«Magic life μίας χρήσεως» αποκαλείται το πλαστικό πιπάκι που χρησιμοποιεί ένας από τους ήρωες Πάνου Τσίρου, περιγραφή που φαίνεται να ταιριάζει επακριβώς στον πολύφερνο κόσμο της νέας συλλογής Η μοναξιά των σκύλων του. Αν οι προηγούμενες συλλογές του (Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα, Δεν είν' έτσι; από τη Μικρή Άρκτο) είχαν έντονα το στοιχείο της έκπληξης και τη σφραγίδα της μεταφυσικής, η Μοναξιά αντισταθμίζει ιδανικά τα δυο αυτά στοιχεία, φτιάχνοντας μια ατελείωτη παρέλαση από περιστατικά που μπορεί να μοιάζουν εντελώς ρεαλιστικά, αλλά είναι συμβολικά, αλληγορικά και παράλογα στη λειτουργία τους, διαθέτοντας μαγική ζωή μίας χρήσεως.
Με άλλα λόγια, η ζωή εδώ δοξάζεται στις μικρές της στιγμές ή πάει εντελώς χαμένη, επιβεβαιώνοντας τον ιδιότυπο, μαγικό ρεαλισμό του Τσίρου που τείνει να αναδειχτεί σε σήμα κατατεθέν του, σαν εκείνον για τον οποίον κάνει λόγο ο Ναμπόκοφ αναλύοντας τον Θερβάντες: μπορεί ο Σάντσο στον Θερβάντες να χάνει όλα του τα δόντια, αλλά δεν μιλάμε κυριολεκτικά. Όπως έγραφε και ο Κούντερα στις Προδομένες Διαθήκες : «Τα εκατόν τρία σπασμένα δόντια του Σάντσο δεν γίνεται να τα πάρει κανείς κατά γράμμα, όπως άλλωστε και τίποτα στο μυθιστόρημα αυτό!».
Αντίστοιχα μιλώντας, στις ιστορίες του Τσίρου ο ρεαλισμός είναι βαθιά καταχωνιασμένος στην απροσδόκητη φάση της καθημερινότητας, έτοιμος να κατασπαράξει τη νωχέλεια των λέξεων: γιατί όσο απλές και απέριττες είναι οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας τόσο τεράστιο είναι το εύρος και το ενδεχόμενο των άπειρων κόσμων που κρύβουν μέσα τους. Αντίστοιχα απρόσμενοι είναι και οι καθημερινοί ήρωες. Κανείς δεν ξέρει, για παράδειγμα, τη δύναμη που κρύβει ο θείος Βαγγέλης με τα κομμένα δάχτυλα του ποδιού και την αδύναμη καρδιά να προσφέρει έναν διονυσιακό σχεδόν χορό ή ο κύριος Μιλτιάδης, που ζει το πιο ακραίο προσωπικό δράμα. Όλοι συνευρίσκονται σε οικογενειακές ταβέρνες, εξοχικά, μικροαστικούς κόσμους και όλοι είναι ικανοί να γίνουν πρωταγωνιστές, περιστασιακοί χαρακτήρες, ακόμα και φαντάσματα σε ιστορίες που δεν έχουν όρια στη σύλληψη και στην εκτέλεσή τους.
Γι' αυτό και στις περιγραφές, που φέρνουν στον νου μεταφερμένες στην ελληνική πραγματικότητα λεπτομέρειες από πίνακες του Χόπερ, η ερημιά είναι τόσο εκκωφαντική που φτάνει να ακούγεται, όπως και τα αντικείμενα ή οι μυρωδιές που εδώ είναι πάντα έντονες. Έτσι, τουλάχιστον, ακούγεται ο ήχος από τις τηλεοράσεις που μπορεί να παραμένουν ανοιχτές στο βάθος του πλάνου στο εσωτερικό ενός φάρου, ο ήχος από τα χαρτιά που παίζουν οι γέροι σε ένα ερημικό καφενείο γύρω από μια ξυλόσομπα ή οι σταγόνες της βροχής και το βράσιμο καφετιέρας στο παραθαλάσσιο δωμάτιο.
«Παρατηρούσα κάθε λεπτομέρεια, δεν ήθελα να μου διαφύγει τίποτα» ομολογεί σε πρώτο πρόσωπο ένας από τους ήρωες και η φράση περιγράφει με ακρίβεια τον Πάνο Τσίρο. Μάλιστα, οι λεπτομερείς περιγραφές δεν αποκαλύπτουν μόνο μια υπόγεια μαγεία αλλά διαθέτουν μια αδιόρατη τρυφερότητα ακόμα και για τον βίαιο, σχεδόν φασίστα, γιο του ταβερνιάρη ή τη σκυλίτσα Μινεζότα, που τολμάει να βγάλει το κεφάλι της στον παγωμένο αέρα, έξω από το αυτοκίνητο.
Κατά βάση, όμως, αυτό που διαπερνά όλες τις ιστορίες της συλλογής είναι η ελευθερία στην ερμηνεία τους αλλά και στην τυχαιότητά τους: όπως οι φωτογραφίες του Κάρβερ στην ιστορία «Κόφτης», οι οποίες μπλέκονται ειρωνικά με αυτές του φίλου του συγγραφέα και γνωστού ποιητή, όλες οι ιστορίες είναι ικανές να αποκαλύψουν τον πραγματικό Πάνο Τσίρο ‒καθηγητή σε λύκειο στο επάγγελμα‒ ως δημιουργό ή τον ιδανικό διηγηματογράφο και παντογνώστη αφηγητή ή ακόμα και τον αγαπημένο του φιλόσοφο, ο οποίος ήξερε ότι τα όρια του κόσμου του ήταν τα όρια των λέξεων που στη Μοναξιά» αποκαθαίρονται από το όποιο νόημά τους και γίνονται ένα με το υλικό από το οποίο φτιάχνονται τα όνειρα.
Αν έχει διαβάσει κανείς Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον ύψιστο ίσως λογοτέχνη της ελληνικής ύπαρξης, ξέρει πως η πιο σκοτεινή όψη ενοικεί όχι σε κάτι υπερβατικό που έρχεται από ψηλά αλλά στο πιο απτό και στο επίγειο: τον ένοικο της διπλανής πόρτας, τον ηλικιωμένο, τον καλόβολο, κατά τα άλλα, γείτονα. Ενδεχομένως και σε όλες τις μεγάλες ιδέες με τις οποίες μεγαλώσαμε από μικροί και έρχονται σε πλήρη αντιδιαστολή με τα μικροσκοπικά δωμάτια, τα κακόγουστα μπιμπελό ή τα υφαντά που κοσμούν τις γεμάτες από οικογενειακά σίριαλ τηλεοράσεις.
Ανιχνεύοντας με την πιο λεπτή πένα ‒σε τέτοιο βαθμό που σε ξεγελούν οι προθέσεις της‒ το απόλυτο εύρος του κακού, η νικήτρια του Βραβείου Μυθιστορήματος του Ιδρύματος της Ακαδημίας Αθηνών Βίκυ Τσελεπίδου διευρευνά στη νουβέλα της Φιλελλήνων όλες τις διαβαθμίσεις της ελληνικότητας. Ο κακός ή καλός Έλληνας μπορεί έτσι να είναι ένα και το αυτό, φτιαγμένος από τα υλικά του αλτρουισμού και την ίδια στιγμή ορισμένος να διαψεύδει ακόμα και τον ίδιο τον χριστιανικό του εαυτό, καταλήγοντας στο πιο ανήκουστο ηθικό έγκλημα (το οποίο στη νουβέλα της Τσελεπίδου περιγράφεται με τρομακτικά ανάγλυφο τρόπο).
Τα πάντα, λοιπόν, κινούνται σε ρυθμούς κανονικότητας στην οδό Φιλελλήνων, παρότι μιλάμε για τις έκρυθμες μέρες του 2015 που βρίσκουν τη συνταξιούχο Δόμνα, πρώην υπάλληλο σε ζαχαροπλαστείο, να μένει κολλημένη στην τηλεόραση καθώς παρακολουθεί τις εξελίξεις και βλέπει τις οικονομίες της να αφανίζονται, αδυνατώντας να φάει ή να πιει. Αντίστοιχα η Φωτούλα, εξίσου μοναχική και με έναν διαψευσμένο καθ' όλα βίο, πληρώνει τα κρίματα της μάνας της. Αμφότερες φαίνεται να εναποθέτουν όλες τους τις ελπίδες σε έναν αλτρουιστή γείτονα, τον Ζαφείρη. Αυτός είναι που τους προσφέρει παρηγοριά, τους ψωνίζει, τους κάνει πλάκα και μοιράζεται μαζί τους κοινές χριστιανικές δοξασίες. Φαντασιώσεις, ανυπότακτα ερωτικά απωθημένα, αγκυλώσεις, δίνουν και παίρνουν.
Η ελληνική μικροαστική μέγγενη, υψωμένη σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από την επιθυμία, μοιάζει σαρωτική καθώς στο πέρασμά της παρασύρει μικρά αντικείμενα, ερωτικές προσδοκίες και τραπεζικές καταθέσεις, φέρνοντας στην επιφάνεια την απόγνωση και την τρέλα. Από τον στρατιώτη Θανάση μέχρι τον φαινομενικά καλόβολο Ζαφείρη, η τρέλα είναι η λεπτή γραμμή που καθιστά το χαοτικό, ελληνικό σύμπαν ικανό για το έγκλημα αλλά και ταυτόχρονα για το θαύμα.
Στον πολυεπίπεδο κόσμο που η Τσελεπίδου στήνει γύρω από το φαινόμενο «ελληνική οικογένεια» ‒το έκανε με το προηγούμενο βιβλίο της, Αλεπού, αλεπού, τι ώρα είναι;»‒ μπερδεύονται μοναδικά οι πιο σκοτεινές πλευρές του μικροαστισμού με τις ιδανικές φαντασιώσεις που έθρεψαν επιφανείς προσωπικότητες για τους Έλληνες, είτε πρόκειται για μουσουλμάνους, όπως ο Χατζή Χαλίλ Εφέντης, είτε για ξένους ρομαντικούς παγανιστές, όπως ο Πέρσι Σέλεϊ, είτε για Ευρωπαίους κινηματογραφιστές, όπως ο Ζακ-Λικ Γκοντάρ ‒ τα ονόματα αυτά παρατίθενται στο δεύτερο μέρος της νουβέλας. Η αποθέωση του ελληνικού οίστρου ή, μάλλον, η πλήρης αποδόμησή του τελικά κρίνεται όχι στις μεγάλες ιδέες αλλά στις λεπτομέρειες και στις μικρές χειρονομίες, όπως εκείνη η μοιραία στιγμή που οδήγησε στο ηθικό έγκλημα τον πρωταγωνιστή του βιβλίου ή η τούφα από τα μαλλιά του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου που φύλαξε η Μαίρη Σέλεϊ γράφοντας «τη χρονολογία 1820 και αποπάνω το όνομά του. Στα ελληνικά».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO