά της, η βασίλισσα πέφτει πάνω σ' ένα καμιόνι παρκαρισμένο πλάι στους σκουπιδοτενεκέδες των μαγειρείων, που δεν είναι παρά η κινητή βιβλιοθήκη του Δήμου Γουεστμίνστερ. Η Αυτής Μεγαλειότητα, σπρωγμένη από το καθήκον, ως συνήθως, θ' αρχίσει να δανείζεται στην τύχη διάφορους φθαρμένους τόμους. Και παράλληλα θα πιάσει γνωριμία με τον (γκέι) φιλαναγνώστη βοηθό του μάγειρα, ο οποίος θ' αναβαθμιστεί σε γραμματέα της.
Σύντομα η βασίλισσα θα διαπιστώσει ότι το ένα βιβλίο οδηγεί στο άλλο, κι ότι οι μέρες της δεν είναι αρκετά μεγάλες για να διαβάσει όσα θα ήθελε. «Αισθανόταν, όμως, και θλίψη και ντροπή», γράφει ο Μπένετ. Γιατί, μολονότι παλιά είχε γνωρίσει τον Έλιοτ, τον Λάρκιν, ακόμα και τον Τεντ Χιούζ, «που της είχε γυαλίσει μάλιστα λιγάκι», επειδή αγνοούσε το έργο τους δεν είχε τίποτε ενδιαφέρον να τους πει. Ανακαλύπτοντας, επίσης, τον βίο της Σίλβια Πλαθ, θ' ανακουφιστεί που δεν είχε ανάλογες εμπειρίες, αλλά μπροστά στις αναμνήσεις της Λορίν Μπακόλ με ζήλια θα συνειδητοποιήσει «ότι η κυρία αυτή είχε περάσει πολύ καλύτερα»!
Γιατί διαβάζουμε; Από περιέργεια, για την ευχαρίστησή μας, για να περνάμε την ώρα μας ή για να γνωρίζουμε τους ανθρώπους καλύτερα; «Ω, έλα λοιπόν, προχώρα!» φωνάζει η Ελισάβετ μ' ένα... αργόσυρτο βιβλίο του Χένρι Τζέιμς στο χέρι, σπεύδοντας ν' απολογηθεί στην πληγωμένη υπηρέτριά της, που νόμισε ότι η διαταγή προοριζόταν γι' αυτήν. «Ότι αυτή η έκρηξη ευαισθησίας μπορεί να είχε κάποια σχέση με τα βιβλία, ακόμα και μ' αυτόν τον μονίμως εκνευριστικό Χένρι Τζέιμς, ούτε που της πέρασε από το μυαλό εκείνη τη στιγμή»!
Εν τω μεταξύ, όλοι σχεδόν γύρω της δυσανασχετούν. Από τα σκυλιά της, που διασκεδάζουν την πλήξη τους ξεσκίζοντας μυθιστορήματα του Ίαν Μακ Γιούαν και της Αντόνια Μπάιατ, ως τους αυλικούς της που ανησυχούν μήπως το χόμπι της βασίλισσας, «αν και δεν είναι ακριβώς ελιτίστικο», στέλνει λάθος μηνύματα δημιουργώντας κοινωνικούς διαχωρισμούς! Κι ενώ οι τελευταίοι μηχανεύονται τρόπους να... «παραγοντοποιήσουν» τη νέα συνήθειά της (μ' ένα δελτίο τύπου, π.χ., που θα έλεγε ότι η Α.Μ. διαβάζει κι άλλες εθνικές λογοτεχνίες πέραν της αγγλικής), εκείνη αρχίζει να συζητάει με τους πολίτες περί Χάρι Πότερ και Τζέιν Όστιν και να ζητάει –εις μάτην– από τον πρόεδρο της Γαλλίας τη γνώμη του για τον Ζενέ.
Πού θα φτάσουν οι... εκκεντρικότητες της βασίλισσας; Ας μην αποκαλύψουμε πόσο κάλπασε η φαντασία του Μπένετ. Ας κρατήσουμε μόνο μια φράση-κλειδί, που τόσο εντυπωσίασε την ηρωίδα του ώστε την αντέγραψε στο σημειωματάριό της αμέσως: «Μια συνταγή ευτυχίας είναι να μη δίνεις σημασία στα προνόμια». Ένα δίδαγμα που η πραγματική Ελισάβετ ίσως να μην καταφέρει να μάθει ποτέ.