ΟΠΩΣ ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ ΤΕΤΟΙΑ ΕΠΟΧΗ, παρακολουθώ πού και πού διάφορους φίλους – γνωστούς και αγνώστους – στα social media να επιδεικνύουν με γνήσια προσμονή και ανυπόκριτο ενθουσιασμό τα βιβλία που θα πάρουν μαζί τους στις διακοπές. Μιλάμε για πολλά βιβλία κατά κανόνα και συχνά για «βαριά» βιβλία, τόσο σε όγκο όσο και σε περιεχόμενο.
Δεν το κρίνω, ίσα-ίσα το σέβομαι και το θαυμάζω – γνωρίζω ανθρώπους που διαβάζουν πολλά βιβλία έτσι κι αλλιώς και περιμένουν πώς και πώς να διαβάσουν ακόμα περισσότερο στην παραλία. Απλά αναρωτιέμαι κάθε φορά πώς –και κυρίως γιατί– το κάνουν. Πώς μπορεί κανείς να συγκεντρώνεται στο μικρό κάδρο του ανοιχτού βιβλίου, που είναι πάντα το ίδιο (δύο σελίδες γεμάτες γράμματα) οπουδήποτε, είτε στο διαμέρισμα είτε στην παραλία, όταν υπάρχει το μεγάλο κάδρο –ο ουρανός, η θάλασσα, τα βράχια, το πολύτιμο τοπίο, οι άνθρωποι στα καλύτερά τους– που μπορείς να το χαρείς μόνο για ένα δραματικά περιορισμένο διάστημα;
Όπως έλεγε και μια ψυχή, το διάβασμα –εννοώντας τη «συγκεντρωμένη» ανάγνωση– είναι για πολυθρόνες, για καναπέδες, για τέσσερις τοίχους και για αγάμητα κρεβάτια.
Πλέον παίρνω μαζί μου ένα βιβλίο (άντε δύο) ανεξαρτήτως είδους αλλά χαμηλού «ρίσκου». Αν τραβήξει, τράβηξε. Αν βραχεί, βράχηκε, κάτι όμως που σπανίως συμβαίνει αφού συνήθως ξεχνάω να το πάρω μαζί μου στην παραλία, κι αν το πάρω, μένει κατά κανόνα προστατευμένο και αδιάβαστο στο σακίδιο.
Υπάρχουν και τα «ελαφρά» αναγνώσματα, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, αν είναι όμως να διαβάζει κανείς ό,τι να ‘ναι –υποκινούμενος συχνά από ένα είδους ψυχαναγκασμού–, καλύτερα να μη διαβάζει τίποτα και να εκμεταλλεύεται στο έπακρο οτιδήποτε έχει να του προσφέρει ο περίγυρος και το περιβάλλον.
Σε κάθε περίπτωση, το βέβαιο –για μένα– είναι ότι η παραλία ειδικά, και οι διακοπές γενικότερα, είναι από τα πιο ακατάλληλα μέρη για διάβασμα. Εννοώ, για να διαβάσεις κάτι ωραίο και σημαντικό, κάτι που απαιτεί και λίγο στοχασμό και μια στοιχειώδη (αυτο)συγκέντρωση. Στοιχεία που είναι δύσκολο να συντελεστούν με τον ήλιο στα μάτια (δεν αντέχω να διαβάζω με γυαλιά ηλίου, αισθάνομαι σαν κατάσκοπος που παριστάνει τον αναγνώστη), και με τόσους αντιπερισπασμούς τριγύρω, ιδανικούς και μη. Μ’ εκνευρίζουν όσο και τον καθένα οι ρακέτες και οι πάσης φύσεως κακοφωνίες, αλλά εξίσου σχεδόν μ’ εκνευρίζει η απαίτηση να είναι η παραλία –παραδοσιακά ένας τόπος ψυχαγωγίας– κάτι σαν ησυχαστήριο ή σαν βιβλιοθήκη.
Μικρότερος κάτι παραπάνω διάβαζα στις διακοπές, αλλά κυρίως επειδή αυτές ήταν μεγαλύτερες. Όσο πιο σπάνιες και πολύτιμες γίνονταν με τα χρόνια, τόσο ελαττωνόταν και το διάβασμα. Είχα βαρεθεί και να βλέπω να παραμορφώνονται ή ακόμα και να αποσυντίθενται πριν τα τελειώσω, από τον ήλιο, το νερό και οτιδήποτε άλλο (αντηλιακά, αλκοόλ, φαγητό) τα βιβλία που κουβαλούσα από μπιτσόμπαρο σε μπιτσόμπαρο και από παραλία σε παραλία.
Πλέον παίρνω μαζί μου ένα βιβλίο (άντε δύο) ανεξαρτήτως είδους αλλά χαμηλού «ρίσκου». Αν τραβήξει, τράβηξε. Αν βραχεί, βράχηκε, κάτι όμως που σπανίως συμβαίνει αφού συνήθως ξεχνάω να το πάρω μαζί μου στην παραλία, κι αν το πάρω, μένει κατά κανόνα προστατευμένο και αδιάβαστο στο σακίδιο.
Νοσταλγώ όμως λίγο εκείνα τα βιβλία που επέστρεφαν ημιδιαλυμένα από τη σκληρή θητεία που τους είχα επιφυλάξει στα χαρακώματα των διακοπών και κατόπιν λειτουργούσαν ως κειμήλια μεγάλων και αξέχαστων καλοκαιριών.