Ήξερε ότι όλα μπορούν να ειπωθούν για όλα, μια μεγάλη φωτιά είναι πάντα έτοιμη για τις περίεργες αναλαμπές της φαντασίας. Και μέσα της αυτές αναλώνονται και ανασταίνονται» είναι οι λέξεις που επιλέγει να παραθέσει η Καρολίνα Μέρμηγκα γράφοντας το Επίμετρο στην πρόσφατη έκδοση της Ετυμηγορίας του Κάφκα (από τις εκδόσεις Μελάνι). Εκτός όμως από τη Μέρμηγκα, η οποία προασπίζεται πολλαπλά τις ελάσσονες φωνές της λογοτεχνίας, όπως έκανε αντίστοιχα ο Κάφκα, μια άλλη συγγραφέας που καταπιάνεται με το απτό και το ανθρώπινο έρχεται να προστεθεί στην ενδιαφέρουσα συγγραφική ομήγυρη. Πρόκειται για την Ευγενία Μπογιάνου, η οποία επίσης εμπνέεται από τον καθημαγμένο αγώνα των χτυπημένων από τη μοίρα προσώπων, γράφοντας με αξιοθαύμαστο ρεαλισμό. Το έλασσον εν προκειμένω αποδεικνύεται μείζον ή το αντίθετο – από τους πιο ανώνυμους ήρωες προκύπτουν οι πιο ανίερες τραγωδίες. Αν η γραφή της Μέρμηγκα φαίνεται πολύπτυχη, ικανή να συγκροτεί τις πιο ετερόκλητες φωνές και δυνατή αφηγηματικά, αυτή της Μπογιάνου είναι λακωνική, απτή στην έκφραση και ευσύνοπτη. Δύο παράλληλες, τολμούμε να πούμε, γυναικείες φωνές, οι οποίες καταπιάνονται με το προφανές ακριβώς για να αποδείξουν τη φαινομενικότητα των εικόνων και των λόγων. Τίποτα δεν είναι αυτό που νομίζετε, μοιάζουν να λένε, καμιά ιστορία βγαλμένη από τα σπάργανα της πιο ρεαλιστικής ελληνικής πραγματικότητας δεν είναι ικανή να διασώσει το υπάρχον.
Εν ολίγοις, το άγριο καρναβάλι των ανθρωπίνων σχέσεων, και δη των οικογενειακών δεσμών, εμπνέει πολλαπλά τις δύο συγγραφείς, καθώς σπεύδουν να το αποδώσουν με διαφορετικά λογοτεχνικά χρώματα και ξεχωριστή επάρκεια.
Το αίμα μπορεί να μη γίνεται νερό αλλά τίθεται σίγουρα σε αμφισβήτηση. Νόθα παιδιά που εμφανίζονται από το πουθενά στον Συγγενή της Μέρμηγκα (εκδόσεις Μελάνι) και ένα τέκνο που αποδεικνύεται εντελώς ξένο στο Ακόμα Φεύγει της Μπογιάνου (εκδόσεις Πόλις) αρκούν για να δυναμιτίσουν το υπάρχον.
Το ευεπίφορο σε ακραίες συνθήκες στοιχείο, ακόμη και όταν αυτές δεν είναι εμφανείς, διαπερνά την περίτεχνη γραφή της Καρολίνας Μέρμηγκα, από εκείνη την αξεπέραστη συλλογή Σήμερα δεν θα πεθάνω μέχρι το πιο πρόσφατο και περίτεχνα δουλευμένο Συγγενής. Εδώ είναι προφανής η ανάγκη της να απλώσει τα αφηγηματικά της εργαλεία σε ολόκληρο το φάσμα της κοινωνικής τοιχογραφίας, ανατέμνοντας και τα ποικίλα προβλήματα που πιστοποιούν αλλά και αποδομούν την έννοια της «συγγένειας». Κάποιες στιγμές τα ερωτήματα που ανακύπτουν παραπέμπουν απευθείας στον Φουκώ –τι σημαίνει αίμα και τι οικογένεια–, αποκαλύπτοντας το μείζον ζήτημα της βιο-ηθικής, ενώ σε άλλες αποκαλύπτουν το σχετικό εύρος της κοινωνικής δραστηριότητας (ζευγάρι, μητέρα-πατέρας, παιδί). Το πόσο σχετικοί είναι οι ανθρώπινοι δεσμοί διαφαίνεται καταρχάς από τη σχέση του ζεύγους που πρωταγωνιστεί στο βιβλίο, του Μιχάλη και της Αλεξάνδρας, οι οποίοι δεν μπορούν εύκολα να προσπεράσουν τις διαφορετικές καταβολές τους. Αρκεί, επομένως, η άφιξη ή, μάλλον, καλύτερα η εισβολή της άγνωστης κόρης του Μιχάλη –που είναι καρπός του έρωτα του ανδρός με την πεθαμένη πλέον Κατερίνα– για να φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή τους. Σε τέτοιο βαθμό, που θα αποδειχτεί ότι τίποτα στην «ευτυχισμένη» σχέση τους δεν ήταν αυτό που νόμιζαν και οι δυο πραγματικά. Επιπλέον, η ίδια η σύντροφος του Μιχάλη έχει κι άλλο θέμα να λύσει, καθώς η καλή της φίλη Μαριέτα θέλει να φέρει στον κόσμο το κατεψυγμένο έμβρυο της νεκρής από λευχαιμία κόρης της που βρίσκεται σε κάποιο εργαστήριο στην Αγγλία. Η κόρη της δεν πρόλαβε να φέρει στον κόσμο το παιδί της, αλλά η Μαριέτα θέλει έστω, μέσω μιας παρένθετης μητέρας, να το κάνει. Ηθικά διλήμματα που αποκαλύπτουν τα αδιέξοδα του οικογενειακού μύθου και απαντώνται με αλήθειες πραγματικές και αδυσώπητες. Σημαντικός ο κοινωνικός ρόλος, αλλά εξίσου σημαντικός και ο πραγματικός – ποια δικαιούται να λέγεται μητέρα και ποιος πατέρας. Τι από τα δύο υπερισχύει, η βούληση ή το σώμα;
Εξίσου αδυσώπητα, αλλά από άλλη σκοπιά, μοιάζουν τα ερωτήματα που θέτει η λογοτεχνία της Ευγενίας Μπογιάνου, κατευθείαν βγαλμένη κι αυτή από τις πιο ακραίες και πραγματικές περιστάσεις. Ακόμα Φεύγει είναι ο ευρηματικός τίτλος του βιβλίου της, ουσιαστικά του πρώτου μυθιστορήματος, αφού τη γνωρίζουμε από τις συλλογές διηγημάτων που 'χει πίσω της, Το Μυστικό και Κλειστή Πόρτα, το οποίο καταπιάνεται με τις ενδοοικογενειακές συγκρούσεις και το μόνιμο δίπολο ιδιωτικού-κοινωνικού και προσωπικού-δημόσιου χώρου. Ο εικοσάχρονος γιος της οικογένειας Γιώργος Κακαβής κατηγορείται ως τρομοκράτης, αθωώνεται και εξαφανίζεται. Οι δυο γονείς, συντετριμμένοι από το μέγεθος της απώλειας, βυθίζονται στο δικό τους τέλμα: ο πατέρας στο ποτό, η μητέρα στην εφήμερη παρηγοριά του έρωτα. Τίποτε από τα δύο όμως δεν είναι ικανό να αντικαταστήσει το μηδέν που αφήνει η απουσία του γιου στην οικογενειακή εξίσωση και την απόγνωση που δημιουργεί στα πολλαπλά βαλλόμενα οικογενειακά σώματα. Με κοφτερή γραφή –απλές προτάσεις, αποκαθαρμένες, χωρίς μεγάλη απόσταση ανάμεσα στις τελείες–, η Μπογιάνου σκιαγραφεί την τραγωδία των σύγχρονων μεγαλουπόλεων και την εύθραυστη ισορροπία που διέπει την οικογένεια την εποχή της κρίσης. Η συγκλονιστική σκηνή με τον πατέρα να αναζητά μεθυσμένος καταφύγιο στη μεγάλη πορεία των διαδηλωτών –με την τραγική κατάληξη– θαρρείς πως είναι βγαλμένη από το ταμπλό βιβάν της ελληνικής καθημερινότητας. Ο πατέρας διεκδικεί την αισιοδοξία που μπορεί να δώσει η αγωνιστική διεκδίκηση, γνωρίζοντας όμως ότι το παιχνίδι έχει ήδη χαθεί και με την αρρώστια να φωλιάζει βαθιά στην οικογενειακή παθογένεια. Η οικογένεια δίνεται εδώ ως καθρέφτης της τραυματισμένης συλλογικότητας και η μονάδα –εν προκειμένω ο χαμένος γιος– ως το κεντρί μιας ήδη ματωμένης συνθήκης. Τίποτα δεν μοιάζει ικανό να δώσει παρηγοριά στο άκρως ρεαλιστικό βιβλίο της Μπογιάνου, αλλά τίποτα δεν μπορεί να αποδειχτεί λιγότερο ακριβές από το περιεχόμενο των αιχμηρών διαλόγων.
Εν ολίγοις, το άγριο καρναβάλι των ανθρωπίνων σχέσεων, και δη των οικογενειακών δεσμών, εμπνέει πολλαπλά τις δύο συγγραφείς, καθώς σπεύδουν να το αποδώσουν με διαφορετικά λογοτεχνικά χρώματα και ξεχωριστή επάρκεια. Αφήνοντας στην άκρη την όποια γυναικεία ταυτότητα ως πρόκριμα ορισμού της γραφής τους –κάτι που δεν συμβαίνει με άλλες συγγραφείς–, αμφότερες καταθέτουν δύο σύγχρονα, επίκαιρα και άκρως διεισδυτικά κείμενα. Άλλωστε, μοναδική επιδίωξή τους –κι αυτό είναι το ξεχωριστό που επιτυγχάνουν τα βιβλία τους, χωρίς να ακκίζονται– είναι να κατακτήσουν τον συγγραφικό κόσμο, τον μόνο βιωτό κόσμο, όπως επιμένει η Μέρμηγκα, διαβάζοντας δημιουργικά τον Κάφκα. Αυτό «τον καταπληκτικό κόσμο που βρίσκεται μέσα στο κεφάλι μου. Αλλά πώς να τον ελευθερώσω ή πώς να ελευθερωθώ ο ίδιος, χωρίς να διαμελιστώ σε χίλια κομμάτια; Και χίλιες φορές καλύτερα να διαμελιστώ από το να αρνηθώ ή να τον θάψω. Μου είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο βρίσκομαι εδώ». Και σε αυτό είναι σίγουρο ότι θα συμφωνούσαν και οι δύο.
σχόλια