Στα παλαιότερα χρόνια της Αθήνας, όταν ο ρυθμός της ζωής άφηνε καιρό για απόδραση προς τα περασμένα, για ανύψωση πάνω από την καθημερινότητα, όταν η πολύκοσμη κενή κοινωνικότητα δεν είχε αμβλύνει το συναισθηματικό κόσμο των ανθρώπων, η εύρεση ενός αρχαίου αναστάτωνε πολύν καιρό κάθε αισθαντική καρδιά. Ύστερ' από το θάνατο του Σικελιανού είναι ζήτημα αν υπάρχει πια ανάμεσα μας ο ποιητής που θα αφιέρωνε εμπνευσμένους στίχους σε αρχαία έργα που χάρισε η αθηναϊκή γη, όπως έκανε άλλοτε ο Παλαμάς για τους τάφους του Κεραμεικού.
Το ποίημα του για την Ηγησώ, πολυλογότερο και γλωσσικά απλούστερο από το άλλο που εμπνεύστηκε από το μνημείο του Δεξίλεω έχει ωστόσο καλές εικόνες και μια δροσερή πνοή.
Δεν μπορούμε πια να ξέρουμε αν οι στίχοι του στάθηκαν αφορμή που τα έργα αυτά έμειναν τότε στη θέση τους, μέσα στους οικογενειακούς τάφους και ετόνιζαν τόσο τη φυσιογνωμία του κλασσικού τούτου νεκροταφείου. Κυκλωμένο σήμερα από λάσπη και από τους νεκρούς τοίχους γειτονικών εργοστασίων δεν μαρτυρεί υψηλή στάθμη πολιτισμού. (Πόση πράσινη ομορφιά θα είχαν δημουργήσει γύρω με κάθε θυσία οι Ιταλοί αν μπορούσαν να έχουν κληρονομήσει μια όμοια πανάγια περιοχή, πόση απήχηση θα έβρισκε η μόνιμη διαμαρτυρία των αρχαιολόγων για τη βεβήλωση τούτη του ιερού χώρου!).
Μερικές επιτύμβιες στήλες γοητεύουν με την έκφραση της ανείπωτης πίκρας για τη χαμένη ζωή, μιάν έκφραση αρχοντικά κυριαρχημένη και υπερήφανη. Άλλες γιατί ο γλύπτης βρήκε όμορφο τρόπο να συνδέσει το νεκρό ή τη νεκρή με τους δικούς τους, τη μητέρα με το παιδί, τη γυναίκα με τον άντρα, να υποδηλώσει μ' έναν αραχνένιο συμβολισμό ότι κάπου θα ξανασμίξουν όλοι μαζί, όπως ήταν σε τούτη τη γη.
Ακριβώς επειδή τα δύο αυτά επιτύμβια έργα είχαν γίνει περίφημα –γιατί ήταν και έξοχα έργα τέχνης- έπρεπε να φυλαχτούν από τη διαβρωτικήν επιρροή του αττικού ήλιου πάνω στα αρχαία μάρμαρα. Έτσι εδώ και μερικές δεκαετίες μεταφέρθηκε από μια σοφή πρόνοια η επιτύμβια στήλη της Ηγησώς στο Εθνικό Μουσείο∙ το ανάγλυφο του Δεξίλεω στεγάστηκε πρίν από τον πόλεμο μέσα στο συμπαθέστατο μικρό Μουσείο του Κεραμεικού και μόνο το τρίτο από τα τραγουδημένα μνήματα η στήλη με την επιγραφή Κοράλλιον, Αγάθωνος γυνή που έχει ανθρώπινο περισσότερο παρά καλλιτεχνικό περιεχόμενο, μένει ακόμα όρθια στη θέση της.
Εκεί που είχε εκτεθή τότε η Ηγησώ, στη στενόμακρη βορεινήν αίθουσα του Εθνικού Μουσείου, δίπλα σε τόσες άλλες καλές, σπουδαίες ή μέτριες, παλαιότερες, σύγχρονες και νεώτερες επιτύμβιες στήλες, στερημένη από το πλαγινό φως, που βοηθάει την ανάδειξη της πλαστικής υπόστασης, αδικήθηκε χωρίς άλλο από κάθε άποψη, αλλά εσώθηκε από τη σιγανή φθορά. Όμως ο τάφος του Κεραμεικού, που άλλοτε τόσο τον εστόλιζε έμεινε χωρίς την άυλη παρουσία της∙ την αναζητούσαμε ιδίως γιατί τα δύο άλλα μνήματα του οικογενειακού τάφου δεν είχαν την ίδια λάμψη. Έτσι υπήρχε πάντα διάχυτη η επιθυμία να μπεί στην άδεια θέση ένα ομοίωμα από μάρμαρο ή άλλο υλικό, αφού το γύψινο εκμαγείο δεν αντέχει στην ατμοσφαιρικήν επίδραση. Επί τέλους, εδώ και λίγε εβδομάδες, ένα εκμαγείο από λευκό τσιμέντο, που ένας έμπειρος αρχιτεχνίτης το εργάστηκε με το λιγώτερο δυνατό μηχανικό τρόπο, στήθηκε στο ίδιο σημείο απ' όπου είχε αφαιρεθή η στήλη και η εικόνα της Ηγησώς θα κυριεύει πάλι τους διαβάτες.
Είναι η ευγενέστερη αττικη επιτύμβια στήλη. Από τις τόσες που εσώθηκαν έως τις ημέρες μας συμπεραίνουμε πόσο συχνά πρέπει να έπαιρνε στα αρχαία χρόνια ο Άδης παιδιά, νέους, νέες, ώριμους και γέρους, πόσο ανυπεράσπιστοι ήταν τότε οι άνθρωποι ενάντια στην αρρώστεια και στο θανατικό. Μερικές επιτύμβιες στήλες γοητεύουν με την έκφραση της ανείπωτης πίκρας για τη χαμένη ζωή, μιάν έκφραση αρχοντικά κυριαρχημένη και υπερήφανη. Άλλες γιατί ο γλύπτης βρήκε όμορφο τρόπο να συνδέσει το νεκρό ή τη νεκρή με τους δικούς τους, τη μητέρα με το παιδί, τη γυναίκα με τον άντρα, να υποδηλώσει μ' έναν αραχνένιο συμβολισμό ότι κάπου θα ξανασμίξουν όλοι μαζί, όπως ήταν σε τούτη τη γη.
Οι αττικές επιτύμβιες στήλες, ακόμη και οι πιο χειρωνακτικές, έχουν μια βαθειά, διακριτικά τραγικήν ανθρωπιά, πρωτόφαντη τότε στον κόσμο. Οι καλύτερες είναι αληθινά έργα τέχνης, γιατί τις εργάστηκαν σπουδαίοι τεχνίτες. Ένα τέτοιο θαυμαστό δημιούργημα μας έδωσε και ο γλύπτης της Ηγησώς. Στο πρόσωπο της, στις κινήσεις της δεν αποτύπωσε κανένα παράπονο, καμμία διαμαρτυρία. Μας συγκινεί γιατί την αντικρύζουμε αρχοντική, ανάλαφρη και ωραία, να κάθεται άνετα στην κομψότατη καθέδρα κρατώντας στα δάχτυλα της –σ'αυτά τα τόσο μελωδικά δάχτυλα –ένα περιδέραιο. Το χέρι αυτό, το αττικότερο από τα γυναικεία χέρια των στηλών, καθώς βρίσκεται στο κέντρο της σύνθεσης, συγκεντρώνει τα βλέμματα των μορφών. Δεν θέλησε ο γλύπτης να βαρύνει την εικόνα με περισσότερα πρόσωπα∙ μόνο η νεαρή δούλη, που κρατάει το κουτί με τα διαμαντικά –όπως γινόταν αληθινά στο σπίτι εκείνο που το ελάμπρυνε κάποτε η Ηγησώ- είναι όρθια απέναντι στην κυρά της. Η Ηγησώ είναι ελεύθερη, υψωμένη πάνω από κάθε ατομικό γνώρισμα, σαν συμβολική εικόνα της περαστικής, αλλά αφηρωϊσμένης νεότητας.
Η στήλη μας φέρνει στο νου μιάν άλλη μαρμάρινη ομορφιά από τα νεώτερα χρόνια, την «Κοιμάμενη» του Χαλεπά, στο Α′ Νεκροταφείο γιατί και τούτη είναι πάναγνη, υψωμένη σε άλλη σφαίρα. Η κλασσική τέχνη όμως αρνήθηκε να παραστήσει τους νεκρούς νικημένους από τον «λυγρόν» θάνατο, τον «ανθρωποραϊστήν»∙ μόνο τον υποδήλωνε παρασταίνοντας την καλήν όψη της ζωής, την τόσο σύντομη. Αντίθετα στην κλασσικιστική τέχνη των αρχών του 19ου αιώνα συναντούμε την εξαϋλωση των νεκρών νέων με το μέσο του θανάτου. Οι Γερμανοί γλύπτες της εποχής εκείνης, στα έργα τους που στάθηκαν πρότυπα για την «Κοιμάμενη», ιδίως ο Βολφ και ο Σάντορυ, εικονίζοντας τον νεκρό ή την νεκρή νέα να κοιμούνται τον «ανεξύπνητον ύπνο θανάτου», φύσηξαν πάνω τους, με την ευαισθησία της εποχής, συγκερασμένη με το ελληνικό ιδανικό, κάποια πνοή από τα Ηλύσια, που είχαν πάρει τότε σ'όλη την Ευρώπη ένα καινούργιο ποιητικό νόημα.
Στο πρόσωπο της, στις κινήσεις της δεν αποτύπωσε κανένα παράπονο, καμμία διαμαρτυρία. Μας συγκινεί γιατί την αντικρύζουμε αρχοντική, ανάλαφρη και ωραία, να κάθεται άνετα στην κομψότατη καθέδρα κρατώντας στα δάχτυλα της –σ'αυτά τα τόσο μελωδικά δάχτυλα –ένα περιδέραιο. Το χέρι αυτό, το αττικότερο από τα γυναικεία χέρια των στηλών, καθώς βρίσκεται στο κέντρο της σύνθεσης, συγκεντρώνει τα βλέμματα των μορφών.
Την «ασημένια λάμψη» τη διάχυτη, όπως όμορφα ετονίστηκε από έναν αρχαιολόγο, πάνω στο ανάγλυφο της Ηγησώς, την ευνόησε όχι μόνο η πνευματική γαλήνη του θέματος αλλά και το είδος της αναγλυφικής δουλειάς∙ οι μορφές και τα φορέματα με τις αραιές πτυχές κρατούν την καλλιγραμία από το αρχικό σχεδίασμα, ενώ σε άλλες στήλες η πλαστική έξαρση των μορφών είναι εντονώτερη. Ας μην ξεχνούμε όμως ότι στην αρχαιότητα το βάθος της στήλης –η επιφάνεια που επίτηδες κρατήθηκε ελεύθερη για να μην ταράζονται με τρίτη μορφή τα περιγράμματα της Ηγησώς και η θεϊκή ηρεμία της εικόνας- το κενό αυτό βάθος ήταν χρωματιστό, πιθανώτατα γαλάζιο. Έτσι αναδείχνονταν καλύτερα όχι μόνο τα δάχτυλα του δεξιού χεριού, αλλά και η διάφανη καλύπτρα που σκεπάζοντας το κεφάλι πέφτει κάτω από το πρόσωπο. Του άλλου χεριού την οριζόντια την ξαναδίνει ο μηρός ο γυμνός από πτυχές, ο διαγραφόμενος τόσο καλά κάτω από τον λεπτό, τον λινό χιτώνα. Την υπογραμμίζει τέλος το κυλινδρικό δοκάρι του καθίσματος, που είναι και αυτό σμιλεμένο με αίσθηση πλαστική.
Δεν συμπαθούσε τις απότομες γωνίες ο γλύπτης, γι αυτό, αντί πάνω από τα κεφάλια των μορφών∙ να τραβήξει ολόϊσα την οριζόντια που συγκρατεί το αέτωμα, προτίμησε να τη μεταμορφώσει σ'ένα κυλινδρικό ανάλαφρο κυμάτιο, στολισμένο με ζωγραφιστά κοσμήματα.
Ποιά να ήταν η νέα αυτή γυναίκα με την άφραστην ευγένεια στη θωριά και στην κορμοστασιά που την ύμνησε η τέχνη και τη σεβάστηκε ο χρόνος; Δεν ξέρουμε γι αυτήν τίποτα περισσότερο απ' ό,τι λέει η επιγραφή με τα πάγκαλα, τα απλά κλασσικά γράμματα: Ηγησώ Προξένο.
Φαίνεται πιθανότερο ότι ήταν κόρη του Προξένου και ότι ετάφηκε στον οικογενειακό τάφο του ανδρός της, αλλά ούτε οι τελευταίες ανασκαφές στο κλασσικό τμήμα του νεκροταφείου, που γίνονται τώρα με ξεχωριστήν επιμέλεια δεν εφώτισαν έως την στιγμή τούτη το πρόβλημα.
Στον ιστορικό της αρχαίας τέχνης προβάλλει εντονώτερο ένα άλλο ερώτημα. Είναι άραγε η σύνθεση και το θέμα ευρήματα του αριστοτέχνη γλύπτη που έπλασε τη στήλη ή μήπως άλλος πριν απ' αυτόν προχώρησε προς τη μελετημένη, τη σοφήν απλότητα που ανακαλεί χορικά των κλασσικών τραγικών και σελίδες του Συμποσίου; Ξέρουμε ότι οι αρχαόι καλλιτέχνες δεν έδιναν σημασία στο θέμα, αλλά περισσότερο στη σύνθεση της εικόνας και στην ποιότητα της εργασίας. Ότι προ πάντων στον 4ον αιώνα όταν ένας γλύπτης ή ζωγράφος έδινε ανανεωμένο κάποιο παλιό θέμα ή πετύχαινε να παρουσιάσει ένα δικό του όραμα, έσπευδαν όχι μόνο οι απλοί μαρμαράδες αλλά και πιο αξιόλογοι τεχνίτες να το αντιγράφουν ελεύθερα σε διάφορες παραλλαγές. Κάποτε από ένα ξακουσμένο πρωτότυπο δε έχουμε παρά την ανταύγεια των αντιγράφων, όπως γίνεται στην επιτύμβια στήλη του Εθνικού Μουσείου με τη νιόνυφη που ξεκινάει για περίπατο, ένα έργο με συναρπαστική σύνθεση, και με αβρό συμβολισμό, αλλά με εκτέλεση κατώτερη.
Στη στήλη της Ηγησώς είναι τόση η ενότητα του θέματος, και της καλλίγραμης μορφής, της έκφρασης, της ποιότητας, ώστε δεν γίνεται αμφιβολία ότι πρώτος ο γλύπτης αυτός ο άγνωστος σ' εμάς –να έχουμε άραγε και κάποιο άλλο έργο από το χέρι του; -έπλασε με το νου του, που αντί να τον θολώσει, τον εφώτισε η ερήμωση του θανάτου, και εσμίλεψε ο ίδιος γύρω στα 400π.χ. την Ηγησώ. Μόνο στην Αθήνα, την πολιτεία με την παλιάν ιστορία και την τόση αρχοντιά μπορούσε να πλαστεί μια τέτοια εικόνα. Τι και αν ένας Σπαρτιάτης στρατηγός είχε γκρεμίσει λιγα χρόνια πριν τα καλοχτισμένα τείχη της; Αυτή έμεινε πάντα η πρώτη, η κυρίαρχη στο πνεύμα και στην τέχνη που εξαΰλωνε το θάνατο και του χάριζε την παντοτεινή ζωή.
_____
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ελευθερία το 1953
Επιμέλεια: Στάθης Τσαγκαρουσιάνος