Η Βρετανία δεν ήταν ποτέ αθώα: γνώρισε βαθιά τον πόνο που κρύβεται πίσω από τα πιο ακραία όνειρα και επέτρεψε φευγαλέα τη χαρά που πάντα εξαντλούταν σε εμπειρικές θέσεις (γι αυτό και δεν υπάρχουν βρετανικά ανέκδοτα αλλά τσιτάτα). Επεδίωκε ανέκαθεν την αυστηρότητα και την ακρίβεια-ακόμα και μέσα από την αλληγορία- καταδικάζοντας τις εξωραϊστικές υπερβολές των παραμυθάδων της γηραιάς Ηπείρου. Για παράδειγμα, «Ο άρχοντας των μυγών» του Γκόλντινγκ-επανακυκλοφόρησε πρόσφατα από Καστανιώτη-που γαλούχησε γενιές και γενιές και διδάχτηκε ως βασικό ανάγνωσμα στα περισσότερα σχολεία της δεκαετίας του 60, δεν αναφέρεται τυχαία σε έναν φόνο. Επικαλείται δε μια σάπια γουρουνοκεφαλή που αντικρίζουν ως βασικό τρόπαιο μια ομάδα αγοριών που βρίσκονται επιζώντες σε ένα νησί. Το πεσιμιστικό μήνυμα σχετικά με την ανθρώπινη φύση δεν βγαίνει τυχαία από τις σελίδες ενός παιδικού μυθιστορήματος που δύσκολα θα έμπαινε στο curriculum ενός ευρωπαϊκού κράτους έστω ως αναφορά. Επιπλέον το πιο αντιπροσωπευτικό ίσως βιβλίο του νομπελίστα Γκόλντινγκ επιβεβαιώνει περίτρανα τις θεωρίες του Χομπς για την άγρια ανθρώπινη φύση και για τον νόμο που επιβάλλεται αναγκαστικά και όχι γιατί το θέλει η κοινωνία. Εμπειρισμός αδυσώπητος και ακήρατος που δεν φοβάται να κάνει κόσκινο οποιαδήποτε αισιόδοξη θεωρία και το «άνθρωπος ζώο πολιτικό» του Αριστοτέλη. Αλλά ποιο παιδικό ανάγνωσμα ενίσχυσε ποτέ στην Αγγλία τον εξωραϊσμό; Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων ονοματίζει τους παιδικούς εφιάλτες και μάλλον αναφέρεται σε μικρές υπάρξεις που μαστίζονται θανάσιμα από τη μελαγχολία. Πάντα αιματοβαμμένη και γοητευτικά μελαγχολική η βρετανική αφήγηση έμπλεξε αρμονικά τους εφιάλτες με τα παιδικά όνειρα. Μοναδική παρηγοριά το γεγονός ότι τα παιδιά αντίκριζαν το άνοιγμα της θάλασσας αφού ήξεραν ότι ζούσαν σε νησί-και από εκεί μπορούσαν να κατακτήσουν τον κόσμο.
Πάντοτε αλλόκοτοι και πάντοτε ξένοι, πάντοτε δύσπιστοι με οτιδήποτε ευρωπαϊκό, οι Βρετανοί αποφάσισαν να φύγουν ίσως γιατί δεν ήταν ποτέ εκεί ή γιατί ήθελαν πάρα πολύ να παραμείνουν αυτό που όλοι οι άλλοι ονειρεύονται.
Απόδειξη της νησιώτικης ανοιχτοσύνης το φλεγματικό χιούμορ που αντιστρατευόταν κάθε απόπειρα να πάρει ο Βρετανός τον εαυτό του στα σοβαρά-κάτι που δεν συγχώρησαν ποτέ σε κανέναν Ευρωπαίο. Η ακύρωση της βρετανικής ταυτότητας ακόμα και της Βασιλείας αναφαίνεται στις πιο σοφές αναφορές του Σόμερσετ Μομ αλλά και στις εμπνευσμένες θεατρικές στιγμές του Έντουαρντ Μποντ (η λογοτεχνία δεν νοείται ποτέ στους Εγγλέζους χωρίς το θέατρο). Το σαρωτικό κύμα της αποδόμησης έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη στο Σουίνινγκ Λόντον και στις πιο ακραίες εκδοχές μιας πρωτεύουσας που αρνήθηκε από πολύ νωρίς τον αστικό εαυτό της. Τα πορσελάνινα σερβίτσια του Μπλούμπσμπερι έσπασαν κάτω από τους ηχηρούς ήχους των αναρχικών μουσικών στίχων και αν κάτι άφησε ζωντανό η πιο επιφανής παρέα της ομώνυμης περιοχής είναι ότι η Βιρτζίνια Γουλφ, προτού χώσει τις πέτρες στις τσέπες της βουτώντας στα νερά, πρόλαβε να γράψει τα σαρωτικά «Κύματα» και το ανατρεπτικό «Ορλάντο». Το οριακό είναι άλλωστε πάντα μετρημένο στους Βρετανούς και δεν επιτρέπει να περισσεύσει τίποτα. Συντρίβει δε με έναν τρόπο υπόγειο και δηκτικό: απόδειξη ότι ο ίδιος ο θεοσεβούμενος Έλιοτ -που αν και Αμερικανός μίλησε βαθιά στην καρδιά των Εγγλέζων- τόλμησε να εξοντώσει τον μέσο πάστορα παρομοιάζοντας τον με ιπποπόταμο (από το γνωστό ποίημα) θέτοντας μάλιστα την αστική του ταυτότητα στο χειρουργικό τραπέζι στον «Προύφροκ».
Κανείς Βρετανός δεν φοβήθηκε ποτέ να τα βάλει με την εξουσία-κι είναι αυτός ίσως ο λόγος που ένιωσε, λάτρεψε και ανέδειξε ως εθνικό ποιητή τον Σαίξπηρ. Ακόμα και το κέντρο της εξουσίας που ήταν πάντα το Λονδίνο έφτασε να αποδομείται από τις περιγραφές του Ντίκενς που λέγεται πως είναι υπεύθυνος για τις αναμορφωτικές μεταρρυθμίσεις που έλαβαν χώρα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Άλλωστε οι Βρετανοί διάβαζαν λογοτεχνία γιατί επεδίωκαν μέσα από τις ιστορίες την αποκάλυψη ή την ανατροπή. Σε κάθε αστυνομική ιστορία, που τόσο λάτρευαν, ενυπήρχε κάτι ανείπωτα κρυφό ενώ η αλήθεια στα γοτθικά μυθιστορήματα αποκαλύπτεται μέσα από μια φονική τάξη που επαναφέρει τον κύκλο του θανάτου και του πένθους. Σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές ιστορίες, στις βρετανικές νικάνε οι κακοί, και το αίμα ποτίζει κάθε νοερή φαντασία-Σαίξπηρ και πάλι Σαίξπηρ. Με τα μάτια ανοιχτά και τους εφιάλτες να επανέρχονται σε κάθε τους κίνηση οι Βρετανοί θα αντικρίσουν από νωρίς το φθαρμένο γόητρο της Αυτοκρατορίας στην πλέον αδυσώπητη, σκληρή και μελαγχολική καθημερινότητά τους. Κάτι ήξερε κι ο Κιουρέισι όταν επανέφερε τους καταθλιπτικούς ήρωες στα προάστια του άλλοτε φτωχού ανατολικού Λονδίνου. Δες τι συμβαίνει με τους πίνακες του Φράνσις Μπέικον. Έφτασε να διαλύει τους φίλους του πάνω στον καμβά και την ίδια στιγμή να τα πίνει μαζί τους σαν να μην υπάρχει αύριο. Αυτοί είναι λοιπόν οι Εγγλέζοι: πάντοτε αλλόκοτοι και πάντοτε ξένοι, πάντοτε δύσπιστοι με οτιδήποτε ευρωπαϊκό, αποφάσισαν να φύγουν ίσως γιατί δεν ήταν ποτέ εκεί ή γιατί ήθελαν πάρα πολύ να παραμείνουν αυτό που όλοι οι άλλοι ονειρεύονται. Και τι ζωή, όμως, χωρίς αυτούς να κάμεις;
σχόλια