Πριν από λίγο καιρό εμφανίστηκαν στα βιβλιοπωλεία μερικά μουσικά βιβλία μικρού σχήματος (16,3 Χ 11,8) από τις εκδόσεις Οξύ. Τα βιβλία αυτά ανήκουν σε μια σειρά, που αποκαλείται «33 1/3» και στην οποίαν «αναλύονται» δίσκοι βινυλίου LP, που γυρίζουν φυσικά στις 33 και 1/3 στροφές και οι οποίοι έπαιξαν κάποιο ρόλο σε ό,τι ονομάζεται «ποπ & ροκ κουλτούρα» ή και πέρα απ’ αυτήν ορισμένες φορές.
Σε πρώτη φάση τυπώθηκαν δεκατρία τέτοια βιβλία, που αφορούν στα εξής άλμπουμ: Bob Dylan “Highway 61 Revisited”, Joy Division “Unknown Pleasures”, Led Zeppelin “IV”, The Beatles “Let it Be”, Beach Boys “Pet Sounds”, Metallica “Metallica”, Μαρία Κάλλας “Lyric and Coloratura Arias”, Tom Waits “Swordfishtrombones”, Pink Floyd “The Piper at The Gates of Dawn”, Nine Inch Nails “Pretty Hate Machine”, Pixies “Doolittle”, Μάνος Χατζιδάκις «Ο Μεγάλος Ερωτικός» και Διονύσης Σαββόπουλος «Βρώμικο Ψωμί».
Όπως βλέπουμε από αυτά τα δεκατρία βιβλία τα έντεκα αφορούν σε ξένους δίσκους, ενώ δύο αφορούν σε ελληνικούς. Εκείνα των ξένων δίσκων είναι γραμμένα από ξένους συγγραφείς, άρα εδώ μας έρχονται ως μεταφρασμένα, ενώ τα δύο, που ασχολούνται με τα ελληνικά άλμπουμ του Μ. Χατζιδάκι και του Δ. Σαββόπουλου, είναι γραμμένα από Έλληνες.
Η σειρά, φυσικά, εμφανίστηκε κατά πρώτον στο εξωτερικό. Τα πρώτα βιβλία κυκλοφόρησαν το 2003, από τις εκδόσεις Continuum (Λονδίνο, Νέα Υόρκη) και αργότερα από τις εκδόσεις Bloomsbury (Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Νέο Δελχί, Σίδνεϊ), ενώ μέχρι σήμερα έχουν τυπωθεί στη βασική σειρά περισσότεροι από 160 τίτλοι!
Οπωσδήποτε πολλοί απ’ αυτούς τους δίσκους έχουν ενδιαφέρον και κάθε αναγνώστης θα διαλέξει εκείνους τους τίτλους βιβλίων που «του πάνε» περισσότερο, όμως εμείς θα πούμε πως, ίσως-ίσως, ακόμη πιο μεγάλο ενδιαφέρον να έχουν τα βιβλία, που τυπώνονται, στο πλαίσιο της σειράς, στις διάφορες χώρες (έξω από Μεγάλη Βρετανία, ΗΠΑ) και που αφορούν σε τοπικούς δίσκους (ιαπωνικούς, βραζιλιάνικους, βουλγάρικους, πολωνικούς κ.λπ.).
Πολύ θα θέλαμε, για παράδειγμα, να δούμε και στα ελληνικά το βιβλίο για το LP “Niemen Enigmatic” (1970) του Πολωνού Czesław Niemen ή το βιβλίο για το LP “Refazenda” (1975) του Βραζιλιάνου Gilberto Gil, αλλά αυτό είναι κομμάτι δύσκολο να γίνει, γιατί οι τίτλοι (και οι καλλιτέχνες) δεν ήταν ποτέ εμπορικοί στην Ελλάδα – όμως ok, το ξεπερνάμε...
Πρέπει να πούμε, επίσης, πως αυτά τα μουσικά βιβλία τσέπης της σειράς 33 1/3, ως ιδέα, δεν εμφανίστηκαν στα 00s. Τέτοια μουσικά βιβλία μικρού σχήματος τύπωναν οι Γάλλοι ήδη από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70.
Το να γράφεις μόνο για ένα δίσκο κρύβει πολλούς κινδύνους – και ο βασικότερος είναι ο εξής. Να μην βγαίνει ένα... κανονικό ενδιαφέρον βιβλίο, και άρα να πρέπει να το «τραβάς» το θέμα από ’δω κι από ’κει, να το ξεχειλώνεις με άσχετα και αδιάφορα πράγματα, να το φορτώνεις με ασήμαντες λεπτομέρειες, και τελικά να αποκόβεις ένα άλμπουμ από μιαν ευρύτερη σημαντική περίοδο ενός καλλιτέχνη, δίνοντας λάθος σήμα.
Λέμε για τα καταπληκτικά βιβλία της σειράς “poésie et chansons” των Editions Pierre Seghers στα σίξτις, που πέραν από ποιητές (Paul Elyard, Aragon, F.G. Lorca, Arthur Rimbaud, Pablo Neruda, Bertold Brecht, Emily Dickinson, Dylan Thomas, Georg Trakl, Constantin Cavafy, Langston Hughes κ.ά.) ανθολογούσαν και τροβαδούρους (Georges Brassens, Charles Aznavour, Jacques Brel, Charles Trenet κ.ά.) και βεβαίως για τα βιβλία τής επίσης έξοχης σειράς “Rock & Folk” των εκδόσεων Albin Michel στα σέβεντις, με τίτλους Les Beatles, Les Rolling Stones, Magma, Le Rock Anglais, La Chanson Brettone, Jim Morrison au-delà des Doors, Leonard Cohen, Theodorakis κ.ά. Οι διαστάσεις αυτών των τελευταίων βιβλίων ήταν 16,5 Χ 13,5 (περίπου, δηλαδή, όσο και της σειράς «33 1/3», που είναι 16,3 Χ 11,8).
Θα πρέπει να σημειώσουμε από την αρχή πως η ιδέα τού να γράφεται ένα βιβλίο για ένα δίσκο δεν μας βρίσκει και πολύ σύμφωνους. Δεν την θεωρούμε και τόσο καλή ιδέα.
Θα μας άρεσε περισσότερο να υπήρχε μια άλλη θεματική. Για παράδειγμα: τα δύο πρώτα άλμπουμ των Pink Floyd (δεν μπορείς να μιλάς για το ένα, χωρίς να αναφέρεσαι και στο άλλο), τα ηλεκτρικά άλμπουμ του Bob Dylan στα σίξτις, η τριλογία του Σαββόπουλου «Το Περιβόλι του Τρελλού», «Μπάλλος», «Το Βρώμικο Ψωμί» κ.ο.κ.
Το να γράφεις μόνο για ένα δίσκο κρύβει πολλούς κινδύνους – και ο βασικότερος είναι ο εξής. Να μην βγαίνει ένα... κανονικό ενδιαφέρον βιβλίο, και άρα να πρέπει να το «τραβάς» το θέμα από ’δω κι από ’κει, να το ξεχειλώνεις με άσχετα και αδιάφορα πράγματα, να το φορτώνεις με ασήμαντες λεπτομέρειες, και τελικά να αποκόβεις ένα άλμπουμ από μιαν ευρύτερη σημαντική περίοδο ενός καλλιτέχνη, δίνοντας λάθος σήμα.
Αντιλαμβάνομαι το «εμπορικό» πλάνο της σειράς «33 1/3», όμως θα πρέπει να βλέπει κανείς και πέρα απ’ αυτό.
Πάντως, για να είμαστε ακριβείς, υπάρχουν και άλμπουμ που μπορείς να τα δεις «μόνα τους» είτε γιατί οι καλλιτέχνες ή τα γκρουπ δεν κυκλοφόρησαν άλλο, είτε γιατί το πρώτο άλμπουμ ενός ονόματος μπορεί να απέχει χρονικά από το δεύτερό του, οπότε να διατηρείται μιαν αυτονομία. Μπορεί να υπάρχουν κι άλλοι λόγοι... Τέλος πάντων...
Πρόσφατα έφθασαν στα χέρια μας τρία τέτοια βιβλία. Το “Pink Floyd: The Piper at the Gates of Dawn” του John Eric Cavanagh (μετάφραση Αλέξης Καλοφωλιάς, πρόλογος Γιώργος Δημητρακόπουλος), το “Μαρία Κάλλας: Lyric and Coloratura Arias” της Ginger Dellenbaugh (μετάφραση Ζήσιμος Τρυφίδης, πρόλογος Λιάνα Σκουρλή) και το «Διονύσης Σαββόπουλος: Βρώμικο Ψωμί» του Χριστόφορου Κάσδαγλη (επίμετρο Ναταλί Χατζηαντωνίου).
Σ’ αυτό το κείμενο επιλέξαμε να ασχοληθούμε με το βιβλίο «Διονύσης Σαββόπουλος: Βρώμικο Ψωμί» – στο μέλλον ίσως ασχοληθούμε και με κάποιο άλλο...
Για τον συγγραφέα του βιβλίου «Βρώμικο Ψωμί» Χριστόφορο Κάσδαγλη διαβάζουμε ανάμεσα σε άλλα στο βιβλιοnet: «Ο Χριστόφορος Κάσδαγλης γεννήθηκε το 1958. Δεν λογάριαζε να ανακατευθεί με τα βιβλία ούτε με τη δημοσιογραφία. Σπούδασε οικονομικά στην Ανωτάτη Εμπορική και δούλεψε μια δεκαετία στην Εθνική Τράπεζα. Η όψιμη εμπλοκή του στους μηχανισμούς της στρατιωτικής θητείας, το 1986, αλλάζει ριζικά τους προσανατολισμούς του. Με το ψευδώνυμο Χρήστος Καστανάς εκδίδει το οδοιπορικό της θητείας του με τον τίτλο “Απολύομαι και τρελαίνομαι” και αλλάζει επάγγελμα. Έχει γράψει τα βιβλία “Απολύομαι και τρελαίνομαι” (1988), “Επικίνδυνη ευρεσιτεχνία” (1991), “Η Αριστερά και ο κακός ο λύκος: Το γαμώτο ενός αριστερού” (2009), “Σπλιτ!” (2009) και “Το γαμώτο ενός παναθηναϊκού” (2010)…».
Από τα παραπάνω είναι φανερό πως ενώ ο Χ. Κάσδαγλης δεν έχει κάποια ειδικότερη σχέση με τη μουσική, παρά ταύτα αποφασίζει να γράψει ένα βιβλίο για τον Διονύση Σαββόπουλο, επειδή απλά υπήρξε κάποτε, στα νιάτα του (δεν ξέρουμε αν είναι ακόμη), «σαββοπουλικός». Μεγάλο το τόλμημά του!
Τα μουσικά βιβλία δεν είναι μυθιστορήματα. Δεν είναι λογοτεχνία. Ούτε είναι σκέτο εμπειρίες ζωής. Είναι κάτι άλλο. Είναι δοκίμια, που στηρίζονται στην έρευνα και στις καλά τσεκαρισμένες πηγές.
Δεν γίνεται να γράφεις ένα βιβλίο για «Το Βρώμικο Ψωμί» και να λες πως «απέφυγα τις παραπομπές, καθώς με ενδιέφεραν περισσότερο η ατμόσφαιρα και ο ρυθμός παρά η τυπική τεκμηρίωση». Είναι σαν να μας λέει ο συγγραφέας πως ό,τι διαβάζουμε στο βιβλίο του δεν θα πρέπει να το λαβαίνουμε τοις μετρητοίς και πως θα πρέπει, ίσως, εμείς να το τσεκάρουμε – γιατί εκείνος δεν ήθελε να το κάνει, επειδή τον ενδιέφερε περισσότερο η «ατμόσφαιρα». Απίστευτα πράγματα!
Να πούμε για αρχή, λοιπόν, πως το βιβλίο έχει λάθος τίτλο στο εξώφυλλο!
Ο δίσκος του Διονύση Σαββόπουλου δεν είναι «Βρώμικο Ψωμί», αλλά «Το Βρώμικο Ψωμί» (ή «Το βρώμικο ψωμί»). Έτσι διαβάζουμε στο back cover του άλμπουμ.
Αυτό με απασχόλησε, γιατί κι εγώ σε κείμενα μπορεί να γράφω... το «Βρώμικο Ψωμί», αλλά όταν πρόκειται να τιτλοφορήσεις ένα βιβλίο σου δεν θα πρέπει να θεωρείς τίποτα δεδομένο.
Ο τίτλος είναι σίγουρα «Το Βρώμικο Ψωμί», έτσι διαφημίστηκε επίσης σε καταχωρήσεις του 1972 και έτσι αναγράφεται στην μνημειακή κασετίνα «Ο Σαββόπουλος στην Λύρα» [Lyra, 1997]. Άρα και επί του προκειμένου, όσον αφορά στον Χ. Κάσδαγλη, ξεκινάμε με ένα φάουλ από τα αποδυτήρια.
Το βιβλίο, η καθαρή αφήγηση του οποίου είναι περί τις 190 σελίδες, χωρίζεται σε πολλά κεφάλαια – 20 στον αριθμό.
Ο Χ. Κάσδαγλης όπως είπαμε και πιο πάνω γράφει ως «σαββοπουλικός». Έχει παρακολουθήσει τον Σαββόπουλο στο Κύτταρο, τον Νοέμβριο του ’72, όταν ήταν δεκατεσσάρων ετών και αυτό είναι το μόνο χειροπιαστό προσόν, προκειμένου ν’ αρχίσει την αφήγησή του. Το βιβλίο, περιττό να το πούμε, είναι αφόρητα περιαυτολογικό.
1
Διαβάζουμε κάπου στην αρχή του κεφαλαίου 1: «Το κόνσεπτ της παράστασης στο Κύτταρο ήταν πρωτοφανές. Μίξη ειδών και συμβολισμοί, ανατολή και δύση. Δόμνα Σαμίου, Τζίμης ο Τίγρης και Βαγγέλης Γερμανός».
Το να τοποθετείται ο Β. Γερμανός στην «ίδια γραμμή» με την Δόμνα Σαμίου και τον Τζίμη τον Τίγρη είναι προχειρότητα. Τον Γερμανό τον ήξεραν κάποιοι ελάχιστοι φοιτητές τότε, δεν είχε το «βάρος» μιας Σαμίου ή ενός Τζίμη, που τους ήξερε «όλος ο κόσμος», ώστε να τοποθετείται, σήμερα, δίπλα τους.
2
Πιο κάτω, στο κεφάλαιο 2, κι ενώ δεν ξέρουμε, σίγουρα, αν στο Κύτταρο... συνόδευε τον συγγραφέα η μία αδερφή του, διαβάζουμε μερικά λόγια της φλαουτίστριας Στέλλας Γαδέδη, δίχως να αναφέρεται πηγή.
Μ’ έναν μικρό αριθμό πιο ψηλά και μια παραπομπή στο κάτω μέρος της σελίδας ή στο τέλος του κεφαλαίου δεν θα ανακοπτόταν ούτε ο «ρυθμός», ούτε η «ατμόσφαιρα» της ανάγνωσης – και με το να μην συμβαίνει τελικά αυτό (να μην υπάρχει παραπομπή), απλώς, υποτιμάται ο αναγνώστης.
Στη σελ.14 διαβάζουμε λόγια του Δ. Σαββόπουλου, για τα οποία δεν γνωρίζουμε πότε ειπώθηκαν, με τον συγγραφέα να σημειώνει: «ο ίδιος (σ.σ. ο Σαββόπουλος) μπορεί να λέει ό,τι θέλει, δικαίωμά του»!!
Το θράσος του συγγραφέα είναι ανομολόγητο. Ενώ δεν μας πληροφορεί από πότε είναι τα λόγια του Σαββόπουλου, επιχειρεί να βγει κι από πάνω, κάνοντας κριτική!
Εδώ πρέπει να πούμε πως ο Διονύσης Σαββόπουλος τα είχε πάντοτε καλά με τα μίντια. Εννοούμε πως έχει δώσει εκατοντάδες συνεντεύξεις, ακόμη και σε απίθανα έντυπα. Αυτές οι συνεντεύξεις περικλείουν όλο το «ζουμί» της υπόθεσης. Από ’κει θα δεις πώς σκεπτόταν και τι εννοούσε στα χρόνια του «βρώμικου ψωμιού» ή όποτε άλλοτε.
Σημασία, λοιπόν, έχει τι έλεγε τότε, εκείνη την εποχή, το 1972, για όσα έπραττε στο πάλκο και στο στούντιο, και όχι το 2010 ή το ’15. Δεν θα ασκήσεις κριτική στον Σαββόπουλο για «Το Βρώμικο Ψωμί», γιατί μ’ αυτό ασχολείσαι, από μια δήλωσή του, που μπορεί να έγινε οποτεδήποτε. Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για τον Χ. Κάσδαγλη.
Λίγο πιο κάτω διαβάζουμε, σε σχέση με τον ήχο στο Κύτταρο, πως «δεν επρόκειτο για heavy metal, ήταν ένα fusion πριν απ’ το fusion, με επιρροές από Zappa και Dylan».
Ο όρος fusion δεν είναι αυτό που έχει ο Χ. Κάσδαγλης στο μυαλό του, φυσικά. Ο ήχος του Σαββόπουλου δεν είχε καμία σχέση με το fusion. Το fusion είναι βασικά η ανάμειξη της τζαζ με το ροκ, κάτι που συνέβη, χοντρικά, στο εξωτερικό, όταν ο Σαββόπουλος έβγαζε το «Φορτηγό», τόσο παλιά (με τις πρώτες απόπειρες του κιθαρίστα Larry Coryell κ.ά.). Δεν μπορεί ο Σαββόπουλος να εμφανίζεται ότι έκανε fusion πριν απ’ το fusion. Μόνον ένας άσχετος, με αυτά τα θέματα, θα έγραφε κάτι τέτοιο.
Πάντως σ’ αυτό το δεύτερο κεφάλαιο διαβάζουμε και κάτι που είναι σωστό. Πως το τραγούδι «Σαν τον Καραγκιόζη» είναι «το τελευταίο –λανθάνον– τραγούδι του Βρώμικου ψωμιού».
3
Στο τρίτο κεφάλαιο, στην αρχή διαβάζουμε: «Με το Περιβόλι του Τρελλού (1969) ο Σαββόπουλος εισήγαγε στο έργο του τον ηλεκτρικό ήχο και παράλληλα τον σουρεαλισμό στη στιχουργική του. Ψυχεδέλεια».
Αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα. Αν είναι δυνατόν ο... ηλεκτρισμός και ο... σουρεαλισμός να σημαίνουν ψυχεδέλεια!! Ο Χ. Κάσδαγλης έχει μαύρα μεσάνυχτα – τουλάχιστον για το τι είναι η ψυχεδέλεια ή και ο σουρεαλισμός ακόμη.
Προφανώς αγνοεί ο άνθρωπος πως μπορεί να υπάρχει ψυχεδελικός ήχος και με ακουστικά όργανα και πως το acid rock ή το acid folk είναι κάτι εντελώς οριοθετημένο (χρονικά, τοπικά και κοινωνικά) και δεν μπορεί ο πάσα ένας να μιλάει για «ψυχεδέλεια» στην Ελλάδα (ελληνική ψυχεδέλεια), στην Ιαπωνία (ιαπωνική ψυχεδέλεια) ή στην Αργεντινή (αργεντινέζικη ψυχεδέλεια) έτσι ελαφρά τη καρδία.
Τέλος πάντων η «ψυχεδέλεια» δεν έχει καμία σχέση με τον Σαββόπουλο. Αμφιβάλλω δε αν ήξερε καν την λέξη το 1969 (ίσως να την είχε ακούσει στο Παρίσι).
Πιο κάτω ο συγγραφέας αντιγράφει τα τραγούδια τού «βρώμικου ψωμιού», ανά πλευρά, από τον original δίσκο υποτίθεται, αλλά κάνει λάθη (π.χ. το «Ζεϊμπέκικο» δεν έχει δεύτερο τίτλο), ενώ στη συνέχεια διαβάζουμε πως:
«Το μουσικό φινάλε της Μαύρης Θάλασσας στηρίζεται στον ζωναράδικο χορό της Θράκης “’Δω στα λιανοχορταρούδια», που είχε κάνει ευρέως γνωστό η Δόμνα Σαμίου, η οποία με τη σειρά της το είχε πρωτακούσει από τον Χρόνη Αηδονίδη».
Ο Χ. Κάσδαγλης δεν τα ξέρει και τόσο καλά τα πράγματα. Το «Δω στα λιανοχορταρούδια» έγινε ευρύτερα γνωστό, πέραν της Θράκης εννοούμε, όταν το ηχογράφησε το συγκρότημα του Καρυοφύλλη Δοϊτσίδη, μαζί με τις κόρες του Λαμπριάνα και Θεοπούλα Δοϊτσίδη, σ’ ένα 45άρι της Music-box το 1969 (το 1971 και σε LP). Αυτό παιζόταν στα ραδιόφωνα και όπου αλλού.
Πιο κάτω μας πληροφορεί ο συγγραφέας πως το «Δημοσθένους λέξις» έχει γνωστές μεταφράσεις «στα αγγλικά, στα ιταλικά, στα ισπανικά και στα ιαπωνικά» και για να μας πείσει γι’ αυτό μάς γράφει το τραγούδι με ιαπωνικά ιδεογράμματα!
Τι σημαίνει «μεταφράσεις»; Οτιδήποτε μπορεί να μεταφραστεί οπουδήποτε, αλλά για τα τραγούδια παίζεται αλλιώς το θέμα. Σημασία έχει, εννοούμε, αν υπάρχουν ηχογραφημένες διασκευές του τραγουδιού από Ισπανούς ή από Ιάπωνες. Ε, γι’ αυτό δεν μαθαίνουμε κάτι από το βιβλίο...
Το κεφάλαιο κλείνει με την γνώμη του Χ. Κάσδαγλη για το εξώφυλλο του «βρώμικου ψωμιού». Ο συγγραφέας το βρίσκει «φοβερά μοντέρνο» και «όμορφο». Λυπάμαι που θα διαφωνήσω, αλλά για μένα είναι το χειρότερο εξώφυλλο δίσκου του Σαββόπουλου μετά «Το Κούρεμα». Δεν μπορεί να συγκριθεί με τα εξώφυλλα του Κυριτσόπουλου, του Δελιαλή, του Ακριθάκη και όλα τα υπόλοιπα. Μια καλή φωτογραφία του Άλκη Σαχίνη είναι από την Οδό Αθηνάς. Τίποτα το ιδιαίτερο. Εν πάση περιπτώσει αυτή είναι η δική μου γνώμη, αλλά δεν γράφω εγώ το βιβλίο...
4
Στο κεφάλαιο 4 ανάμεσα σε διάφορα άσχετα, παρουσιάζεται κι ένα χρονολόγιο της εποχής, από το οποίο μαθαίνουμε, μεταξύ άλλων, πως το 1972 γεννιούνται ο Άδωνις Γεωργιάδης και ο Νότης Μηταράκης(!), με το «Σολάρις» του Αντρέι Ταρκόφσκι να περιλαμβάνεται στις ταινίες του ’72.
Ο συγγραφέας γράφει πως δεν είναι σίγουρος αν πρόκειται για ταινία που κυκλοφόρησε το 1972 ή για παλιότερη που πρωτοπαίχθηκε στην Ελλάδα εκείνη τη σεζόν. Όπως γράφει και η wiki, όμως, η ταινία βγήκε στην Σοβιετική Ένωση τον Φλεβάρη του ’72, αλλά στην Ελλάδα (αυτό δεν το γράφει η wiki) πρέπει να παίχθηκε για πρώτη φορά στην Μεταπολίτευση (μάλλον προς το τέλος του 1976).
Θέλω να πω πως σε σχέση με τα στοιχεία δεν μπορείς να εμπιστευτείς τον συγγραφέα και πως θα πρέπει συνεχώς να τσεκάρεις ή να αδιαφορείς για όσα παραθέτει, σχετικά ή άσχετα. Το δεύτερο είναι σίγουρα πιο εύκολο.
Κι επειδή μιλάμε για Ελλάδα δεν μπορεί να αναγράφεται για το “666” των Aphrodite’s Child πως είναι δίσκος του ’72 (το 1972 κυκλοφόρησε στο εξωτερικό), γιατί εδώ κυκλοφόρησε το 1974. Τότε το άκουσε ο κόσμος... Αυτές οι διευκρινίσεις χρειάζονται, για να προσανατολίζεις σωστά τους αναγνώστες σου.
5
Στο κεφάλαιο 5 στην αρχή διαβάζουμε: «Το 1963 ο Σαββόπουλος κατεβαίνει στην Αθήνα. Το ’64-’66 κυκλοφορούν αρκετά 45άρια, προάγγελοι του Φορτηγού». Δεν υπάρχει κανένα 45άρι του Σαββόπουλου από το 1964. Το πρώτο δισκάκι του, με τέσσερα κομμάτια (EP), κυκλοφορεί στις 15 Φεβρουαρίου 1965.
Γενικά αυτό το κεφάλαιο έχει σοβαρό πρόβλημα, καθώς αναφέρεται συνολικά στον Σαββόπουλο, σε όλους τους δίσκους του, στο Πάρτυ της Βουλιαγμένης (του Λουκιανού Κηλαηδόνη), στους «Κωλοέλληνες», στον Νίκο Γκάλη κ.λπ.
Δεν μπορώ να το καταλάβω αυτό το πράγμα. Απορώ! Από την στιγμή όπου το θέμα του βιβλίου είναι «Το Βρώμικο Ψωμί», όλα τα άλλα είναι εκτός θέματος. «Βρώμικο Ψωμί» σημαίνει, καλοκαίρι 1971-άνοιξη 1974. Αυτά είναι τα χρονικά όρια, όλα τα υπόλοιπα είναι ή εντελώς άσχετα ή περίπου άσχετα.
Α, και ο Αλέξανδρος Πατσιφάς δεν πέθανε το 1981, όπως νομίζει ο συγγραφέας, αλλά στις 3 Σεπτεμβρίου 1983. Λεπτομέρειες θα μου πείτε...
6
Το κεφάλαιο 6 είναι επίσης τελείως αδιάφορο. Ο Χ. Κάσδαγλης δεν μπορεί να γράψει μόνος του πέντε λόγια για τα τραγούδια τού «βρώμικου ψωμιού», γι’ αυτά που ακούει και καλεί τον «ειδικό», τον Αλέξη Καλοφωλιά (Alex K.) των Last Drive, για να μιλήσει εκείνος. Κοινοτοπίες, που καταλαμβάνουν 15 σελίδες.
Στο τέλος, Χ. Κάσδαγλης και Α. Καλοφωλιάς, επιχειρούν να βάλουν ταμπέλες στην τριάδα «Το Περιβόλι του Τρελλού», «Μπάλλος», «Το Βρώμικο Ψωμί», προσπαθώντας να μας πουν τι είναι αυτά που ακούμε. O δε Alex Κ μας λέει πως το «prog rock ήταν ένα παιχνίδι με τα όρια και τις επιρροές, ό,τι πιο μακρινό σε σχέση με τις ρίζες του ροκ εν ρολ και τα μπλουζ».
Φυσικά και δεν ισχύουν αυτά, γιατί μέσα στο progressive rock υπάρχει πολύ blues, μα ακόμη και rock n’ roll. Να μην αρχίσουμε να λέμε εδώ ονόματα συγκροτημάτων, δίσκους και τραγούδια, γιατί θα ξεφύγουμε από το θέμα του βιβλίου και της κριτικής του βιβλίου.
Το «Περιβόλι του Τρελλού» με διεθνείς όρους δεν μπορείς να το περιγράψεις εύκολα. Επειδή έχει τις ενορχηστρώσεις του Γιώργου Κοντογιώργου μπορείς σίγουρα να γράψεις για ποπ, επειδή έχει και φολκ στοιχεία μπορείς να γράψεις και για φολκ, κι επειδή υπάρχει και ροκ μπορείς να γράψεις και για ροκ.
Στον «Μπάλλο» το ροκ κυριαρχεί και το folk-rock είναι μια καλή προσέγγιση. Πάνω κάτω το ίδιο θα λέγαμε και για «Το Βρώμικο Ψωμί».
Γενικώς, το progressive εγώ δεν θα το χρησιμοποιούσα για την περίπτωση του Διονύση Σαββόπουλου (ενώ θα το χρησιμοποιούσα για την περίπτωση του «Ακρίτας» του Σταύρου Λογαρίδη – το λέω, για να γίνει κατανοητή η διαφορά).
Και φυσικά για «Μπάλλο» και «Βρώμικο Ψωμί» το μόνο που ισχύει 100%, σβήνοντας όλα τα άλλα, είναι το «ελληνικό ροκ». Τελεία και παύλα. Και αυτό πρέπει να λέμε στους ξένους, όταν μας ρωτάνε τι έπαιζε ο Σαββόπουλος το 1971-72. Greek rock να λέμε. Και να τους εξηγούμε τι σημαίνει “greek”.
7
Στο κεφάλαιο 7 ο συγγραφέας μάς λέει ξεκάθαρα πως είναι άσχετος με αυτά τα θέματα – πράγμα που πιθανώς να σημαίνει πως κατά βάθος επιζητεί την επιείκεια τόσο του κριτικού, όσο και του αναγνώστη.
Ο Χ. Κάσδαγλης έμαθε την ύπαρξη του δίσκου «Ζωντανοί στο Κύτταρο / H “Ποπ” στην Αθήνα» [Zodiac, 1971], όταν άρχισε να γράφει το βιβλίο του! Αγνοούσε, δηλαδή, μέχρι εκείνη την ώρα την πρώτη εκτέλεση (απόσπασμα) της «Μαύρης θάλασσας» (χωρίς τα λόγια), που υπάρχει στη συγκεκριμένη έκδοση!
Πιθανώς δε να αγνοεί ακόμη –εκτός και αν αυτό του το σφύριξε κάποιος άλλος, μετά την έκδοση του βιβλίου του– πως ο Σαββόπουλος δεν είναι απών από την ηχογράφηση, καθώς ακούγεται, καθαρά, σε φωνητικούς ήχους (το διαβάζεις και στο οπισθόφυλλο του δίσκου). Απλώς, εκείνη την εποχή, φθινόπωρο του 1971, ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε έτοιμη ή σχεδόν έτοιμη την μουσική της «Μαύρης θάλασσας», αλλά δεν είχε γράψει ακόμη τα λόγια.
Σ’ αυτό το σημείο ο συγγραφέας λέει κάτι σωστό (μάλλον), που δεν έχει περάσει από το μυαλό πολλών (και επαϊόντων). Πως η «Μαύρη θάλασσα» από το «Ζωντανοί στο Κύτταρο» είναι κατά πάσα πιθανότητα ηχογραφημένη στο Rodeo και όχι στο Κύτταρο. Αυτό «στέκει». Γιατί ο Σαββόπουλος ήταν στο Κύτταρο τις σεζόν 1972-73 και 1973-74, ενώ το 1971-72 ήταν ακόμη στο Rodeo. Rodeo και Κύτταρο ήταν κλαμπ του ιδίου ιδιοκτήτη, οπότε δεν υπήρχε θέμα...
Το κεφάλαιο θα κλείσει με μια συνέντευξη του Γιάννη «Μπαχ» Σπυρόπουλου, που παίζει τούμπα και που κάνει φωνητικά στο «Βρώμικο Ψωμί».
8
Το κεφάλαιο 8 (τρεις σελίδες συνολικά) είναι και πάλι «ό,τι να ’ναι» καθώς σ’ αυτό γίνεται λόγος για κάποια υποτιθέμενη συσχέτιση ανάμεσα στα γκρουπ που συνόδευαν τον Σαββόπουλο στο «Βρώμικο Ψωμί» (την Λαιστρυγόνα δηλαδή) και τον Captain Beefheart στο 2LP του “Trout Mask Replica” (1969) (την Magic Band δηλαδή). Ότι οι μουσικοί των δύο γκρουπ ήταν ψιλο-άσχετοι και μάθανε να παίζουν τα όργανά τους στις πρόβες... και τέτοια!! Δεν είναι να δίνεις σημασία.
9
Στο κεφάλαιο 9 υπάρχουν κάποια λόγια του Θανάση Γκαϊφύλλια, που βάζουν ορισμένα πράγματα στη θέση τους, σε σχέση με τα κλαμπ Rodeo-Κύτταρο και τα προγράμματά τους, ενώ και από εδώ δεν λείπουν οι περιαυτολογίες (ο συγγραφέας, η αδελφή του, ο Τζόναθαν...).
10
Αδιάφορες παράγραφοι υπάρχουν και στο κεφάλαιο 10, στο οποίο γίνεται λόγος για τον ήχο του «βρώμικου ψωμιού», για το στούντιο Polysound του Γιάννη Σμυρναίου, όπως και για τις συμπληρωματικές εγγραφές στην Columbia, με ηχολήπτη τον Στέλιο Γιαννακόπουλο.
Γράφονται-λέγονται, όμως, και κάποιες υπερβολές από τον Γιάννη «Μπαχ» Σπυρόπουλο στο θέμα του ήχου, κυρίως γιατί αγνοείται ο πρώτος άνθρωπος που επιχείρησε να φτιάξει «ήχο» στο ελληνικό ροκ – και αυτός ήταν ο Γιώργος Ρωμανός.
Μόνο και μόνο για τον ήχο του τραγουδιού του «Το ρολόι» (1967) (που είχε και παραδοσιακά όργανα, όπως λατέρνα, τούμπες, καμπάνες, ένα σωρό πνευστά, πλήκτρα, ρυθμικές κιθάρες κ.λπ.) θα έπρεπε όλοι να του βγάζουμε το καπέλο και να τον λογαριάζουμε για πρωτοπόρο (τον Γιώργο Ρωμανό).
11
Στο κεφάλαιο 11 ο συγγραφέας καταφέρεται, με ευγενικό τρόπο, κατά του τραγουδιού «Ολαρία-ολαρά». Του τη σπάει επειδή είναι εμβατηριακό, τον ενοχλεί το ότι ο Όλιβερ Τουίστ με τον Χίτλερ πετούν αγκαλιασμένοι μακριά, θεωρώντας το τραγούδι κάπως σαν «τρύπα» στον δίσκο. Δεν θα συμφωνήσουμε.
Κατ’ αρχάς το «Ολαρία-ολαρά» είναι ήπια ενορχηστρωμένο στο «Βρώμικο Ψωμί», ακουστικά, καθώς δεν διαθέτει τα τύμπανα της προγενέστερης εκτέλεσης, που είναι καταγραμμένη στο LP «10 Χρόνια Κομμάτια» (1975) και που το κάνουν πιο... μιλιτέρ.
Έπειτα, το θέμα είναι πώς διαβάζει κανείς τους στίχους «αχ ο Όλιβερ Τουίστ χαμογελάει / κι ο Αδόλφος του χαϊδεύει τα μαλλιά / διαμαντένιο δαχτυλίδι του φοράει / και πετούν αγκαλιασμένοι μακριά». Κάτι που, εν τέλει, είναι προσωπικό.
Για μένα, λοιπόν, εδώ δεν υπάρχει κάποια περίεργη «δικαίωση» του Χίτλερ, στον άλλο κόσμο(;), μέσα από την συνύπαρξή του με τον συμπαθή και δυστυχή μικρό Όλιβερ. Το θέμα πάει αλλού. Ή το πάω εγώ τέλος πάντων...
Στο τραγούδι δεν υπάρχει μία σύγκλιση, μια συμφιλίωση των αντιθέτων, χωρίς ν’ αφήνει πίσω της... ανοιχτές πληγές. Πρόκειται, περισσότερο, για τον παραλογισμό της «καταναλωτικής κοινωνίας» (για να χρησιμοποιήσω έναν όρο δημοφιλή της εποχής), εκεί όπου οι διαχωριστικές γραμμές αντίθετων συμφερόντων σβήνονται τεχνηέντως, προκειμένου να υπάρξει η καπιταλιστική ολοκλήρωση.
Ο Σαββόπουλος είναι πλέον τμήμα αυτής της μηχανής. Της έχει εκχωρήσει την ψυχή του, κι έχει πάρει ως αντάλλαγμα... χρήματα, φήμη και εξώφυλλα και κάπως έτσι «όλα είναι μακρινά κι ευτυχισμένα / και το χιόνι πέφτει από ψηλά». Ή όπως είχε πει σε μια συνέντευξή του εκείνη την εποχή (Αύγουστος 1972):
«Τα χρήματα, η φήμη, γενικά επιτυχία μου αποτελούν κατά ένα τρόπο την “δημοκρατία” ανάμεσα σε μένα και τον κόσμο.(...) Η ζωή μου κάπως έτσι είναι οργανωμένη. Με τα χρήματα, με τη φήμη, με τα εξώφυλλα, τα πράγματα απαλύνονται. Κάπως».
Προσωπικά αντιλαμβάνομαι το «Ολαρία-ολαρά» ως ένα τραγούδι απολογίας και αυτογνωσίας. Κάπως σαν μια εξομολόγηση του ίδιου του Σαββόπουλου απέναντι στον κόσμο του. Και κάπου βαθιά σαν μια «συγγνώμη». Περιττό, δε, να πω πως το βρίσκω καίριο μέσα στον δίσκο.
12
Στο κεφάλαιο 12 συνεχίζονται οι αστοχίες του συγγραφέα. Στην αρχή διαβάζουμε: «Κρίμα, θα άξιζε για πολλούς λόγους να είχε συνδράμει ο Σιδηρόπουλος τη σύλληψη του βαλκανικού ροκ».
Μα με τι προσόντα; Δεν μπορούσε να επωμιστεί τέτοιους ρόλους ο άνθρωπος. Ενώ λίγο πιο μετά, και σε σχέση με τον «Μπάλλο», μαθαίνουμε πως «η μουσική που τον είχε γονιμοποιήσει δεν ήταν παρά ουγγρική τζαζ, την οποία είχε φέρει στις αποσκευές του ο κιθαρίστας Τζόνι Λαμπίτσι». Για ουγγρικό παραδοσιακό επρόκειτο, όχι για... τζαζ.
Στη συνέχεια επιχειρείται μία νοηματική «αποκρυπτογράφηση» της Μαύρης Θάλασσας από τον συγγραφέα, που ζητά γι’ αυτό και την αρωγή-συνεισφορά του ιστορικού Βασίλη Καρδάση. Για μένα όλα αυτά που γράφονται στο συγκεκριμένο τμήμα, σε σχέση με το τραγούδι, δεν στέκονται σωστά. Είναι άλλα αντί άλλων.
Θα πρέπει να καταλάβουν κάποια στιγμή οι διάφοροι «σαββοπουλικοί» πως ο Σαββόπουλος αυτοαναιρείται συνέχεια μέσα από τα τραγούδια του. Διαχρονικά. Όχι στο στυλ «λέω και ξελέω», αλλά στο ότι... πρόσεξε, γιατί τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως νομίζεις κι έτσι όπως εκ πρώτης όψεως φαίνονται.
Ενώ τη μια στιγμή λοιπόν ο Σαββόπουλος κοιτάει προς βορράν και ανατολικά, στα Βαλκάνια, στη Σκυθία (Ρωσία) κ.λπ., εκεί όπου διοχετεύθηκε το βυζαντινό πνεύμα, ταυτόχρονα, στο ίδιο πάντα τραγούδι, τον ακούμε να τραγουδάει:
«Να πούμε λόγια άγρια, παράξενα κι ατόφια / σάβανα και χώματα στη μούρη της τη τζούφια / η φωνή της η σκληρή λιώνει σαν μεγάλο σώμα / μέσα στο δικό μου στόμα».
Ή όπως διαβάζουμε τους συγκεκριμένους στίχους από το βιβλίο «Σαββόπουλος / Τα λόγια από τα τραγούδια» [Ίκαρος, 1976]:
«Να πούμε λόγια άγρια, παράξενα κι ατόφια / σάβανα και χώματα στη μούρη της τη ψόφια / η φωνή της αντηχεί σαν τουμπανιασμένο πτώμα / μέσα στο δικό μου στόμα».
Και πιο κάτω: «Φταίνε τα τραγούδια του, φταίει κι ο λυράρης / μα φταίει και ο ίδιος του ο λαός, γιατί είναι μαραζιάρης».
Δηλαδή εδώ ο στιχουργός Σαββόπουλος αναιρεί τον ρόλο της παράδοσης στο σημερινό (τότε) γίγνεσθαι, για να μην πούμε πως την απαξιώνει κιόλας. Εντάξει με την παράδοση, αλλά η φωνή της αντηχεί πια σαν «τουμπανιασμένο πτώμα». Φταίνε τα τραγούδια της γι’ αυτό, αλλά φταίει και ο λυράρης (δηλαδή η πολιτική εξουσία), όπως φταίει και ο ίδιος ο λαός, γιατί είναι μεμψίμοιρος και κλαψιάρης.
Ο Σαββόπουλος μπορεί να είχε αγαπήσει την παράδοση («όπου σ’ αγάπησα πολύ κι απόμεινα μονάχος»), αλλά εκείνη δείχνει, πλέον, μικρή απέναντί του, μίζερη και φοβισμένη. Η πηγή είναι «θολή και μολυσμένη», και κλειστή («μαύρη θάλασσα κλειστή»), τη στιγμή όπου ο ίδιος θέλει να χαρίσει την ψυχή του, σε όποιον περισσότερο την θέλει («και ψυχή μου χαρισμένη σ’ όποιον πιο πολύ σε θέλει»).
Δείχνει να μην πιστεύει στο λαό ο Σαββόπουλος (που είναι «μαραζιάρης»), αλλά στα «παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα», που «φέρνουνε μηνύματα, για μιαν αγάπη που ’χα». Γίνεται, εδώ, εξωφρενικά «μαρκουζικός» (Herbert Marcuse) ο Σαββόπουλος. Και καλά κάνει! Για το ’72 μιλάμε!
Μπορεί λοιπόν να δώσαμε, κάποτε, στα πέρατα του κόσμου «πέτρινο εργαλείο και αλφαβητάρι», αλλά τώρα τι γίνεται; Πώς θα πορευτούμε από ’δω και κάτω; Αυτό είναι, για μένα, το αληθινό νόημα της «Μαύρης θάλασσας». Το τι μέλλει γενέσθαι.
13, 14
Στα κεφάλαια 13, 14 ο Χριστόφορος Κάσδαγλης καταπιάνεται με το στιχουργικό υλικό του «Βρώμικου Ψωμιού». Ορισμένες παρατηρήσεις του είναι ορθές (το δάνειο από τον Μανόλη Αναγνωστάκη στο «Άγγελος εξάγγελος»), αλλά άλλες φορές είναι φανερό πως του λείπουν στοιχεία («Έλσα σε φοβάμαι»).
15
Το κεφάλαιο 15 («Ο ροκάς και ο παπαροκάς») είναι ένα ακόμη άσχετο κεφάλαιο, που αν παραλειπόταν δεν θα έχανε απολύτως τίποτα ο αναγνώστης.
16
Στο κεφάλαιο 16 συνεχίζεται η περιδιάβαση στα τραγούδια του δίσκου. Με άλλες παρατηρήσεις συμφωνώ, με άλλες διαφωνώ. Μάλλον με τις περισσότερες διαφωνώ. Αλλά αυτό δεν λέει σώνει και καλά κάτι – υπό την έννοια πως ο καθένας μας μπορεί τα τραγούδια ενός τέτοιου δίσκου να τα «διαβάσει» διαφορετικά. Βεβαίως από «διαφορετικά» σε «διαφορετικά» υπάρχει απόσταση, όπως είδαμε και πιο πάνω, αλλά ok.
Πάντως εκείνο που λέει κάτι είναι το γεγονός πως στο «Μωρό» ο συγγραφέας θεωρεί πως ακούει κάτι στα «όρια του heavy metal». Ο Χ. Κάσδαγλης είναι φανερό πως δεν έχει κατανοήσει τα ποικίλα μουσικά είδη και πως «ακούει» πράγματα που δεν υπάρχουν. Το είδαμε και πιο πάνω, εξάλλου, με τα fusions, τις ψυχεδέλειες, την τζαζ κ.λπ.
17
Το κεφάλαιο 17 «Δραπέτης από την Λεγεώνα των Ξένων», για το οποίο είμαι εγώ υπεύθυνος κατά μίαν έννοια (μέσω ενός άρθρου μου εδώ στο LiFO.gr), ο Χ. Κάσδαγλης πιάνει στην πένα του τον συγγραφέα και άλλα πολλά Γιώργο Μανιάτη (1939-2018), μία πολύ ιδιαίτερη περίπτωση των γραμμάτων μας. Θεωρώ πως όλο αυτό το κεφάλαιο δεν έχει καμία σχέση με το θέμα μας, που είναι «Το Βρώμικο Ψωμί» και πως υπάρχει, εδώ, για λόγους σκέτου εντυπωσιασμού.
18
Μα και το κεφάλαιο 18 είναι ένα παντελώς αχρείαστο κεφάλαιο, αφού και αυτό δεν έχει ουδεμία σχέση με το ζήτημά μας. Εδώ ο Χριστόφορος Κάσδαγλης γράφει γενικά για τον Σαββόπουλο, κάνει κριτική στη «στροφή» του και επιχειρεί να μας πει τι είναι εκείνο που τον «πλήγωσε περισσότερο» (τον συγγραφέα), σ’ αυτή τη «στροφή».
Σ’ ένα άρθρο του τύπου «Σαββόπουλος & Πολιτική, μετά Το Κούρεμα» θα μπορούσε να είχαν κάποιο νόημα όλα αυτά, αλλά σ’ ένα βιβλίο, που επιγράφεται «(Το) Βρώμικο Ψωμί», δεν έχουν απολύτως κανένα. Απλώς, πιάνουν χώρο.
19
Στο προτελευταίο κεφάλαιο, το 19, που επιγράφεται «Ενοχή ’73», διαβάζουμε για την... ενοχή που νοιώθει σήμερα ο συγγραφέας, επειδή δεν ξαναείδε τον Σαββόπουλο, live στο Κύτταρο, με Λάκη Παπαστάθη κ.ά., την σεζόν 1973-74.
Απλώς να πω, με την ευκαιρία, πως το συγκεκριμένο πρόγραμμα, το «Θίασος Σκιών», είχε ανεβεί δύο φορές στο Κύτταρο. Περί τις δέκα μέρες πριν από τα Χριστούγεννα του ’73, την πρώτη, και τον Φλεβάρη του ’74 την δεύτερη (και τις δύο επί καθεστώτος Ιωαννίδη). Πιθανώς αυτό να μην το είχε πάρει χαμπάρι ο συγγραφέας τότε, και μάλλον το αγνοεί και σήμερα.
20
Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, το εικοστό, είναι μόλις μιάμιση σελίδα και δεν υπάρχει κάποιος λόγος, εδώ, για να πούμε κάτι ειδικότερο.
Διαβάζοντας, τέλος, το «επίμετρο» της Ναταλί Χατζηαντωνίου απλώς επιβεβαιώσαμε κάτι που το ξέρουμε από χρόνια. Πως πολύ λίγοι άνθρωποι σ’ αυτή τη χώρα, μετρημένοι στα δάκτυλα των χεριών, μπορούν να γράψουν άρθρα, κείμενα, βιβλία, γι’ αυτά τα θέματα, που να έχουν αληθινό νόημα. Λυπούμαστε που το λέμε, αλλά έτσι είναι.
Τώρα, για το τι θα έπρεπε ακριβώς να περιέχει ένα τέτοιο βιβλίο (και δεν το περιέχει το συγκεκριμένο), που θέλει να αναφέρεται στο ιστορικό άλμπουμ του Διονύση Σαββόπουλου «Το Βρώμικο Ψωμί» (1972), δεν θα το πούμε τώρα, εδώ, αλλά στο τέλος της χρονιάς, όταν θα γράψουμε ειδικό κείμενο για τον συγκεκριμένο δίσκο, με αφορμή τα 50 χρόνια της κυκλοφορίας του. Όπως είχαμε κάνει, πέρυσι, και για τον «Μπάλλο» εξάλλου...