ΟΙ ΛΙΣΤΕΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗΣ ανάγνωσης που κατακλύζουν τα μέσα κάθε χρόνο τέτοιον καιρό δίνουν, μεταξύ άλλων, στο υποβαθμισμένο επάγγελμα του βιβλιοκριτικού μια όψιμη επίφαση πολιτισμικής ισχύος. Το αναγνωστικό κοινό βρίσκεται με έναν πλούτο επιλογών σχετικά με το ποια βιβλία είναι πιο κατάλληλα για να εμφανιστεί μαζί τους στην παραλία. Οι εκδότες από τη μεριά τους προσβλέπουν σε μια πρόσκαιρη έστω ώθηση των πωλήσεων.
Όλοι βγαίνουν κερδισμένοι από όλη αυτή την προώθηση των νέων κυκλοφοριών. Όλοι, εκτός από την κοινή λογική. Δεδομένης της πεπερασμένης ζωής μας και ενός άγραφου αλλά απαράβατου λογοτεχνικού κανόνα που διατρέχει τους αιώνες, ποια λογική υπάρχει στο να διαβάσουμε κάτι καινούργιο; Περισσότεροι από 120 εκατομμύρια πρωτότυπο τίτλοι έχουν εκδοθεί από την αυγή της τυπογραφίας. Ποιες είναι οι πιθανότητες να αξίζει τον περιορισμένο μας χρόνο ένα βιβλίο που γράφτηκε το 2024;
Αν ένα μυθιστόρημα έχει αξία, θα την έχει ακόμα και σε μια ή δύο δεκαετίες. Αν όχι, η επίδραση και το φίλτρο του χρόνου θα το έχει αποσύρει μέχρι τότε από την λίστα των επιλογών.
Η ερώτηση που μου απευθύνεται πιο συχνά αφορά τα βιβλία που διαβάζω. Λοιπόν, αντί για λίστα, ιδού ένας κανόνας: αποφεύγετε τα καινούργια βιβλία. Αν ένα μυθιστόρημα έχει αξία, θα την έχει ακόμα και σε μια ή δύο δεκαετίες. Αν όχι, η επίδραση και το φίλτρο του χρόνου θα το έχει αποσύρει μέχρι τότε από την λίστα των επιλογών.
Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει κάτι βιαστικό, κάτι από τον γευσιγνώστη του βασιλιά που δοκιμάζει πρώτος, σε περίπτωση που το ποτό ή το φαγητό περιέχει δηλητήριο, στον αναγνώστη που σπεύδει να «γευτεί» ένα μη δοκιμασμένο ακόμα βιβλίο. Ας αφήσουμε τους άλλους να εισπράξουν την απογοήτευση.
Το ίδιο ισχύει και για τα βιβλία που δεν ανήκουν στη μυθοπλασία. Αν το περιεχόμενο είναι εξαιρετικά επίκαιρο –κβαντική πληροφορική, λόγου χάρη, ή σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας– είναι πολύ πιθανό να γεράσει γρήγορα καθώς οι νέες, ραγδαίες εξελίξεις μπορεί σύντομα να το καταστήσουν ξεπερασμένο.
Το ερώτημα όμως δεν είναι αν κυκλοφορεί αξιόλογο νέο υλικό εκεί έξω. Φυσικά και κυκλοφορεί. Το ερώτημα είναι αν μπορεί να ξεπεράσει τα απομνημονεύματα του Σατωβριάνδου, φερ’ ειπείν, ή τη βιογραφία του Αϊνστάιν από τον Έιμπραχαμ Παΐς.
Παρότι σηκώνει κάποιες εξαιρέσεις εδώ και εκεί, η συμβουλή του Σοπενχάουερ προς το αναγνωστικό κοινό («αποφεύγετε ό,τι κάνει μεγάλη φασαρία») παραμένει σωστή. Να διαβάζεις σωστά σημαίνει να αγνοείς το τώρα. Αυτό δεν ισχύει για καμία άλλη μορφή τέχνης, διότι καμία άλλη μορφή τέχνης δεν είναι τόσο χρονοβόρα για το κοινό. Αν ένα νέο βιβλίο αποδειχθεί ότι δεν είναι παρά ένα εφήμερο κομμάτι του σύγχρονου zeitgeist, αυτές είναι επτά με δέκα χαμένες ώρες που θα μπορούσατε να έχετε περάσει με ένα κατοχυρωμένο αριστούργημα, οποιουδήποτε λογοτεχνικού είδους.
Πέρα όμως από το «συμφέρον» του αναγνώστη, μπορεί να επικαλεστεί κανείς και μια πιο ανθρώπινη επιχειρηματολογία υπέρ της προσκόλλησης στο παρελθόν. Το διάβασμα έχει χαρακτηριστεί ως βάλσαμο για την ψυχική υγεία: επιβραδύνει το μυαλό και τη σκέψη που τρέχει ασκόπως, εξασφαλίζει στον αναγνώστη μια απόσταση ασφαλείας από τον θόρυβο του κόσμου. Αυτό όμως ισχύει, ή τουλάχιστον ισχύει περισσότερο, μόνο για ένα βιβλίο που έχει κάποιες δεκαετίες πίσω του. Όπως λέει και το γνωστό απόφθεγμα, ο αναγνώστης τελικά επιζητά «αυτό που προϋπήρχε των προβλημάτων μου και θα είναι ακόμα εκεί όταν αυτά αποσυρθούν».
Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι κανόνες. Μη διαβάζετε λιγότερες από 50 σελίδες τη φορά. Το κόστος του να τσιμπολογάτε ένα βιβλίο εδώ και εκεί είναι η απώλεια της αφηγηματικής του ολότητας. («Αν διαβάζετε μια νουβέλα σε περισσότερες από δύο εβδομάδες, απλά δεν τη διαβάζετε», έλεγε ο Φίλιπ Ροθ). Και να αποφεύγετε τα γενικόλογα ιστορικά βιβλία. Ο τελευταίος τρόπος για να μάθετε σημαντικά πράγματα για την Κίνα είναι ένα βιβλίο που έχει στον τίτλο του φαρδύ πλατύ το όνομα της χώρας.
Όπως και με τη μυθοπλασία, το οικουμενικό βρίσκεται στο συγκεκριμένο. Αλλά ο ύψιστος κανόνας είναι να προτιμάτε το παλιό. Το ζήτημα δεν είναι πώς έφτασε κάποιος που γεννήθηκε το 1564, όπως ο Σαίξπηρ, να «μιλάει» στα δισεκατομμύρια των εγγράμματων ανθρώπων που έζησαν έκτοτε, αλλά πώς μπορεί ένα νέο βιβλίο να συναγωνιστεί κάτι που έχει επιβιώσει τόσο θριαμβευτικά από το κόσκινο του χρόνου.
Με στοιχεία από The Financial Times